ἀτρεκής
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
ἀτρεκές,
A strict, precise, exact, ἀλάθεια, καιρός, Pi.N.5.17, P.8.7; ἀριθμός Hdt. 7.187; δίαιτα Hp.Mochl.42; βιότου ἀ. ἐπιτηδεύσεις over-nice, precise, E.Hipp.261; τὸ ἀτρεκές = ἀτρέκεια, φράσαι, εἰπεῖν τὸ ἀτρεκές, Hdt.5.9,7.60; τὸ ἀτρεκέστερον τούτων = more precise details, Id.5.54; τὸ ἀτρεκέστατον Id.7.214; ἐγγὺς τοῦ ἀτρεκεστάτου ἥκειν Hp.VM12; rarely of persons, exact, strict, Ἑλλανοδίκας Pi.O.3.12.
2 sure, certain, ποδὶ ἀτρεκέϊ Id.N.3.41; ἀ. δόξα E.Hipp.1115 (lyr.).
II Hom. has only Adv. ἀτρεκέως (neut. as adverb, ἀτρεκὲς.. βαλών accurately, Il.5.208 (expld. as adjective by Eust. ad loc.); δεκὰς ἀ. precisely, Od.16.245): mostly with the Verbs ἀγορεύειν, καταλέξαι, tell truly, exactly, Il.2.10, Od.1.169, etc.; ἀ. μαντεύσομαι 17.154; ἀ. ἔφρασεν IG3.716; ἀ. ὀλίγοι Thgn. 636; freq. in Hdt., ἀ. εἰπεῖν 1.57,al.; εἰδέναι 1.209, al.; ἐπίστασθαι 3.130; ἐκμαθεῖν 7.10.ή; διακρῖναι 1.172; διασημῆναι 5.86; φαίνειν 2.49; ἀ. ἀριθμεῖσθαι Hp.Prog.20; ἀ. ὅμοιον precisely similar, Diog. Apoll.5.
2 ἀ. ἀποκαυλισθεῖσα broken straight across, opp. παραμηκέως, Hp.Art.14.
3 neut. as adverb (cf. supr. 11.1), τὸ δ' ἀτρεκὲς ὄλβιος οὐδείς Thgn.167; ἐπ' ἀτρεκές IG9(1).880(Corc.).—The word and its derivs. are rare in Trag. and not found in Att. Prose, ἀκριβής and its derivs. being used instead: freq. in Ion. Prose, especially in Hp. and Aret., SD2.12, al., and in later Prose, cf. ἐπιστήμη καὶ γνώμη ἀ. Plb.1.4.9, ἀ. τιακάς Plu.Rom.12; ὁ σενᾶτος ἀτρεκῶς γερουσίαν σημαίνει strictly, ib.13; οὐκ ἔφυγον δ' ἀτρεκῶς not really, Epigr. Gr. 339.5; of persons, truthful, accurate, J.BJ3.8.9. (Cf. ἄτρακτος.)
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): dór. ἀτρεχής Et.Gud.229.25
I 1exacto, preciso οὐδεὶς ἂν εἴποι ἀτρεκέα ἀριθμόν Hdt.7.187, ἀτρεκὲς δὲ οὐδέν· μάλα γὰρ καὶ φύσις φύσεος ... διαφέρει Hp.Fract.7, πῶμα γὰρ ἀτρεκὲς ἡ ἐπιγλωσσίς Hp.Cord.2, τὸν ἥλιον ἐκλιπεῖν ἱστοροῦσι, ποιησάμενον ἀτρεκῆ σύνοδον πρὸς σελήνην Plu.2.320b
•neutr. como adv. ἀτρεκές = precisamente, con exactitud μνηστήρων οὔτ' ἄρ' δεκὰς ἀτρεκὲς ... ἀλλὰ πολὺ πλέονες no solamente una decena de pretendientes sino muchos más, Od.16.245, οὔ τοι ἅπασα κερδίων ... ἀλάθει' ἀτρεκές Pi.N.5.17, τὸ δ' ἀτρεκὲς ὄλβιος οὐδείς = ninguno es completamente feliz Thgn.167, οὐ μὲν πάντα πέλει θέμις ὔμμι δαῆσαι ἀτρεκές A.R.2.312
•puntualmente ἔρχετ' Ἀθαναία ἀτρεκές Call.Lau.Pall.137, ἀτρεκὲς ἔγνων supe con seguridad, AP 5.267 (Agath.), ἀτρεκὲς Ἀσσυρίης ἀπὸ πατρίδος αἷμα κομίζει Nonn.D.4.80
•neutr. subst. τὸ ἀτρεκές compar. mayor exactitud εἰ δέ τις τὸ ἀτρεκέστερον τούτων ἔτι δίζηται Hdt.5.54
•sup. τὸ ἀτρεκέστατον = la máxima exactitud χαλεπὸν τυγχάνειν αἰεὶ τοῦ ἀτρεκεστάτου Hp.VM 12.
