ἀσκαρίς: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(-[[ίδος]]), η (Α [[ἀσκαρίς]])<br />[[σκουλήκι]] των εντέρων<br /><b>αρχ.</b><br />το [[έμβρυο]] της εμπίδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. απαντά στους Ιπποκράτη και Αριστοτέλη με τη [[σημασία]] «[[σκουλήκι]] των εντέρων» και στον Αριστοτέλη με τη [[σημασία]] «[[έμβρυο]] της εμπίδος». Στον Ησύχιο [[επίσης]] χρησιμοποιείται ο [[χωρίς]] προθετικό <i>α</i>- τ. [[σκαρίς]]. «[[σκαρίδες]]<br />[[είδος]] ελμίνθων». Συνήθως η λ. ετυμολογείται ως μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. [[ασκαρίζω]] «[[σκαρίζω]], [[σκιρτώ]], χοροπηδάω» λόγω των ανάλογων κινήσεων των σκουληκιών, [[παρά]] τις σημασιολογικές δυσχέρειες που εμφανίζει η [[ετυμολογία]] αυτή. Ο τ. [[ασκαρίς]] μέσω του όψιμου λατ. <i>ascaris</i> έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]], <b>[[πρβλ]].</b> νεολατιν. <i>Ascaris</i>. Εξάλλου το γερμ. <i>Springwurm</i>, με κυριολεκτική [[σημασία]] «[[σκουλήκι]] που αναπηδάει», αποτελεί μεταφραστικό [[δάνειο]] του ελληνικού].
|mltxt=(-[[ίδος]]), η (Α [[ἀσκαρίς]])<br />[[σκουλήκι]] των εντέρων<br /><b>αρχ.</b><br />το [[έμβρυο]] της εμπίδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. απαντά στους Ιπποκράτη και Αριστοτέλη με τη [[σημασία]] «[[σκουλήκι]] των εντέρων» και στον Αριστοτέλη με τη [[σημασία]] «[[έμβρυο]] της εμπίδος». Στον Ησύχιο [[επίσης]] χρησιμοποιείται ο [[χωρίς]] προθετικό <i>α</i>- τ. [[σκαρίς]]. «[[σκαρίδες]]<br />[[είδος]] ελμίνθων». Συνήθως η λ. ετυμολογείται ως μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. [[ασκαρίζω]] «[[σκαρίζω]], [[σκιρτώ]], χοροπηδάω» λόγω των ανάλογων κινήσεων των σκουληκιών, [[παρά]] τις σημασιολογικές δυσχέρειες που εμφανίζει η [[ετυμολογία]] αυτή. Ο τ. [[ασκαρίς]] μέσω του όψιμου λατ. <i>ascaris</i> έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]], [[πρβλ]]. νεολατιν. <i>Ascaris</i>. Εξάλλου το γερμ. <i>Springwurm</i>, με κυριολεκτική [[σημασία]] «[[σκουλήκι]] που αναπηδάει», αποτελεί μεταφραστικό [[δάνειο]] του ελληνικού].
}}
}}
{{elru
{{elru