ἔργω: Difference between revisions

4 bytes removed ,  14 January 2022
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔργω''': [[ἄχρηστος]] [[ῥίζα]], ἀνθ’ ἧς [[ἔρδω]], [[ῥέζω]], [[ἐργάζομαι]], [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.: περὶ τοῦ μέλλ. [[ἔρξω]], ἀορ. ἔρξα, πρκμ. [[ἔοργα]] καὶ ὑπερσ. ἐώργειν ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἔρδω]]. (Ἐκ τῆς √ϜΕΡΓ παράγονται [[ὡσαύτως]] ἔργον (γραφόμενον ϝάργον ἐν ἀρχαίᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. ΙΙ), [[ἐργάζομαι]], ὄργανον καὶ [[ἴσως]] ὄργια· πρβλ. Σανσκριτ. vraǵ-âmi, Γοτθ. vaurk-jan (ἐργάζεσθαι), Παλαιο-Ὑψηλ. - Γερμ. werah (Γερμ. werk, Ἀγγλ. work): - τὸ [[ἔργον]] εὕρηται [[ἄνευ]] τοῦ [[δίγαμμα]] ἐν Ἰλ. Α. 395, Ὕμν. εἰς Δημ. 140, 144).<br />Ἰων., καὶ ἐέργω Ἐπικ., Ἀττικ. δὲ [[εἴργω]] (ἢ εἵργω, ἴδε κατωτ.)· ὁ Ὅμ. ἔχει [[ἔργω]] ἢ ἐέργω, κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ στίχου, ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] [[εἴργω]], [[διότι]] ἐν Ἰλ. Ψ. 72 τῆλέ μ’ ἐέργουσιν [[εἶναι]] ἡ πιθ. γραφ. (ὁ Monro διετήρησε τὴν ἀρχαίαν γραφ. τῆλέ μοι εἴργουσι): παρατ. εἶργον (ἐξ-) Ἡρόδ. 5. 22: - μέλλ. [[ἔρξω]] (ξυν-) Σοφ. Αἴ. 393, εἴρξω ἢ εἵρξω, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1406, Εὐρ. Ἠλ. 1255, Θουκ., κτλ.: ἀόρ. ἔρξα Ὀδ. Ξ. 411, Ἡρόδ. 3. 136· εἷρξα Εὐρ. Βάκχ. 443: ἀόρ. β΄ εἴργᾰθον (ἴδε [[ἐργαθεῖν]]): - Μέσ. καὶ Παθ.: ἐνεστ., Ἰλ. Ρ. 571, Ἡρόδ., κλ.: μέλλ. ἔρξομαι Σοφ. Ο. Τ. 890· εἴρξομαι Ξεν. Ἀν. 6. 6, 16, Αἰσχίν. 71. 2: ἀόρ. ἔρχθην Ἰλ. Φ. 282, Ἱππ. 590. 52, 54· εἵρχθην Λυκοῦργ. 164. 4, Δημ. 1367. 10: πρκμ. ἔργμαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 123, Ἐπικ. γ΄ πληθ. [[ἔρχαται]] Ὀδ. Κ. 283 εἷργμαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1085, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 31: ἐπικ. μετοχ. ἐεργμένος Ἰλ. Ε.89: ὑπερσ. Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔρχατο Ρ. 354, [[ἐέρχατο]] Ὀδ. Κ. 241. - Δυσκολία τις ὑπάρχει ἐν τῇ χρήσει τῆς δασείας. Ὁ Εὐστ. (1387. 3) λέγει ὅτι παρ’ Ἀττ. τὸ εἵργω ἐσήμαινεν [[ἐγκλείω]], τὸ δὲ [[εἴργω]] [[κωλύω]]· καὶ ἡ [[διάκρισις]] αὕτη [[μέχρι]] τινὸς ὑποστηρίζεται ὑπὸ τοῦ τύπου καὶ τῆς χρήσεως τῶν συνθέτων [[ἀπείργω]], καθείργω. Ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀντιγράφοις οὐδεμία τοιαύτη [[διάκρισις]] τηρεῖται, καὶ ἀπαντᾷ ὁ [[τύπος]] [[κατείργω]] ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς ἀποδιδομένης εἰς τὸ εἵργω. Ὁ Βεκκῆρος ἐν Θουκ. ἀκολουθεῖ τὸν κανόνα τοῦ Τζέτζου ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 3. σ. 352, 30, «τὸ [[εἴργω]] καὶ ψιλοῦται καὶ δασύνεται, τῶν Ἀττικῶν μὲν αυτὸ δασυνόντων, τῶν δ’ ἄλλων πάντων ψιλούντων»· ἀλλὰ τοῦτο [[πάλιν]] δὲν δύναται νὰ συμβιβασθῇ πρὸς τὴν χρῆσιν τοῦ [[κατείργω]] παρ’ Ἀττ. συγγραφ. ἀντὶ τοῦ καθείργω. (Ἐκ τῆς √ΕΡΓ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ ἑξῆς λέξεις: [[εἵργνυμι]], [[εἱργμός]], [[εἱρκτή]], Λυκοῦργος· πρβλ Σανσκρ. urig΄, urinaǵ-mi (arxceo), Λατ. urg-eo, Γοτθ. vrik-a ([[διώκω]]), Ἀγγλο-Σαξον. wring-an (Ἀγγλ. to wring).) Κωλύω τινά, [[εἴτε]] ἐγκλείων αὐτὸν [[εἴτε]] ἀποκλείων, [[κλείω]] [[ἐντός]], [[ἐγκλείω]], [[συγκλείω]], Λατ. includere, ἐρχθέντ’ ἐν ποταμῷ, «συσχεθέντα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 282· ἐνὶ Κίρκης (δώμασιν) [[ἔρχαται]] ὥς τε σύες, συγκέκλεινται [[ὥσπερ]] χοῖροι, Ὀδ. Κ. 283· μετ’ ἀπαρ., τὰς μὲν ἄρα ἔρξαν… κοιμηθῆναι Ξ. 411· Θρήϊκας... ὅσσους [[Ἑλλήσποντος]]… ἐντὸς ἐέργει, περικλείει [[ἐντός]], Ἰλ. Β. 845, κτλ. ([[οὕτως]] [[ἔνδον]] εἵρξας Ἀριστοφ. Ἀχ. 330)· ἄψ ἐπὶ νῆας ἔεργε φάλαγγας, [[ὀπίσω]] ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] συνήλαυνε καὶ ἔκλειεν αὐτὰς [[ἐκεῖ]], Ἰλ. Π. 395, πρβλ. Μ. 219, Θουκ. 1. 106· καθείργω, [[κλείω]] [[ἐντός]], πύλας… αἵτε θανόντων ψυχὰς εἴργουσιν [[καίπερ]] ἀναινομένας Θέογν. 710, Ἡρόδ. 3. 136, Δημ. 159. 4, κτλ.: - ἐπὶ πραγμάτων, χρύσειαι δὲ θύραι πυκινὸν δόμον ἐντὸς ἔεργον, «[[ἔνδον]] ἑαυτῶν περιέκλειον» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 88· σύμπαντα ἕρξας, ἐγκλείσας…, Πλάτ. Πολιτικ. 285Β: - Παθ., σάκεσσι γὰρ ἔρχατο πάντῃ, «ἀσπίσι γὰρ πεφραγμένοι ἦσαν [[πανταχόθεν]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ρ. 357· γέφυραι ἐεργμέναι, ὡς τὸ ἐζευγμέναι, ἠσφαλισμέναι, ἰσχυρῶς κατεσκευασμέναι, στερεαὶ (ἴδε [[γέφυρα]]), Ε. 89. ΙΙ. [[ἀπείργω]], [[κωλύω]], [[ἀποκλείω]], Λατ. excludere, τῆλέ με εἴργουσι ψυχαὶ εἴδωλα καμόντων Ψ. 72 ἐέργουσι Ὀδ. Λ. 503, Θουκ. 4. 