λαθρόβιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[χωρίς]] να γίνεται [[αντιληπτός]] από τους άλλους, αυτός που ζει απομονωμένος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ασκεί αναγνωρισμένο, φανερό [[επάγγελμα]], που έχει μυστικούς, ύποπτους πόρους ζωής<br /><b>3.</b> (για [[εφημερίδα]] ή περιοδικό) αυτός που έχει μηδαμινή [[κυκλοφορία]], ο [[σχεδόν]] [[άγνωστος]] («λαθρόβιο έντυπο»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> <i>το λαθρόβιο</i><br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. <i>ισό</i>-<i>βιος</i>, <i>κοινό</i>-<i>βιος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Ασώπιο].
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[χωρίς]] να γίνεται [[αντιληπτός]] από τους άλλους, αυτός που ζει απομονωμένος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ασκεί αναγνωρισμένο, φανερό [[επάγγελμα]], που έχει μυστικούς, ύποπτους πόρους ζωής<br /><b>3.</b> (για [[εφημερίδα]] ή περιοδικό) αυτός που έχει μηδαμινή [[κυκλοφορία]], ο [[σχεδόν]] [[άγνωστος]] («λαθρόβιο έντυπο»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> <i>το λαθρόβιο</i><br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[ισόβιος]], [[κοινόβιος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Ασώπιο].
}}
}}