3,276,901
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αινα, -αν (ΑM [[μέλας]], -αινα, -αν, Α αιολ. ονομ. αρσ. μέλαις)<br /><b>1.</b> [[μαύρος]], αυτός που έχει [[τελείως]] σκοτεινό [[χρώμα]], το οποίο δεν ανακλά τις φωτεινές ακτίνες [[αλλά]] τίς απορροφά ολοσχερώς, αυτός που έχει το [[χρώμα]] του άνθρακα ή της αιθάλης<br /><b>2.</b> [[μελανός]], [[σκούρος]], [[σκοτεινός]], [[σκοτεινόχρωμος]] (α. «λευκοὺς καὶ μέλανας βότρυας», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «[[μέλαν]] δὲ ἑ κῡμα κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μέλαινα]] (ενν. [[νόσος]])<br />[[αποβολή]] από τον πρωκτό μαύρου αίματος, που οφείλεται [[συχνά]] σε [[αιμορραγία]] του στομάχου ή του εντέρου, σε [[κίρρωση]] του [[ήπατος]] ή σε [[πάθηση]] της σπλήνας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μέλαν]] [[σώμα]]»<br /><b>φυσ.</b> [[σύστημα]] το οποίο όταν διατηρείται σε σταθερή [[θερμοκρασία]] έχει την [[ικανότητα]] να απορροφά όλη την [[ακτινοβολία]] που προσπίπτει [[πάνω]] του<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> μαύρη [[χρωστική]] [[ουσία]], μαύρη [[βαφή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μέλας]]<br />ο [[διάβολος]], ο [[σατανάς]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) πένθιμο [[ένδυμα]]<br />β) το μοναχικό [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μετατρέπομαι εἰς τὸ [[μέλαν]]» ή «[[μεταβαίνω]] εἰς τὸ [[μέλαν]]»<br />i) [[μαυρίζω]], [[σκοτεινιάζω]]<br />ii) [[γίνομαι]] [[σκυθρωπός]], [[σκυθρωπάζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μελαχρινός]], [[μελαψός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζοφερός]], [[σκοτεινός]], [[σκιερός]] («τοῑσι δὲ τερπομένοισι [[μέλας]] ἐπὶ [[ἕσπερος]] ἦλθεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φοβερός]], [[φρικτός]], [[μαύρος]] («[[μέλανος]] θανάτοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[φωνή]]) [[αμυδρός]] ή [[βραχνός]] («μελαίνῃ φωνῇ ἔχρητο», Φιλόστρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσνόητος]], [[αινιγματικός]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[κακόβουλος]], [[κακοήθης]], [[πονηρός]], [[κακός]] (α. «[[μέλαινα]] [[καρδία]]», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[μέλαν]] [[ἦθος]]», Μάρκ. Αυρ.<br />γ. «μὴ συνδιατρίβειν μέλασιν άνθρώποις διὰ κακοήθειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) η γραφική [[μελάνη]] («αὐτὰ ἐν ὕδατι γράφει μέλανι στείρων διὰ καλάμου», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) η [[ίριδα]], η [[κόρη]] του οφθαλμού<br />γ) το [[αιδοίο]]<br />δ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μέλανα</i><br />μαύρα [[σημεία]] [[γύρω]] από τα αφτιά τών σκύλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[μέλας]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλαν]]-<i>ς</i>), [[μέλαινα]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλαν]]-<i>jα</i>) [[μέλαν]] ([[πρβλ]]. [[τάλας]], [[τάλαινα]], [[τάλαν]]) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mel</i><i>ә</i>)- «[[λερώνω]], [[μιαίνω]], [[ακάθαρτος]]» και συνδέεται με τ. τών βαλτικών γλωσσών που σημαίνουν «[[μαύρος]]» ([[πρβλ]]. λεττον. <i>melns</i> «[[μαύρος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>m</i><i>ē</i><i>lna</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>mel</i><i>ә</i>-<i>no</i>-, αρχ. πρωσ. <i>melne</i> «[[μπλε]] κοιλίδα» κ.