9, κτλ.· ἀμφὶς ἐέργειν Ἰλ. Ν. 706 (ἴδε ἀμφὶς ΙΙΙ)· [[οὕτως]], ἐκτὸς ἐέργειν Ὀδ. Μ. 219· κλῄθροις ἂν εἰργοίμεθα Εὐρ. Ἑλ. 288. 2) μετὰ γεν., ἀποσοβῶ, ἀπομακρύνω, [[κωλύω]], ὡς ὅτε [[μήτηρ]] παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν Ἰλ. Δ. 131, πρβλ. Ρ. 571· ἀλλὰ σὺ τῶν μὲν [[πάμπαν]] ἔεργε θυμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 333· ἔργειν τινὰ σιτίων Ἡρόδ. 3. 48· ἔργειν ἱερῶν, νομίμων, ἀγορᾶς, κτλ., ὡς τὸ Λατ. interdicere igni κτλ., Ἰσοκρ. 73D, Ἀντιφ. 145. 32, Λυσ. 105. 24· καὶ μετὰ προθ. ἔργ. [[βέλος]] ἀπὸ χροὸς Ἰλ. Δ. 130· τινὰ ἀπὸ [[τιμῆς]] Ὀδ. Λ. 503· ἀπὸ χώρας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 63· ἐκ πόλεως Ξεν. Ἀν. 6. 6, 16, κτλ.· σπανίως ὡς τὸ ἀμύνειν, μετὰ δοτ. προσ., εἴργειν... μητρὶ πολέμιον [[δόρυ]], ἀποκρούειν ἀπ’ αὐτῆς, Αἰσχύλ. Θήβ. 416. - Παθ., εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι, ἐκτὸς θανάτου καὶ ἀκρωτηριάσεως (ὡς τὸ πλὴν θανάτου), Αἰσχίν. 26. 16. - Μέσ., ἀπέχομαί τινος, μετὰ γεν., βοῶν Ἡρόδ. 4. 164· τῶν ἀσέπτων Σοφ. Ο. Τ. 890· γέλωτος Πλάτ. κλ.· ἔργετο τοῦ ἄλσους, ἐφείδετο [[αὐτοῦ]], δὲν κατέστρεφεν αὐτό, Ἡρόδ. 7. 197, πρβλ. 4. 164. 3) [[ἐμποδίζω]] τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, ἀπόλ., Θέογν. 686: - Παθ., οὐδὲν εἴργεται, [[τίποτε]] δὲν ἐμποδίζεται, δηλ. πάντα ἐπιτρέπονται, Σοφ. Τρ. 344· εἴργου, παῦσε, «στάσου», ὁ αὐτ. Ο. Κ. 836. β) μετ’ ἀπαρ., ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ τοῦ μή, οὐ νὺξ ἐέργει μὴ οὐ κατανύσαι Ἡρόδ. 8. 98· εἴργε τόνδε μὴ θανεῖν [[νόμος]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 963, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1027· μόνον μετ’ ἀπαρ., κακὸν δὲ ποῖον... εἶργε τοῦτ’ ἐξειδὲναι Σοφ. Ο. Τ. 129· εἴρξω πελάζειν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1408· οὐδὲν εἴργει... τελειοῦσθαι τάδε ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1257· μετὰ τοῦ ἄρθρου, [[εἰργαθεῖν]] τὸ μὴ οὐχ [[ἑλεῖν]] Εὐρ. Φοίν. 1175· [[ὡσαύτως]], εἶργεν [[ὥστε]]... ἢ [[ὥστε]] μὴ..., μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 13, Ἀν. 3. 3, 16.
