ἀτρεκής: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτρεκής]], -ές (Α)<br />Ι. 1. [[πραγματικός]], [[αληθινός]]<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]], [[σταθερός]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[δίκαιος]], [[αυστηρός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>το ἀτρεκές</i><br />α) «[[ατρέκεια]]», [[αλήθεια]], [[δικαιοσύνη]]<br />6) (<b>ως επίρρ.</b>) ακριβώς, στην [[πραγματικότητα]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀτρεκέως</i><br />αληθινά, με [[ειλικρίνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εάν αποδοθεί στη λ. [[ατρεκής]] αρχική [[σημασία]] «ο μη στραμμένος, διαστρεβλωμένος», από την οποία εξελίχθηκε σε «[[σωστός]], [[ακριβής]]», [[τότε]] πιθ. προέρχεται από <i>α</i>- στερ. και ουδ. <i>τρέκος</i> «[[στροφή]]», το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>tarku</i>- «[[ρόκα]], [[αδράχτι]]», λατ. <i>torqu</i><i>ē</i><i>o</i> «[[στρέφω]], [[στρεβλώνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[άτρακτος]]). Το επίθ. [[ατρεκής]] χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τις λ. <i>αλάθεια</i>, [[καιρός]], [[αριθμός]], [[δίαιτα]], μαρτυρείται δε στον <b>Ηρόδ.</b> και τον Ιπποκρ. και [[ποτέ]] στον [[αττικό]] πεζό λόγο, όπου αντικαταστάθηκε από τις λ. [[ακριβής]], [[ακρίβεια]]].
|mltxt=[[ἀτρεκής]], -ές (Α)<br />Ι. 1. [[πραγματικός]], [[αληθινός]]<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]], [[σταθερός]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[δίκαιος]], [[αυστηρός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>το ἀτρεκές</i><br />α) «[[ατρέκεια]]», [[αλήθεια]], [[δικαιοσύνη]]<br />6) (<b>ως επίρρ.</b>) ακριβώς, στην [[πραγματικότητα]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀτρεκέως</i><br />αληθινά, με [[ειλικρίνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εάν αποδοθεί στη λ. [[ατρεκής]] αρχική [[σημασία]] «ο μη στραμμένος, διαστρεβλωμένος», από την οποία εξελίχθηκε σε «[[σωστός]], [[ακριβής]]», [[τότε]] πιθ. προέρχεται από <i>α</i>- στερ. και ουδ. <i>τρέκος</i> «[[στροφή]]», το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>tarku</i>- «[[ρόκα]], [[αδράχτι]]», λατ. <i>torqu</i><i>ē</i><i>o</i> «[[στρέφω]], [[στρεβλώνω]]» ([[πρβλ]]. [[άτρακτος]]). Το επίθ. [[ατρεκής]] χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τις λ. <i>αλάθεια</i>, [[καιρός]], [[αριθμός]], [[δίαιτα]], μαρτυρείται δε στον <b>Ηρόδ.</b> και τον Ιπποκρ. και [[ποτέ]] στον [[αττικό]] πεζό λόγο, όπου αντικαταστάθηκε από τις λ. [[ακριβής]], [[ακρίβεια]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm