3,274,216
edits
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνέχω''': μέλλ. -ξω· ἀόρ. συνέσχον· ― μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασίας, Δημ. 1484. 23· οὕτω μέσ. ἀόρ. συσχόμενος, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β. ― Παθ. ἀόρ. συνεσχέθην Διογ. Λ. 185. Κρατῶ [[ὁμοῦ]], συγκρατῶ, [[συσφίγγω]], ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον (ἐξυπακ. θώρηκα) Ἰλ. Δ. 133, Υ. 415· ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, [[ὅπου]] συγκρατοῦσι [τὴν χεῖρα] [[ὁμοῦ]] οἱ τένοντες τοῦ ἀγκῶνος, Ἰλ. Υ. 478, (ἂν καὶ δύνανται ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις νὰ [[εἶναι]] ἀμετάβ., συναντῶ, [[συνδέομαι]], ἑνοῦμαι)· [[Ὠκεανός]]... πᾶν συνεῖχε [[σάκος]], περιέβαλλε, περιέκλειεν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡσ. 315· Αἴτνα σ. [Τυφῶνα] Πινδ. Π. 1. 35· σ. τοὺς δακτύλους τὼ μηρὼ Ἀριστοφ. Σφ. 95, Νεφ. 966· τὸ δέρμα σ. τὰ ὀστᾶ Πλάτ. Φαίδων 98D· Ἄτλας συν. ἅπαντα [[αὐτόθι]] 99C. ― Παθητ., ἐν φρέατι συνέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 165Β. 2) τηρῶ [[ὁμοῦ]] ἡνωμένους, [[ἐμποδίζω]] ἀπὸ διασκορπισμοῦ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8, Δημ. 108. 30, κτλ.· σ. ἐν τῷ χάρακι, ἐντὸς τοῦ τείχους, κτλ., Λατ. continere, Πολύβ. 10. 39, 1, κτλ.· ― ἀκολούθως. β) ἐπὶ κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς τάξεως, σ. πόλιν, συγκρατῶ τὴν πόλιν [[ὁμοῦ]], διαφυλάττω αὐτὴν ἀπὸ πτώσεως ἢ καταστροφῆς, πόλιν Εὐρ. Ἱκέτ. 312, πρβλ. Ἀνδοκ. 2. 20· τὸ φρονεῖν ξ. δώματα Εὐρ. Βάκχ. 392, πρβλ. 1309· καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ [[κοινωνία]] ξ. Πλάτ. Γοργ. 508Α· [[δίκη]] ξ. πολιτεύματα εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 945D, πρβλ. Πολιτ. 311C· σ. τὴν πολιτείαν Δημ. 700. 15· τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν Ἀριστ. Πολιτ. 3. 6, 4, πρβλ. 2. 9, 21· [[ὡσαύτως]], σ. τὸν ὅλον κόσμον Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 3, 13· οὕτω, ξ. τὴν εἰρεσίαν, τηρῶ ἡνωμένους τοὺς κωπηλάτας, [[κάμνω]] αὐτοὺς νὰ κωπηλατῶσιν ἐν ῥυθμῷ, Θουκ. 7. 14. ― Παθ., τὸ ὄν ξυνέχεται... φιλίᾳ Πλάτ. Σοφ. 242Ε· τὰ πράγματα ὑπ’ εὐνοίας Δημ. 154. 7. γ) τηρῶ [[ὁμοῦ]] ἡνωμένους ἐν φιλίᾳ, τινὰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1265· μετ’ [[ἀλλήλων]] ξυνέχεσθαι Πλάτ. Τίμ. 43Ε. δ) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], [[συνάπτω]] μάχην ἐκ τοῦ [[συστάδην]], [[ἔρχομαι]] εἰς χεῖρας ἐκ τοῦ πλησίον, αἰχμῇσι Ἡρόδ. 1. 214· ― καί, = συμπλέκεσθαι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 1. 23, 5. ε) ἐπασχολῶ, ἑαυτὸν ἐν ἢ ἐπί τινι Πλουτ. Κλεομ. 34, κτλ.