κάστορας: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και [[καστόρι]] και καστόρχι, το (AM [[κάστωρ]])<br /><b>ζωολ.</b> μικρό θηλαστικό τρωκτικό ζώο της οικογένειας [[καστορίδες]], γνωστό για το [[ωραίο]] και πολύτιμο [[δέρμα]] του και για την ικανότητά του να χτίζει φωλιές [[μέσα]] στο [[νερό]] τών ποταμών με κορμούς και κλάδους δέντρων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ορυκτ.)</b> το [[ορυκτό]] [[πεταλίτης]]<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Κάστωρ]]<br />[[ονομασία]] ενός από τους λαμπρότερους αστέρες του αστερισμού τών Διδύμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το αντισπασμωδικό [[φάρμακο]] [[καστόρι]](ον) που παρασκευαζόταν από το [[έκκριμα]] τών γεννητικών αδένων του κάστορα<br /><b>2.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[κρόκος]]<br /><b>3.</b> <b>μυθ.</b> <b>ως κύριο όν.</b> ο [[ένας]] από τους Διόσκουρους, γιους του [[Διός]] και της Λήδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kad</i>- «[[διαπρέπω]], διακρίνομαι», [[οπότε]] θα είχε τη σημ. «αυτός που διαπρέπει», και συνδέεται με παρακμ. [[κέκασμαι]], [[κεκαδμένος]] «διακρίνομαι» και <i>καστιάνειρα</i> και αρχ. ινδ, <i>ś</i><i>ā</i><i>śadun</i> «[[διαπρέπω]]». Η [[κατάληξη]] -<i>τωρ</i> εμφανίζεται [[συχνά]] σε ανθρωπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αμύν</i>-<i>τωρ</i>). Τη λ. δανείστηκε η λατ. και από τη λατ. τή δανείστηκαν διάφορες ευρωπ. γλώσσες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καστορίδες]], [[καστόριος]], [[καστόρι]](<i>ον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καστόρειος]], [[καστορίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καστόρινος]]].
|mltxt=ο και [[καστόρι]] και καστόρχι, το (AM [[κάστωρ]])<br /><b>ζωολ.</b> μικρό θηλαστικό τρωκτικό ζώο της οικογένειας [[καστορίδες]], γνωστό για το [[ωραίο]] και πολύτιμο [[δέρμα]] του και για την ικανότητά του να χτίζει φωλιές [[μέσα]] στο [[νερό]] τών ποταμών με κορμούς και κλάδους δέντρων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ορυκτ.)</b> το [[ορυκτό]] [[πεταλίτης]]<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Κάστωρ]]<br />[[ονομασία]] ενός από τους λαμπρότερους αστέρες του αστερισμού τών Διδύμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το αντισπασμωδικό [[φάρμακο]] [[καστόρι]](ον) που παρασκευαζόταν από το [[έκκριμα]] τών γεννητικών αδένων του κάστορα<br /><b>2.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του φυτού [[κρόκος]]<br /><b>3.</b> <b>μυθ.</b> <b>ως κύριο όν.</b> ο [[ένας]] από τους Διόσκουρους, γιους του [[Διός]] και της Λήδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kad</i>- «[[διαπρέπω]], διακρίνομαι», [[οπότε]] θα είχε τη σημ. «αυτός που διαπρέπει», και συνδέεται με παρακμ. [[κέκασμαι]], [[κεκαδμένος]] «διακρίνομαι» και <i>καστιάνειρα</i> και αρχ. ινδ, <i>ś</i><i>ā</i><i>śadun</i> «[[διαπρέπω]]». Η [[κατάληξη]] -<i>τωρ</i> εμφανίζεται [[συχνά]] σε ανθρωπωνύμια ([[πρβλ]]. <i>Αμύν</i>-<i>τωρ</i>). Τη λ. δανείστηκε η λατ. και από τη λατ. τή δανείστηκαν διάφορες ευρωπ. γλώσσες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καστορίδες]], [[καστόριος]], [[καστόρι]](<i>ον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καστόρειος]], [[καστορίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καστόρινος]]].
}}
}}