2 verdadero λόγος op. πλαστός Hp.Epid.6.8.7, μακρότερος μὲν ὁ λόγος ἂν γένοιτο, ἀτρεκέστερος δὲ οὐδαμῶς οὐδὲ πιστότερος Hp.Flat.15, cf. Aret.SA 2.3.4, 4.5, μαντεῖον Charax 5, cf. Aret.SD 2.10.12, ὕπνος Aret.SD 2.6.4, ῥόος Aret.SD 2.9.14, op. ἐοικυῖα: αἰτίην ἀτρεκέα μὲν ἴσασι μοῦνοι θεοί, ἐοικυῖαν δὲ καὶ ἄνθρωποι Aret.SD 2.12.3, εἰς ἀκοὰς ῥυθμῶν τὠτρεκὲς οὐκ ἔνεμεν AP 9.584 (Anon.), cf. Hsch.
•neutr. subst. τὸ ἀτρεκές = la verdad c. verbos de ‘decir’ οὐκ ἔχω εἰπεῖν τὸ ἀτρεκές Hdt.7.60, cf. 5.9, Aret.CD 1.4.8, c. verb. de conocimiento y percepción τὸ δὲ ἀτρεκὲς ὀλιγάκις ἔστι κατιδεῖν Hp.VM 9, τὸ ἀτρεκές ἔδοξε ἄπιστον Aret.SD 2.12.6.
3 seguro, firme ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί Pi.N.3.41, ἀτρεκὲς ἦτορ Parm.B 1 (ap. crít.), ἐπιστήμην δὲ καὶ γνώμην ἀτρεκῆ σχεῖν ἀδύνατον Plb.1.4.9, οὐκ ἀ. τοῦ θανάτου ἡ φυγή Aret.SD 2.9.14
•neutr. adv. ἀτρεκὲς αἷμα ἔσσευα βαλών acertándoles de manera segura hice saltar la sangre, Il.5.208, ἔγνων ἀτρεκές AP 5.267 (Agath.).
4 preciso, riguroso, estricto de pers. ἀ. Ἑλλανοδίκας Pi.O.3.12, cf. Philostr.Im.2.6, (Οὐεσπασιανός) ἀτρεκῆ τὸν Ἰώσηπον ... κατελάμβανεν I.BI 3.405, ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ἀτρεκῆ φύλακα Plu.2.937e, cf. 1006e
•de abstr. δίαιτα Hp.Mochl.42, δόξα E.Hipp.1115, cf. 261, τὴν ἀτρεκεστάτην ἀκινησίαν παντελῆ τῆς ψυχῆς ἀναχώρησιν ἰσχυρίζονται Aristid.Quint.89.21.
II adv. ἀτρεκέως, ἀτρεκῶς
1 exactamente, con precisión c. verbos de entendimiento y lengua πάντα μάλ' ἀ. ἀγορευέμεν Il.2.10, ἀ. κατάλεξον Od.1.169, οὐκ ἔχω ἀ. εἰπεῖν Hdt.1.57, cf. 2.49, ἀ. οὐ δύναται ... ὅλῃσιν ἡμέρῃσιν ἀριθμεῖσθαι Hp.Prog.20, ἀ. ... ἱστορεῖν Hp.Praec.13, cf. Mul.1.21, Plb.3.38.1, ταῦτα ἀ. οἶδα Hdt.1.209, cf. 3.130, 5.86, 7.10, ἀ. διακρῖναι Hdt.1.172
•gener. οὐ μέντοι ἀ. γε ὅμοιον Diog.Apoll.B 5, ὅταν ἀνάσχῃ μεθ' ἡλίου τὸ ἄστρον ἀ. Plu.2.974f
•κληὶς ... ἢν μὲν ἀ. ἀποκαυλισθῇ si la clavícula se ha partido perpendicularmente op. παραμηκέως ‘oblicuamente’, Hp.Art.14.
2 verdadera, realmente οἳ νῦν ἐν πολλοῖς ἀ. ὀλίγοι Thgn.636, ἀ. ἐθέλοντες ὑγιέες εἶναι Hp.Praec.7, οὐκ ἔφυγον ἀ. Epigr.Gr.339.5, cf. Nonn.D.34.50, Musae.66, Colluth.306, Hsch.
3 rigurosa, estrictamente ἄνθρωπον ... ἀ. διαιτώμενον ῥᾷόν ἐστι γνῶναι Hp.Prorrh.2.3.
• Etimología: Comp. de ἀ- priv. y un tema *trekos posiblemente de una raíz *treku̯- c. pérdida del apéndice labial de la ku̯-, v. ἄτρακτος.
German (Pape)
[Seite 388] ές (schwerlich von τρέω, noch von τρέχω, vgl. traho, detrecto), unverhohlen, bestimmt u. der Wahrheit gemäß, das att. ἀκριβής; Hom. nur im adv., ἀτρεκέως κατάλεξον, u. in ähnl. Vrbdgn, u. ἀτρεκές, Il. 5, 208; δεκὰς ἀτρεκές, gerade zehn, Od. 16, 245; τὸ δ' ἀτρεκές, genau genommen, Theogn. 167; τὸ ἀτρεκές, der genaue Bestand, Her. 3, 98. 5, 9; ἀλήθεια, die reine Wahrheit, Pind. N. 3, 17; καιρός P. 8, 7; ἀ τρεκέϊ ποδί mit sicherem Tritt, N. 3, 41; ἀνατολαί, bestimmte, Tim. Locr. 97 b; δόξα Eur. Hipp. 1115; ἐπιστήμη Pol. 1, 4 u. Arr.; – gerecht, ἑλλανοδίκης Pind. Ol. 3, 12.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
litt. qui ne tourne pas, d'où
1 droit, franc, de bon aloi : αἷμα ἀτρεκές IL sang véritable ; εἶπαι τὸ ἀτρεκές HDT dire l'exacte vérité;
2 exact, précis : ἀριθμὸς ἀτρεκής HDT nombre exact ; adv. δεκὰς • ἀτρεκές OD exactement dix (d'entre eux);
Cp. ἀτρεκέστερος, Sp. ἀτρεκέστατος.
Étymologie: ἀ, *τρέκω pê p. τρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρεκής:
1 истинный, подлинный, настоящий (αἷμα Hom.; ἀλάθεια Pind.; δόξα Eur.; ἐπιστήμη Polyb.);
2 уверенный, твердый (ἀτρεκέϊ ποδί Pind.);
3 точный (ἀριθμός Her.);
4 ревностный, усердный (βιότου ἐπιτηδεύσεις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρεκής: -ές, (ἴδε τρέπω)· πραγματικός, ἀληθής, ἀτρεκὲς αἷμ’ ἔσσευα βαλὼν Ἰλ. Ε. 208. 2) ἀκριβής, ἀλάθεια, καιρὸς Πινδ. Ν. 5. 31, Π. 8. 9· ἀριθμὸς Ἡρόδ. 7. 187· βιότου ἀτρ. ἐπιτηδεύσεις Εὐρ. Ἱππ. 261, ἔνθα ἴδ. Monk: ― τὸ ἀτρεκές = ἀτρέκεια, φράσαι, εἶπαι τὸ ἀτρ. Ἡρόδ. 5. 9., 7. 60· τὸ ἀτρεκέστερον τούτων ὁ αὐτ. 5. 54· τὸ ἀτρεκέστατον αὐτόθι 214, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· ― σπανίως ἐπὶ προσώπ., ἀκριβής, αὐστηρός, Πινδ. Ο. 3. 21, πρβλ. ἀτρέκεια ΙΙ. 3) βέβαιος, ἀσφαλής, ποδὶ ἀτρεκέϊ ὁ αὐτ. Ν. 3. 72· ἀτρ. δόξα Εὐρ. Ἱππ. 1114. ΙΙ. Ἐξαιρουμένου τοῦ μνημονευθέντος χωρίου ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. ἀτρεκέως, τὸ πλεῖστον μετὰ τῶν ῥημάτων ἀγορεύειν, καταλέξαι, Ἰλ. Β. 10, Ὀδ. Α. 169, κτλ.· ὡσαύτως, ἀτρ. μαντεύσομαι Ρ. 154· ἀτρεκέως ἔφρασεν Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 380· ἀτρ. ὀλίγοι Θέογν. 636· συχν. καὶ παρ’ Ἡρόδ., ἀτρ. εἶπαι Α. 57, κ. ἀλλ.· εἰδέναι 1. 209· κ. ἀλλ.· ἐπίστασθαι 3. 130· ἐκμαθεῖν 7. 10, 7· διακρίνειν 1. 172· διασημαίνειν 5. 86· φαίνειν 2. 49· ― Ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790· ἀποκαυλισθεῖσα, θραυσθεῖσα ἀκριβῶς εἰς τὸ μέσον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραμηκέως. 2) ὡσαύτως οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., δεκὰς ἀτρεκές, ἀκριβῶς ἢ μόνον μία δεκὰς ἐξ’ αὐτῶν, Ὀδ. Π. 245· οὕτω, τὸ δ’ ἀτρεκὲς Θέογν. 167· ἐπ’ ἀτρεκὲς Συλλ. Ἐπιγρ. 1907. 12· ἀτρ. ἔφυγεν, πραγματικῶς, αὐτόθι 3685. Ἡ λέξις καὶ τὰ παράγωγα αὐτῆς εἶναι σπάνια παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἀνωτ.), διότι ἀντ’ αὐτῆς μεταχειρίζονται τὸ ἀκριβὴς καὶ τὰ παράγωγα αὐτοῦ. Συνήθης εἶναι ἡ χρῆσις αὐτῆς παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφ., μάλιστα παρ’ Ἱππ. καὶ Ἀρετ. καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς, ὡς π.χ. παρὰ Πολυβ. 1. 4, 9, Πλουτ., κλ.
English (Autenrieth)
ές: only neut., as adv., exactly, true, real.
English (Slater)
ἀτρεκής
a strict, precise, of an Olympic judge ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας Αἰτωλὸς ἀνὴρ (O. 3.12)
b precise, exact καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ (P. 8.7) ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί (N. 3.41) οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v.l. ἀτρεκές codd. Stobaei, Snell) (N. 5.17)
Greek Monolingual
ἀτρεκής, -ές (Α)
Ι. 1. πραγματικός, αληθινός
2. ασφαλής, σταθερός
3. (για πρόσωπα) δίκαιος, αυστηρός
4. (το ουδ.) τὸ ἀτρεκές
α) «ατρέκεια», αλήθεια, δικαιοσύνη
6) (ως επίρρ.) ακριβώς, στην πραγματικότητα
II. επίρρ. ἀτρεκέως
αληθινά, με ειλικρίνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν αποδοθεί στη λ. ατρεκής αρχική σημασία «ο μη στραμμένος, διαστρεβλωμένος», από την οποία εξελίχθηκε σε «σωστός, ακριβής», τότε πιθ. προέρχεται από α- στερ. και ουδ. τρέκος «στροφή», το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. tarku- «ρόκα, αδράχτι», λατ. torquēo «στρέφω, στρεβλώνω» (πρβλ. άτρακτος). Το επίθ. ατρεκής χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τις λ. αλάθεια, καιρός, αριθμός, δίαιτα, μαρτυρείται δε στον Ηρόδ. και τον Ιπποκρ. και ποτέ στον αττικό πεζό λόγο, όπου αντικαταστάθηκε από τις λ. ακριβής, ακρίβεια].
Greek Monotonic
ἀτρεκής: -ές,
I. 1. πραγματικός, αληθινός, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυστηρός, ακριβής, σωστός, ἀριθμός, σε Ηρόδ.· τὸ ἀτρεκές = ἀτρέκεια, στον ίδ.· τὸ ἀτρεκέστερον, μεγαλύτερη ακρίβεια, στον ίδ.· τὸ ἀτρεκέστατον, στον ίδ.
3. βέβαιος, ασφαλής, σε Ευρ.
II. 1. χρησιμ. από Όμηρ. κυρίως ως επίρρ. ἀτρεκέως, με ἀγορεύειν, καταλέξαι, μιλώ αληθινά, μαζί με ακρίβεια, ομοίως επίσης σε Ηρόδ.
2. επίσης ουδ. ως επίρρ., δεκὰςἀτρεκές, μόνο δέκα από αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, τὸ ἀτρεκές, σε Θέογν. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
-ές, -έως
Grammatical information: adv.
Meaning: exact, precise (Il.); s. Luther "Wahrheit" und "Lüge" 43ff.; Leumann Hom. Wörter 304f.
Other forms: Homer has only ἀτρεκές and ἀτρεκέως.
Derivatives: ἀτρέκεια, -είη (-ίη) what exactly happened, truth (Hdt., Pi.);
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Taken as *un-distorted, α privativum and *τρέκος n. turning, and connected with ἄτρακτος (s. v.). The last cannot be correct. Connection with Lat. torqueo is impossible because of the laryngeal.
Middle Liddell
[deriv. uncertain].]
I. real, genuine, Il.
2. strict, precise, exact, ἀριθμός Hdt.:— τὸ ἀτρεκές = ἀτρέκεια, Hdt.; τὸ ἀτρεκέστερον greater exactness, Hdt.; τὸ ἀτρεκέστατον Hdt.
3. sure, certain, Eur.
II. used by Hom. mostly in adv. ἀτρεκέως, with ἀγορεύειν, καταλέξαι, to tell truly, exactly; so also Hdt.
2. also neut. as adv., δεκὰς ἀτρεκές just ten of them, Od.; so, τὸ ἀτρεκές Theogn.
Frisk Etymology German
ἀτρεκής: -ές, -έως
{atrekḗs}
Grammar: Adv.
Meaning: genau, bestimmt, zuverlässig (ep. ion. poet., hell.); über Bedeutung und Gebrauch Luther "Wahrheit" und "Lüge" 43ff., s. auch Becker Das Bild des Weges 105ff. und Leumann Hom. Wörter 304f.
Derivative: Ableitungen: ἀτρέκεια, -είη (-ίη) der genaue Sachverhalt, Wahrheit (ion., Pi. usw.); ἀτρεκότης ib. (Sch.). Denominatives Verb ἀτρεκέω ‘genau usw. sein’ (E. Fr. 315).
Etymology: Wohl als *unverdreht, unumwunden mit Curtius und Benfey (s. Bechtel Lex. s. v.) zu ἄτρακτος (s. d.) und ai. tarku- Spindel aus α privativum und *τρέκος n. Drehung. Ein Problem bietet des Gutturals wegen lat. torqueo; die Zerlegung von qu in q und suffixalem u̯ ist ein Notbehelf. — Andere Erklärungen bei Bq.
Page 1,181