· τοὺς ἐρωμένους Ἀθήν. 563Ε. 3) [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]], εἷς [[λόγος]] ξ. πάσας τὰς αἰσθήσεις Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων, 374D· τὸ συνέχον, τὸ περιέχον τὴν κυρίαν ὑπόθεσιν, Πολύβ. 2. 12, 3, κτλ.· τὰ συνέχοντα ὁ αὐτ. 6. 46, 6· μετὰ γεν., τὸ σ. τῆς ἐκκλησίας, ἡ [[κυρία]] [[αἰτία]] διά..., ὁ αὐτ. 28. 4, 2· τῆς σωτηρίας, τὰ κυριώτατα μέσα τῆς..., κτλ., ὁ αὐτ. 10. 47, 11, κτλ. 4) [[ἐξαναγκάζω]] ἢ [[βιάζω]] τινὰ εἴς τι, Ἐπιστ. Βϳ πρὸς Κορινθ. κ. εϳ, 14· συμπυκνῶ, [[συνθλίβω]], [[καταθλίβω]], [[συμπιέζω]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ηϳ, 45., ιθϳ, 43· ― ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον ἐν τῷ παθ., συνέχομαί τινι, ἀναγκάζομαι, στενοχωροῦμαι, πιέζομαι, θλίβομαι, καὶ [[καθόλου]] ἐνοχλοῦμαι ἔκ τινος πράγματος [[εἴτε]] κατὰ τὸ [[πνεῦμα]] [[εἴτε]] κατὰ τὸ [[σῶμα]], πατρὶ συνέχετο... χαλεπῷ Ἡρόδ. 3. 131· ἵνα μὴ ξυνέχῃ τοῖσι Λυκούργου πατριώταις Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 5· σ. πολέμῳ δουληίῃ Ἡρόδ. 5. 23., 6. 12· ὀνείρασι Αἰσχύλ. Πρ. 656· φροντίδι Εὐρ. | |lstext='''συνέχω''': μέλλ. -ξω· ἀόρ. συνέσχον· ― μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασίας, Δημ. 1484. 23· οὕτω μέσ. ἀόρ. συσχόμενος, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β. ― Παθ. ἀόρ. συνεσχέθην Διογ. Λ. 185. Κρατῶ [[ὁμοῦ]], συγκρατῶ, [[συσφίγγω]], ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον (ἐξυπακ. θώρηκα) Ἰλ. Δ. 133, Υ. 415· ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, [[ὅπου]] συγκρατοῦσι [τὴν χεῖρα] [[ὁμοῦ]] οἱ τένοντες τοῦ ἀγκῶνος, Ἰλ. Υ. 478, (ἂν καὶ δύνανται ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις νὰ [[εἶναι]] ἀμετάβ., συναντῶ, [[συνδέομαι]], ἑνοῦμαι)· [[Ὠκεανός]]... πᾶν συνεῖχε [[σάκος]], περιέβαλλε, περιέκλειεν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡσ. 315· Αἴτνα σ. [Τυφῶνα] Πινδ. Π. 1. 35· σ. τοὺς δακτύλους τὼ μηρὼ Ἀριστοφ. Σφ. 95, Νεφ. 966· τὸ δέρμα σ. τὰ ὀστᾶ Πλάτ. Φαίδων 98D· Ἄτλας συν. ἅπαντα [[αὐτόθι]] 99C. ― Παθητ., ἐν φρέατι συνέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 165Β. 2) τηρῶ [[ὁμοῦ]] ἡνωμένους, [[ἐμποδίζω]] ἀπὸ διασκορπισμοῦ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8, Δημ. 108. 30, κτλ.· σ. ἐν τῷ χάρακι, ἐντὸς τοῦ τείχους, κτλ., Λατ. continere, Πολύβ. 10. 39, 1, κτλ.· ― ἀκολούθως. β) ἐπὶ κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς τάξεως, σ. πόλιν, συγκρατῶ τὴν πόλιν [[ὁμοῦ]], διαφυλάττω αὐτὴν ἀπὸ πτώσεως ἢ καταστροφῆς, πόλιν Εὐρ. Ἱκέτ. 312, πρβλ. Ἀνδοκ. 2. 20· τὸ φρονεῖν ξ. δώματα Εὐρ. Βάκχ. 392, πρβλ. 1309· καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ [[κοινωνία]] ξ. Πλάτ. Γοργ. 508Α· [[δίκη]] ξ. πολιτεύματα εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 945D, πρβλ. Πολιτ. 311C· σ. τὴν πολιτείαν Δημ. 700. 15· τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν Ἀριστ. Πολιτ. 3. 6, 4, πρβλ. 2. 9, 21· [[ὡσαύτως]], σ. τὸν ὅλον κόσμον Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 3, 13· οὕτω, ξ. τὴν εἰρεσίαν, τηρῶ ἡνωμένους τοὺς κωπηλάτας, [[κάμνω]] αὐτοὺς νὰ κωπηλατῶσιν ἐν ῥυθμῷ, Θουκ. 7. 14. ― Παθ., τὸ ὄν ξυνέχεται... φιλίᾳ Πλάτ. Σοφ. 242Ε· τὰ πράγματα ὑπ’ εὐνοίας Δημ. 154. 7. γ) τηρῶ [[ὁμοῦ]] ἡνωμένους ἐν φιλίᾳ, τινὰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1265· μετ’ [[ἀλλήλων]] ξυνέχεσθαι Πλάτ. Τίμ. 43Ε. δ) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], [[συνάπτω]] μάχην ἐκ τοῦ [[συστάδην]], [[ἔρχομαι]] εἰς χεῖρας ἐκ τοῦ πλησίον, αἰχμῇσι Ἡρόδ. 1. 214· ― καί, = συμπλέκεσθαι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 1. 23, 5. ε) ἐπασχολῶ, ἑαυτὸν ἐν ἢ ἐπί τινι Πλουτ. Κλεομ. 34, κτλ.· τοὺς ἐρωμένους Ἀθήν. 563Ε. 3) [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]], εἷς [[λόγος]] ξ. πάσας τὰς αἰσθήσεις Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων, 374D· τὸ συνέχον, τὸ περιέχον τὴν κυρίαν ὑπόθεσιν, Πολύβ. 2. 12, 3, κτλ.· τὰ συνέχοντα ὁ αὐτ. 6. 46, 6· μετὰ γεν., τὸ σ. τῆς ἐκκλησίας, ἡ [[κυρία]] [[αἰτία]] διά..., ὁ αὐτ. 28. 4, 2· τῆς σωτηρίας, τὰ κυριώτατα μέσα τῆς..., κτλ., ὁ αὐτ. 10. 47, 11, κτλ. 4) [[ἐξαναγκάζω]] ἢ [[βιάζω]] τινὰ εἴς τι, Ἐπιστ. Βϳ πρὸς Κορινθ. κ. εϳ, 14· συμπυκνῶ, [[συνθλίβω]], [[καταθλίβω]], [[συμπιέζω]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ηϳ, 45., ιθϳ, 43· ― ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον ἐν τῷ παθ., συνέχομαί τινι, ἀναγκάζομαι, στενοχωροῦμαι, πιέζομαι, θλίβομαι, καὶ [[καθόλου]] ἐνοχλοῦμαι ἔκ τινος πράγματος [[εἴτε]] κατὰ τὸ [[πνεῦμα]] [[εἴτε]] κατὰ τὸ [[σῶμα]], πατρὶ συνέχετο... χαλεπῷ Ἡρόδ. 3. 131· ἵνα μὴ ξυνέχῃ τοῖσι Λυκούργου πατριώταις Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 5· σ. πολέμῳ δουληίῃ Ἡρόδ. 5. 23., 6. 12· ὀνείρασι Αἰσχύλ. Πρ. 656· φροντίδι Εὐρ. Ἡρακλ. 634· δίψῃ, πόνῳ Θουκ. 2. 49., 3. 98· κακῷ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1096· μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασι Πλάτ. Γοργ. 512Α, πρβλ. 479Α· πάσῃ ἀπορίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 250D· γέλωτι Διογ. Λ. 7. 185. 5) [[παρεμποδίζω]], [[ἐμποδίζω]], παρακωλύω, Εὐρ. Ρῆσ. 59 (ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἀμφίβ.). 6) συνεχῶς τηρῶ, ἔχω συνεχῶς, δύο σχολὰς Στράβ. 650, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 1. ― Παθητ., εἶμαι [[συνεχής]], Παρμεν. 77. ΙΙ. ἀμεταβ., [[συνέρχομαι]], εἰς ἓν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 6· [[πρός]] τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 145. 2) παύομαι, [[λήγω]], Ἰω. Χρυσ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |