κυκλοφορώ: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α κυκλοφοροῦμαι, -έομαι και κυκλοφορῶ, -έω)<br />κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] σε [[κυκλοφορία]] ή τίθεμαι σε [[κυκλοφορία]], σε [[χρήση]], σε [[συναλλαγή]], [[διακινώ]] ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε [[γιατί]] κυκλοφόρησε απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα» β. «από [[χτες]] κυκλοφορεί το νέο [[τραπεζογραμμάτιο]] τών 1.000 δρχ.»)<br /><b>2.</b> (για έντυπο) [[εκδίδω]] ή εκδίδομαι (α. «κυκλοφόρησε τη νέα της [[μελέτη]] για τη νεοελληνική [[γλώσσα]]» β. «κυκλοφορεί ήδη ο [[τελευταίος]] [[τόμος]] του λεξικού»)<br /><b>3.</b> [[διαθέτω]] ή διατίθεμαι [[προς]] [[κατανάλωση]] ή [[πώληση]] (α. «η [[εταιρεία]] κυκλοφόρησε δύο νέα προϊόντα της» β. «αυτό το [[φάρμακο]] δεν κυκλοφορεί πια, [[γιατί]] θεωρήθηκε εξαιρετικά επικίνδυνο»)<br /><b>4.</b> κινούμαι στους δρόμους ή έξω γενικά (α. «τις ώρες αιχμής τα λεωφορεία κυκλοφορούν με αρκετή [[δυσκολία]]» β. «πώς τον αφήνεις και κυκλοφορεί σ' αυτά τα χάλια;» γ. «δεν επιτρέπεται να κυκλοφορείς [[χωρίς]] την αστυνομική σου [[ταυτότητα]]» δ. «αν και παντρεμένος κυκλοφορεί [[πότε]] με τη μια και [[πότε]] με την [[άλλη]]»)<br /><b>5.</b> μεταδίδομαι, διαδίδομαι (α. «το τελευταίο δίμηνο κυκλοφορεί γρίππη με πολύ υψηλό πυρετό» β. «κυκλοφορούν [[συνεχώς]] φήμες ότι ο [[υπουργός]] θα παραιτηθεί»)<br />β. <b>φρ.</b> «τί κυκλοφορεί στον κόσμο!» — λέγεται για γεγονότα ή τύπους ανθρώπων που προκαλούν [[μεγάλη]] [[εντύπωση]] ή [[απορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορυ</i>-[[φορώ]], <i>καρπο</i>-[[φορώ]]].
|mltxt=(Α κυκλοφοροῦμαι, -έομαι και κυκλοφορῶ, -έω)<br />κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] σε [[κυκλοφορία]] ή τίθεμαι σε [[κυκλοφορία]], σε [[χρήση]], σε [[συναλλαγή]], [[διακινώ]] ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε [[γιατί]] κυκλοφόρησε απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα» β. «από [[χτες]] κυκλοφορεί το νέο [[τραπεζογραμμάτιο]] τών 1.000 δρχ.»)<br /><b>2.</b> (για έντυπο) [[εκδίδω]] ή εκδίδομαι (α. «κυκλοφόρησε τη νέα της [[μελέτη]] για τη νεοελληνική [[γλώσσα]]» β. «κυκλοφορεί ήδη ο [[τελευταίος]] [[τόμος]] του λεξικού»)<br /><b>3.</b> [[διαθέτω]] ή διατίθεμαι [[προς]] [[κατανάλωση]] ή [[πώληση]] (α. «η [[εταιρεία]] κυκλοφόρησε δύο νέα προϊόντα της» β. «αυτό το [[φάρμακο]] δεν κυκλοφορεί πια, [[γιατί]] θεωρήθηκε εξαιρετικά επικίνδυνο»)<br /><b>4.</b> κινούμαι στους δρόμους ή έξω γενικά (α. «τις ώρες αιχμής τα λεωφορεία κυκλοφορούν με αρκετή [[δυσκολία]]» β. «πώς τον αφήνεις και κυκλοφορεί σ' αυτά τα χάλια;» γ. «δεν επιτρέπεται να κυκλοφορείς [[χωρίς]] την αστυνομική σου [[ταυτότητα]]» δ. «αν και παντρεμένος κυκλοφορεί [[πότε]] με τη μια και [[πότε]] με την [[άλλη]]»)<br /><b>5.</b> μεταδίδομαι, διαδίδομαι (α. «το τελευταίο δίμηνο κυκλοφορεί γρίππη με πολύ υψηλό πυρετό» β. «κυκλοφορούν [[συνεχώς]] φήμες ότι ο [[υπουργός]] θα παραιτηθεί»)<br />β. <b>φρ.</b> «τί κυκλοφορεί στον κόσμο!» — λέγεται για γεγονότα ή τύπους ανθρώπων που προκαλούν [[μεγάλη]] [[εντύπωση]] ή [[απορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>δορυ</i>-[[φορώ]], <i>καρπο</i>-[[φορώ]]].
}}
}}