βδελύσσομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - " ," to ","
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βδελύσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι· μέλλ. -ύξομαι Ἱππ. 606. 49., 607. 33· ἀόρ. ἐβδελύχθην Ἀριστοφ. Σφηξ. 792, Πλούτ. Ἀλεξ. 57, κτλ.· μεταγεν. ἐβδελυξάμην Ἑβδ., Ἰώσηπ.· ἀποθ. ([[βδέω]]). Αἰσθάνομαι ἀποστροφὴν πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. ἐνθ’ ἀνωτ.· ἔχω ταραχὴν ἐν τῷ στομάχῳ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 792. 2) μ. αἰτ. [[αἰσθάνομαι]] ἀποστροφὴν [[πρός]] τι, ἀποστρέφομαί τι, ὁ αὐτ. Ἀχ. 586. κτλ. ΙΙ. μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργητ. μετὰ μεταβατ. σημασ. = [[κάμνω]] τινὰ νὰ γείνῃ [[βδελυκτός]], [[κάμνω]] τινὰ ἀποστροφῆς ἄξιον, μέλλ. -ύξω, ἀόρ. ἐβδέλυξα, Ἑβδ. ‒ Μέσ. καὶ παθ., εἶμαι [[βδελυκτός]], ἀποστροφῆς [[ἄξιος]], μέλλ. -ύξομαι καὶ -υχθήσομαι, ἀόρ. ἐβδελυξάμην καὶ -ύχθην, πρκμ. ἐβδέλυγμαι, [[αὐτόθι]]· οἱ ἐβδελυγμένοι, οἱ μεμολυσμένοι (ἐν σχέσει πρὸς τὴν χρήσιν βδελύγματος, [[οἷον]] εἰδώλου), Ἀποκ. καʹ . 8· ‒ [[οὗτος]] ὁ πρκμ. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας. Ἑβδ. (Παροιμ. κηʹ , 9).
|lstext='''βδελύσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι· μέλλ. -ύξομαι Ἱππ. 606. 49., 607. 33· ἀόρ. ἐβδελύχθην Ἀριστοφ. Σφηξ. 792, Πλούτ. Ἀλεξ. 57, κτλ.· μεταγεν. ἐβδελυξάμην Ἑβδ., Ἰώσηπ.· ἀποθ. ([[βδέω]]). Αἰσθάνομαι ἀποστροφὴν πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. ἐνθ’ ἀνωτ.· ἔχω ταραχὴν ἐν τῷ στομάχῳ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 792. 2) μ. αἰτ. [[αἰσθάνομαι]] ἀποστροφὴν [[πρός]] τι, ἀποστρέφομαί τι, ὁ αὐτ. Ἀχ. 586. κτλ. ΙΙ. μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργητ. μετὰ μεταβατ. σημασ. = [[κάμνω]] τινὰ νὰ γείνῃ [[βδελυκτός]], [[κάμνω]] τινὰ ἀποστροφῆς ἄξιον, μέλλ. -ύξω, ἀόρ. ἐβδέλυξα, Ἑβδ. ‒ Μέσ. καὶ παθ., εἶμαι [[βδελυκτός]], ἀποστροφῆς [[ἄξιος]], μέλλ. -ύξομαι καὶ -υχθήσομαι, ἀόρ. ἐβδελυξάμην καὶ -ύχθην, πρκμ. ἐβδέλυγμαι, [[αὐτόθι]]· οἱ ἐβδελυγμένοι, οἱ μεμολυσμένοι (ἐν σχέσει πρὸς τὴν χρήσιν βδελύγματος, [[οἷον]] εἰδώλου), Ἀποκ. καʹ . 8· ‒ [[οὗτος]] ὁ πρκμ. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας. Ἑβδ. (Παροιμ. κηʹ, 9).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott
|astxt=[[βδελύσσω]] (< [[βδέω]], to [[stink]]), [in LXX [[chiefly]] for שׁקץ ,תּעב;] <br />in cl., [[mid]]. [[only]] (Attic, -ττομαι); to [[make]] [[foul]]; [[pass]]., Re 21:8; [[mid]]., to [[turn]] [[away]] in [[disgust]] [[from]], to [[detest]]: Ro 2:22 (Cremer, 137).†
|astxt=[[βδελύσσω]] (< [[βδέω]], to [[stink]]), [in LXX [[chiefly]] for שׁקץ,תּעב;] <br />in cl., [[mid]]. [[only]] (Attic, -ττομαι); to [[make]] [[foul]]; [[pass]]., Re 21:8; [[mid]]., to [[turn]] [[away]] in [[disgust]] [[from]], to [[detest]]: Ro 2:22 (Cremer, 137).†
}}
}}
{{grml
{{grml