ά. Ο αρχ. ινδ. τ. <i>malina</i>- «[[ακάθαρτος]]» αντιστοιχεί σε έναν αμάρτυρο τ. [[μέλανος]], από τον οποίο και προήλθε το [[μέλας]] υπό την [[επίδραση]] του θηλ. [[μέλαινα]]. Επίσης η λ. συνδέεται με τους τ. [[μελίνη]], [[μολύνω]], [[μώλωψ]], [[καθώς]] και με το [[μύλλος]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>mulleus</i> «μοβ»). Το επίθ. [[μέλας]], [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε [[πάρα]] πολλές λ. όλων τών περιόδων της ελλ. με τις μορφές: <i>μελαν</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. της γενικής [[μέλας]], -<i>ανος</i>) [[πριν]] από [[φωνήεν]] και οδοντικό ή φατνιακό [[σύμφωνο]] (<i>τ</i>, <i>δ</i>, <i>θ</i>, <i>σ</i>, <i>ζ</i>), [[πρβλ]]. <i>μελαν</i>-<i>τειχής</i>, <i>μελάν</i>-[[δρυς]], <i>μελάν</i>-<i>θεα</i>, <i>μελάν</i>-<i>ζοφος</i>, <i>μελάν</i>-<i>στερνος μελαν</i>-<i>είμων</i><br /><i>μελαγ</i>- [[πριν]] από ουρανικό [[σύμφωνο]] (<i>κ</i>, <i>γ</i>, <i>χ</i>), [[πρβλ]]. <i>μελαγ</i>-[[γραφής]], <i>μελαγ</i>-<i>κρήδεμνος</i>, <i>μελάγ</i>-<i>χυλος</i><br />και <i>μελαμ</i>- [[πριν]] από χειλικό [[σύμφωνο]] (<i>π</i>, <i>β</i>, <i>φ</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=-αινα, -αν (ΑM [[μέλας]], -αινα, -αν, Α αιολ. ονομ. αρσ. μέλαις)<br /><b>1.</b> [[μαύρος]], αυτός που έχει [[τελείως]] σκοτεινό [[χρώμα]], το οποίο δεν ανακλά τις φωτεινές ακτίνες [[αλλά]] τίς απορροφά ολοσχερώς, αυτός που έχει το [[χρώμα]] του άνθρακα ή της αιθάλης<br /><b>2.</b> [[μελανός]], [[σκούρος]], [[σκοτεινός]], [[σκοτεινόχρωμος]] (α. «λευκοὺς καὶ μέλανας βότρυας», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «[[μέλαν]] δὲ ἑ κῡμα κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μέλαινα]] (ενν. [[νόσος]])<br />[[αποβολή]] από τον πρωκτό μαύρου αίματος, που οφείλεται [[συχνά]] σε [[αιμορραγία]] του στομάχου ή του εντέρου, σε [[κίρρωση]] του [[ήπατος]] ή σε [[πάθηση]] της σπλήνας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μέλαν]] [[σώμα]]»<br /><b>φυσ.</b> [[σύστημα]] το οποίο όταν διατηρείται σε σταθερή [[θερμοκρασία]] έχει την [[ικανότητα]] να απορροφά όλη την [[ακτινοβολία]] που προσπίπτει [[πάνω]] του<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> μαύρη [[χρωστική]] [[ουσία]], μαύρη [[βαφή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μέλας]]<br />ο [[διάβολος]], ο [[σατανάς]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) πένθιμο [[ένδυμα]]<br />β) το μοναχικό [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μετατρέπομαι εἰς τὸ [[μέλαν]]» ή «[[μεταβαίνω]] εἰς τὸ [[μέλαν]]»<br />i) [[μαυρίζω]], [[σκοτεινιάζω]]<br />ii) [[γίνομαι]] [[σκυθρωπός]], [[σκυθρωπάζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μελαχρινός]], [[μελαψός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζοφερός]], [[σκοτεινός]], [[σκιερός]] («τοῑσι δὲ τερπομένοισι [[μέλας]] ἐπὶ [[ἕσπερος]] ἦλθεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φοβερός]], [[φρικτός]], [[μαύρος]] («[[μέλανος]] θανάτοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[φωνή]]) [[αμυδρός]] ή [[βραχνός]] («μελαίνῃ φωνῇ ἔχρητο», Φιλόστρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[δυσνόητος]], [[αινιγματικός]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[κακόβουλος]], [[κακοήθης]], [[πονηρός]], [[κακός]] (α. «[[μέλαινα]] [[καρδία]]», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[μέλαν]] [[ἦθος]]», Μάρκ. Αυρ.