κυκλοφορώ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
(Α κυκλοφοροῦμαι, -έομαι και κυκλοφορῶ, -έω)
κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι
νεοελλ.
1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα» β. «από χτες κυκλοφορεί το νέο τραπεζογραμμάτιο τών 1.000 δρχ.»)
2. (για έντυπο) εκδίδω ή εκδίδομαι (α. «κυκλοφόρησε τη νέα της μελέτη για τη νεοελληνική γλώσσα» β. «κυκλοφορεί ήδη ο τελευταίος τόμος του λεξικού»)
3. διαθέτω ή διατίθεμαι προς κατανάλωση ή πώληση (α. «η εταιρεία κυκλοφόρησε δύο νέα προϊόντα της» β. «αυτό το φάρμακο δεν κυκλοφορεί πια, γιατί θεωρήθηκε εξαιρετικά επικίνδυνο»)
4. κινούμαι στους δρόμους ή έξω γενικά (α. «τις ώρες αιχμής τα λεωφορεία κυκλοφορούν με αρκετή δυσκολία» β. «πώς τον αφήνεις και κυκλοφορεί σ' αυτά τα χάλια;» γ. «δεν επιτρέπεται να κυκλοφορείς χωρίς την αστυνομική σου ταυτότητα» δ. «αν και παντρεμένος κυκλοφορεί πότε με τη μια και πότε με την άλλη»)
5. μεταδίδομαι, διαδίδομαι (α. «το τελευταίο δίμηνο κυκλοφορεί γρίππη με πολύ υψηλό πυρετό» β. «κυκλοφορούν συνεχώς φήμες ότι ο υπουργός θα παραιτηθεί»)
β. φρ. «τί κυκλοφορεί στον κόσμο!» — λέγεται για γεγονότα ή τύπους ανθρώπων που προκαλούν μεγάλη εντύπωση ή απορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -φορῶ (< -φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. δορυφορώ, καρποφορώ].