|lstext='''ἔργω''': [[ἄχρηστος]] [[ῥίζα]], ἀνθ’ ἧς [[ἔρδω]], [[ῥέζω]], [[ἐργάζομαι]], [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.: περὶ τοῦ μέλλ. [[ἔρξω]], ἀορ. ἔρξα, πρκμ. [[ἔοργα]] καὶ ὑπερσ. ἐώργειν ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἔρδω]]. (Ἐκ τῆς √ϜΕΡΓ παράγονται [[ὡσαύτως]] ἔργον (γραφόμενον ϝάργον ἐν ἀρχαίᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. ΙΙ), [[ἐργάζομαι]], ὄργανον καὶ [[ἴσως]] ὄργια· πρβλ. Σανσκριτ. vraǵ-âmi, Γοτθ. vaurk-jan (ἐργάζεσθαι), Παλαιο-Ὑψηλ. - Γερμ. werah (Γερμ. werk, Ἀγγλ. work): - τὸ [[ἔργον]] εὕρηται [[ἄνευ]] τοῦ [[δίγαμμα]] ἐν Ἰλ. Α. 395, Ὕμν. εἰς Δημ. 140, 144).<br />Ἰων., καὶ ἐέργω Ἐπικ., Ἀττικ. δὲ [[εἴργω]] (ἢ εἵργω, ἴδε κατωτ.)· ὁ Ὅμ. ἔχει [[ἔργω]] ἢ ἐέργω, κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ στίχου, ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] [[εἴργω]], [[διότι]] ἐν Ἰλ. Ψ. 72 τῆλέ μ’ ἐέργουσιν [[εἶναι]] ἡ πιθ. γραφ. (ὁ Monro διετήρησε τὴν ἀρχαίαν γραφ. τῆλέ μοι εἴργουσι): παρατ. εἶργον (ἐξ-) Ἡρόδ. 5. 22: - μέλλ. [[ἔρξω]] (ξυν-) Σοφ. Αἴ. 393, εἴρξω ἢ εἵρξω, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1406, Εὐρ. Ἠλ. 1255, Θουκ., κτλ.: ἀόρ. ἔρξα Ὀδ. Ξ. 411, Ἡρόδ. 3. 136· εἷρξα Εὐρ. Βάκχ. 443: ἀόρ. β΄ εἴργᾰθον (ἴδε [[ἐργαθεῖν]]): - Μέσ. καὶ Παθ.: ἐνεστ., Ἰλ. Ρ. 571, Ἡρόδ., κλ.: μέλλ. ἔρξομαι Σοφ. Ο. Τ. 890· εἴρξομαι Ξεν. Ἀν. 6. 6, 16, Αἰσχίν. 71. 2: ἀόρ. ἔρχθην Ἰλ. Φ. 282, Ἱππ. 590. 52, 54· εἵρχθην Λυκοῦργ. 164. 4, Δημ. 1367. 10: πρκμ. ἔργμαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 123, Ἐπικ. γ΄ πληθ. [[ἔρχαται]] Ὀδ. Κ. 283 εἷργμαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1085, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 31: ἐπικ. μετοχ. ἐεργμένος Ἰλ. Ε.89: ὑπερσ. Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔρχατο Ρ. 354, [[ἐέρχατο]] Ὀδ. Κ. 241. - Δυσκολία τις ὑπάρχει ἐν τῇ χρήσει τῆς δασείας. Ὁ Εὐστ. (1387. 3) λέγει ὅτι παρ’ Ἀττ. τὸ εἵργω ἐσήμαινεν [[ἐγκλείω]], τὸ δὲ [[εἴργω]] [[κωλύω]]· καὶ ἡ [[διάκρισις]] αὕτη [[μέχρι]] τινὸς ὑποστηρίζεται ὑπὸ τοῦ τύπου καὶ τῆς χρήσεως τῶν συνθέτων [[ἀπείργω]], καθείργω. Ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀντιγράφοις οὐδεμία τοιαύτη [[διάκρισις]] τηρεῖται, καὶ ἀπαντᾷ ὁ [[τύπος]] [[κατείργω]] ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς ἀποδιδομένης εἰς τὸ εἵργω. Ὁ Βεκκῆρος ἐν Θουκ. ἀκολουθεῖ τὸν κανόνα τοῦ Τζέτζου ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 3. σ. 352, 30, «τὸ [[εἴργω]] καὶ ψιλοῦται καὶ δασύνεται, τῶν Ἀττικῶν μὲν αυτὸ δασυνόντων, τῶν δ’ ἄλλων πάντων ψιλούντων»· ἀλλὰ τοῦτο [[πάλιν]] δὲν δύναται νὰ συμβιβασθῇ πρὸς τὴν χρῆσιν τοῦ [[κατείργω]] παρ’ Ἀττ. συγγραφ. ἀντὶ τοῦ καθείργω. (Ἐκ τῆς √ΕΡΓ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ ἑξῆς λέξεις: [[εἵργνυμι]], [[εἱργμός]], [[εἱρκτή]], Λυκοῦργος· πρβλ Σανσκρ. urig΄, urinaǵ-mi (arxceo), Λατ. urg-eo, Γοτθ. vrik-a ([[διώκω]]), Ἀγγλο-Σαξον. wring-an (Ἀγγλ. to wring).) Κωλύω τινά, [[εἴτε]] ἐγκλείων αὐτὸν [[εἴτε]] ἀποκλείων, [[κλείω]] [[ἐντός]], [[ἐγκλείω]], [[συγκλείω]], Λατ. includere, ἐρχθέντ’ ἐν ποταμῷ, «συσχεθέντα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 282· ἐνὶ Κίρκης (δώμασιν) [[ἔρχαται]] ὥς τε σύες, συγκέκλεινται [[ὥσπερ]] χοῖροι, Ὀδ. Κ. 283· μετ’ ἀπαρ., τὰς μὲν ἄρα ἔρξαν… κοιμηθῆναι Ξ. 411· Θρήϊκας... ὅσσους [[Ἑλλήσποντος]]… ἐντὸς ἐέργει, περικλείει [[ἐντός]], Ἰλ. Β. 845, κτλ. ([[οὕτως]] [[ἔνδον]] εἵρξας Ἀριστοφ. Ἀχ. 330)· ἄψ ἐπὶ νῆας ἔεργε φάλαγγας, [[ὀπίσω]] ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] συνήλαυνε καὶ ἔκλειεν αὐτὰς [[ἐκεῖ]], Ἰλ. Π. 395, πρβλ. Μ. 219, Θουκ. 1. 106· καθείργω, [[κλείω]] [[ἐντός]], πύλας… αἵτε θανόντων ψυχὰς εἴργουσιν [[καίπερ]] ἀναινομένας Θέογν. 710, Ἡρόδ. 3. 136, Δημ. 159. 4, κτλ.: - ἐπὶ πραγμάτων, χρύσειαι δὲ θύραι πυκινὸν δόμον ἐντὸς ἔεργον, «[[ἔνδον]] ἑαυτῶν περιέκλειον» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 88· σύμπαντα ἕρξας, ἐγκλείσας…, Πλάτ. Πολιτικ. 285Β: - Παθ., σάκεσσι γὰρ ἔρχατο πάντῃ, «ἀσπίσι γὰρ πεφραγμένοι ἦσαν [[πανταχόθεν]]» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ρ. 357· γέφυραι ἐεργμέναι, ὡς τὸ ἐζευγμέναι, ἠσφαλισμέναι, ἰσχυρῶς κατεσκευασμέναι, στερεαὶ (ἴδε [[γέφυρα]]), Ε. 89. ΙΙ. [[ἀπείργω]], [[κωλύω]], [[ἀποκλείω]], Λατ. excludere, τῆλέ με εἴργουσι ψυχαὶ εἴδωλα καμόντων Ψ. 72 ἐέργουσι Ὀδ. Λ. 503, Θουκ. 4. 