<br />γ. «μὴ συνδιατρίβειν μέλασιν άνθρώποις διὰ κακοήθειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) η γραφική [[μελάνη]] («αὐτὰ ἐν ὕδατι γράφει μέλανι στείρων διὰ καλάμου», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) η [[ίριδα]], η [[κόρη]] του οφθαλμού<br />γ) το [[αιδοίο]]<br />δ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μέλανα</i><br />μαύρα [[σημεία]] [[γύρω]] από τα αφτιά τών σκύλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[μέλας]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλαν]]-<i>ς</i>), [[μέλαινα]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλαν]]-<i>jα</i>) [[μέλαν]] ([[πρβλ]]. [[τάλας]], [[τάλαινα]], [[τάλαν]]) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mel</i><i>ә</i>)- «[[λερώνω]], [[μιαίνω]], [[ακάθαρτος]]» και συνδέεται με τ. τών βαλτικών γλωσσών που σημαίνουν «[[μαύρος]]» ([[πρβλ]]. λεττον. <i>melns</i> «[[μαύρος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>m</i><i>ē</i><i>lna</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>mel</i><i>ә</i>-<i>no</i>-, αρχ. πρωσ. <i>melne</i> «[[μπλε]] κοιλίδα» κ.ά. Ο αρχ. ινδ. τ. <i>malina</i>- «[[ακάθαρτος]]» αντιστοιχεί σε έναν αμάρτυρο τ. [[μέλανος]], από τον οποίο και προήλθε το [[μέλας]] υπό την [[επίδραση]] του θηλ. [[μέλαινα]]. Επίσης η λ. συνδέεται με τους τ. [[μελίνη]], [[μολύνω]], [[μώλωψ]], [[καθώς]] και με το [[μύλλος]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>mulleus</i> «μοβ»). Το επίθ. [[μέλας]], [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε [[πάρα]] πολλές λ. όλων τών περιόδων της ελλ. με τις μορφές: <i>μελαν</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. της γενικής [[μέλας]], -<i>ανος</i>) [[πριν]] από [[φωνήεν]] και οδοντικό ή φατνιακό [[σύμφωνο]] (<i>τ</i>, <i>δ</i>, <i>θ</i>, <i>σ</i>, <i>ζ</i>), [[πρβλ]]. <i>μελαν</i>-<i>τειχής</i>, <i>μελάν</i>-[[δρυς]], <i>μελάν</i>-<i>θεα</i>, <i>μελάν</i>-<i>ζοφος</i>, <i>μελάν</i>-<i>στερνος μελαν</i>-<i>είμων</i><br /><i>μελαγ</i>- [[πριν]] από ουρανικό [[σύμφωνο]] (<i>κ</i>, <i>γ</i>, <i>χ</i>), [[πρβλ]]. <i>μελαγ</i>-[[γραφής]], <i>μελαγ</i>-<i>κρήδεμνος</i>, <i>μελάγ</i>-<i>χυλος</i><br />και <i>μελαμ</i>- [[πριν]] από χειλικό [[σύμφωνο]] (<i>π</i>, <i>β</i>, <i>φ</i>), [[πρβλ]]. [[μελάμπτερος]], [[μελάμβροτος]], [[μελάμφωνος]]. Επίσης με τη [[μορφή]] <i>μελανο</i>- [[πριν]] από οποιοδήποτε [[σύμφωνο]] ([[πρβλ]]. <i>μελανο</i>-<i>σώματος</i>, <i>μελανο</i>-[[ποιός]]), ενώ το -<i>ν</i>- του θ. αφομοιώνεται ή απλοποιείται [[πριν]] από [[υγρό]] (<i>λ</i>) ή έρρινο (<i>ν</i>) [[σύμφωνο]] ([[πρβλ]]. <i>μελάρ</i>-<i>ρινος</i>, <i>μελά</i>-<i>νοστος</i>). Σε όλες τις περιπτώσεις το επίθ. [[μέλας]] προσδίδει στο β' συνθετικό την [[ιδιότητα]] του μαύρου, του σκοτεινού, του ζοφερού. Το [[επίθετο]] [[μέλας]] εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε ξεν. επιστημονικούς όρους που έχουν