9, κτλ.· ἀμφὶς ἐέργειν Ἰλ. Ν. 706 (ἴδε ἀμφὶς ΙΙΙ)· [[οὕτως]], ἐκτὸς ἐέργειν Ὀδ. Μ. 219· κλῄθροις ἂν εἰργοίμεθα Εὐρ. Ἑλ. 288. 2) μετὰ γεν., ἀποσοβῶ, ἀπομακρύνω, [[κωλύω]], ὡς ὅτε [[μήτηρ]] παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν Ἰλ. Δ. 131, πρβλ. Ρ. 571· ἀλλὰ σὺ τῶν μὲν [[πάμπαν]] ἔεργε θυμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 333· ἔργειν τινὰ σιτίων Ἡρόδ. 3. 48· ἔργειν ἱερῶν, νομίμων, ἀγορᾶς, κτλ., ὡς τὸ Λατ. interdicere igni κτλ., Ἰσοκρ. 73D, Ἀντιφ. 145. 32, Λυσ. 105. 24· καὶ μετὰ προθ. ἔργ. [[βέλος]] ἀπὸ χροὸς Ἰλ. Δ. 130· τινὰ ἀπὸ [[τιμῆς]] Ὀδ. Λ. 503· ἀπὸ χώρας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 63· ἐκ πόλεως Ξεν. Ἀν. 6. 6, 16, κτλ.· σπανίως ὡς τὸ ἀμύνειν, μετὰ δοτ. προσ., εἴργειν... μητρὶ πολέμιον [[δόρυ]], ἀποκρούειν ἀπ’ αὐτῆς, Αἰσχύλ. Θήβ. 416. - Παθ., εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι, ἐκτὸς θανάτου καὶ ἀκρωτηριάσεως (ὡς τὸ πλὴν θανάτου), Αἰσχίν. 26. 16. - Μέσ., ἀπέχομαί τινος, μετὰ γεν., βοῶν Ἡρόδ. 4. 164· τῶν ἀσέπτων Σοφ. Ο. Τ. 890· γέλωτος Πλάτ. κλ.· ἔργετο τοῦ ἄλσους, ἐφείδετο [[αὐτοῦ]], δὲν κατέστρεφεν αὐτό, Ἡρόδ. 7. 197, πρβλ. 4. 164. 3) [[ἐμποδίζω]] τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, ἀπόλ., Θέογν. 686: - Παθ., οὐδὲν εἴργεται, [[τίποτε]] δὲν ἐμποδίζεται, δηλ. πάντα ἐπιτρέπονται, Σοφ. Τρ. 344· εἴργου, παῦσε, «στάσου», ὁ αὐτ. Ο. Κ. 836. β) μετ’ ἀπαρ., ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ τοῦ μή, οὐ νὺξ ἐέργει μὴ οὐ κατανύσαι Ἡρόδ. 8. 98· εἴργε τόνδε μὴ θανεῖν [[νόμος]] Εὐρ. Ἡρακλ. 963, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1027· μόνον μετ’ ἀπαρ., κακὸν δὲ ποῖον... εἶργε τοῦτ’ ἐξειδὲναι Σοφ. Ο. Τ. 129· εἴρξω πελάζειν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1408· οὐδὲν εἴργει... τελειοῦσθαι τάδε ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1257· μετὰ τοῦ ἄρθρου, [[εἰργαθεῖν]] τὸ μὴ οὐχ [[ἑλεῖν]] Εὐρ. Φοίν. 1175· [[ὡσαύτως]], εἶργεν [[ὥστε]]... ἢ [[ὥστε]] μὴ..., μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 13, Ἀν. 3. 3, 16.
}}
}}
{{bailly
{{bailly