εισαχθεί στα Νέα Ελληνικά ως αντιδάνεια: [[μελαναιμία]] ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>melanemie</i>), [[μελανοδερμία]] ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>melanodermie</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μελαίνω]], [[μελάνι]], [[μελανία]], [[μελανίζω]], [[μελανός]], [[μελανότητα]], [[μελανώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελαιναίος]], [[μελαινάς]], [[μελαινίς]], [[μελάνω]], [[μελανώ]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μελάγχρους]], [[μελανείμων]], [[μελανοειδής]], [[μελανόθριξ]], [[μελανόστικτος]], [[μελάνουρος]], [[μελανόφθαλμος]], [[μελανόφυλλος]], [[μελανοχίτωνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελαγγραφής]], [[μελάγγυιος]], [[μελάγκαρπος]], [[μελάγκερως]], [[μελαγκευθής]], [[μελάγκολπος]], [[μελαγκόμης]], [[μελάγκραιρα]], [[μελαγκράνινος]], [[μελαγκρανίς]], [[μελαγκρήδεμνος]], [[μελάγκροκος]], [[μελάγκωπος]], [[μελαγχαίτης]], [[μελάγχιμος]], [[μελάγχλαινος]], [[μελάγχλωρος]], [[μελάγχολος]], [[μελαμβαθής]], [[μελάμβιος]], [[μελάμβοος]], [[μελαμβόρειος]], [[μελάμβροτος]], [[μελάμβωλος]], [[μελαμπαγής]], [[μελάμπεδος]], [[μελάμπεπλος]], [[μελαμπέταλος]], [[μελαμπεταλοχίτων]], [[μελάμπετρος]], [[μελαμπόρφυρος]], [[μελάμπρωρος]], [[μελάμπυγος]], [[μελαμφαής]], [[μελαμφαρής]], [[μελάμφωνος]], <i>μελαμψηφίς</i>, [[μελαμψίθιος]], [[μελάμψωρος]], [[μελανάγριος]], [[μελανάετος]], [[μελάναιγις]], [[μελάνδειρος]], [[μελάνδετος]], [[μελανδίνης]], [[μελάνδρυος]], [[μελάνδρυς]], [[μελάνζοφος]], [[μελανθέα]], [[μελανθής]], [[μελάνιππος]], <i>μελανογράμματος</i>, [[μελανοδέρματος]], [[μελανόζυξ]], [[μελανοκάρδιος]], [[μελανόμματος]], [[μελανονεφής]], [[μελανοπλόκαμος]], [[μελανοποιός]], [[μελανοπτέρυξ]], [[μελανόπωλος]], [[μελανορράβδωτος]], [[μελανόρριζον]], [[μελανοσπαλάκισσα]], <i>μελανοσσός</i>, [[μελανόστερφος]], [[μελανόστολος]], [[μελάνοστος]], [[μελανοσυρμαίος]], [[μελανοσώματος]], [[μελανόφαιος]], [[μελανοφανής]], [[μελανόφλεψ]], [[μελάνοφρυς]], [[μελάνσπερμον]], [[μελάνστερνος]], [[μελαντειχής]], [[μελαντραγής]], [[μελάνυδρος]], [[μελανώπις]], [[μελάρρινος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μελάγγειος]], [[μελαγκόρυφος]], [[μελαγκρήπις]], [[μελαγχίτων]], [[μελαμβαφής]], [[μελάμπους]], [[μελάμπτερος]], [[μελαναυγής]], [[μελανδόκος]], [[μελανόκωλος]], [[μελανοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μελάγκορος]], [[μελάγχυλος]], [[μελαμπέδιλος]], [[μελαναθήρ]], [[μελανένδυτος]], [[μελάνζωνος]], [[μελανόμαλλος]], [[μελανοπώγων]], [[μελανοχαίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>μελάγχη</i>, [[μελαγχρωστική]], [[μελαναιμία]], [[μελανοδερμία]], [[μελανοδοντία]], [[μελανοκαρκίνωμα]], [[μελανοκύτταρο]], [[μελανόμαυρος]], [[μελανόμορφος]], [[μελανόρροια]], [[μελανοτροπίνη]], <i>μελανούρια</i>. (Β' συνθετικό) [[ερυθρομέλας]], [[λευκομέλας]], [[ολομέλας]], [[υπομέλας]], [[ωχρομέλας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακρομέλας]], [[αμφιμέλας]], [[επιμέλας]], [[μεσομέλας]], [[παμμέλας]], <i>ποικιλομέλας</i>, [[ρυπαρομέλας]], [[υποχλωρομέλας]], [[χλωρομέλας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τεφρομέλας]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |