3,271,295
edits
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑφαίνω''': [ῠ], Ἰων. παρατατ. ὑφαίνεσκον Ὀδ. Τ. 149· μέλλ. ὑφᾰνῶ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 654· ἀόρ. ὕφηνα Ὀδ. Δ. 739, Ν. 303, Ἀττ. μεταγεν. ὕφᾱνα Ἀνθ. Π. 6. 265· πρκμ. ὕφαγκα (συν-) Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18. ― Μέσ., ἴδε κατωτ.· ἀόρ. ὑφηνάμην Πλάτ., Ξεν.· ― Παθ., ἀόρ. ὑφάνθην Πλάτ. Τίμ. 72C (ἐν-, συν-) Ἡρόδ.· πρκμ. ὕφασμαι Ἀντιφάνης ἐν «Εὐπλοίᾳ» 2, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 18, (ἐν-) Ἡρόδ. 3. 47· (παρ-) Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 4, 48, ἀλλὰ γ΄ ἑνικ. ὕφανται Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 139· [[τύπος]] τις ὑφήφασμαι μνημονεύεται ἐν τοῖς Α. Β. 20, Σουΐδ., ὑφύφασμαι δὲ παρ’ Εὐστ. 1436. 51, Ἐτυμολογικ. Μέγ. 785. 46, πρβλ. [[ἐξυφαίνω]]. (Ἐκ τῆς √ΥΦ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ὑφάω, ὑφή, ὕφος· πρβλ. Σανσκρ. vabh ἐν τῷ ûrna-vabhis (ἡ ὑφαίνουσα [[νῆμα]], δηλ. [[ἀράχνη]])· Ἀρχ. Γερμ. web-an ([[ὑφαίνω]], Ἀγγλ. to weave)· Ἀρχ. Σαξον. webbi· πρβλ. καὶ [[ὕμνος]].) [ῠ, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις.] Ὡς καὶ νῦν, [[ὑφαίνω]], | |lstext='''ὑφαίνω''': [ῠ], Ἰων. παρατατ. ὑφαίνεσκον Ὀδ. Τ. 149· μέλλ. ὑφᾰνῶ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 654· ἀόρ. ὕφηνα Ὀδ. Δ. 739, Ν. 303, Ἀττ. μεταγεν. ὕφᾱνα Ἀνθ. Π. 6. 265· πρκμ. ὕφαγκα (συν-) Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18. ― Μέσ., ἴδε κατωτ.· ἀόρ. ὑφηνάμην Πλάτ., Ξεν.· ― Παθ., ἀόρ. ὑφάνθην Πλάτ. Τίμ. 72C (ἐν-, συν-) Ἡρόδ.· πρκμ. ὕφασμαι Ἀντιφάνης ἐν «Εὐπλοίᾳ» 2, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 18, (ἐν-) Ἡρόδ. 3. 47· (παρ-) Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 4, 48, ἀλλὰ γ΄ ἑνικ. ὕφανται Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 139· [[τύπος]] τις ὑφήφασμαι μνημονεύεται ἐν τοῖς Α. Β. 20, Σουΐδ., ὑφύφασμαι δὲ παρ’ Εὐστ. 1436. 51, Ἐτυμολογικ. Μέγ. 785. 46, πρβλ. [[ἐξυφαίνω]]. (Ἐκ τῆς √ΥΦ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ὑφάω, ὑφή, ὕφος· πρβλ. Σανσκρ. vabh ἐν τῷ ûrna-vabhis (ἡ ὑφαίνουσα [[νῆμα]], δηλ. [[ἀράχνη]])· Ἀρχ. Γερμ. web-an ([[ὑφαίνω]], Ἀγγλ. to weave)· Ἀρχ. Σαξον. webbi· πρβλ. καὶ [[ὕμνος]].) [ῠ, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις.] Ὡς καὶ νῦν, [[ὑφαίνω]], συχν. παρ’ Ὁμ., [[ἔνθα]] ἀείποτε μετὰ τῆς λέξεως [[ἱστός]], ἱστὸν ὑφαίνειν (πρβλ. [[ὑφάω]]), Ἰλ. Ζ. 456, Ὀδ. Β. 104, κλπ.· πλὴν ἐν Ν. 108, φάρε’ ὑφαίνουσιν· [[οὕτως]], ὑφ. [[ὕφασμα]] Εὐρ. Ἴων 1417· χλαῖναν Ἀριστοφ. Λυσ. 586· [[ἱμάτιον]] Πλάτ. Ἱππ. Ἑλάττ. 386C· ἐν εὐπήνοις ὑφαῖς [[ὑφαίνω]] τι Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Ταύρ. 814· [[ταῦτα]] ἐν Ἐκβατάνοισι Ἀριστοφ. Σφ. 1143· ἀράχνια ὑφ., ἐπὶ ἀραχνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 4. πρβλ. 9. 39, 3· ― ἀπολ., ὑφαίνουσι δὲ οἱ μὲν ἄλλοι ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες, Αἰγύπτιοι δὲ [[κάτω]] Ἡρόδ. 2. 35· αἱ ὑφαίνουσαι Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 4, 6· ― ἐν Θεοκρ. 7. 8, ὁ Heinsius διώρθωσεν αἴγειροι πτελέαι τε ἐΰσκιον [[ἄλσος]] ὕφαινον (ἀντὶ ἔφαινον), ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλ. vites umbracula texunt. ― Μέσ., [[ἱμάτιον]] ὑφαίνεσθαι Πλάτ. Φαίδων 87Β, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 11. 6 κἑξ.· ― Παθ., [[λίθος]] ὑφαινομένη, δηλ. ἄσβεστος (ΙΙ. 2), [[ἀμίαντος]], «ἐν δὲ τῇ Καρύστῳ καὶ ἡ [[λίθος]] φύεται ἡ ξαινομένη καὶ ὑφαινομένη, [[ὥστε]] τὰ ὕφη χειρόμακτρα γίνεσθαι, ῥυπωθέντα δὲ εἰς φλόγα βάλλεσθαι καὶ ἀποκαθαίρεσθαι» Στράβ. 446. ΙΙ. μηχανῶμαι, [[ἐφευρίσκω]] πανούργως, ὡς τὰ ῥήματα ῥάπτειν, ὑπορράπτειν, Λατ. [[texere]], ἐπὶ πάσης ἐπινοίας καλῆς ἢ κακῆς μετά τινος δεξιότητος ἐπινοουμένης, συχν. παρ’ Ὁμ., πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε Ἰλ. Ζ. 187· ἔνδοθε μῆτιν ὑφ. Ὀδ. Δ. 678. ἐνὶ φρεσί, μετὰ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας [[αὐτόθι]] 739, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 28· δόλους καὶ μῆτιν ὑφ. Ὀδ. Ι. 422· μύθους καὶ μήδεα πᾶσιν ὑφ. Ἰλ. Γ. 212· ταῦθ’ ὕφηναν ἡμῖν ἐπὶ τυραννίδι, [[ταῦτα]] παρεσκεύασαν [[ἐναντίον]] ἡμῶν διὰ νὰ εἰσαγάγωσι τὴν τυραννίδα, Ἀριστοφ. Λυσ. 630· πάντα... ἐκ φρενὸς ὑφάνασα Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1028. 14. ― Μέσ., Σοφ. Ἀποσπ. 604, πρβλ. Νικοφῶντα ἐν «Πανδώρᾳ» 1. ΙΙΙ. [[καθόλου]], δημιουργῶ, [[παρασκευάζω]], [[κατασκευάζω]], οἰκοδομήματα Πλάτ. Κριτί. 116Β· ὄλβον Πινδ. Π. 4. 250· [[θεμείλια]] Φοῖβος ὑφαίνει, καταβάλλει τὰ θεμέλια, Καλλιμ. ὕμν. Ἀπόλλ. 56· κηρὸν ὑφ. Τρυφιοδ. (γρ. Τριφ-.) 536. ― Παθ., ἅτε κοίλου καὶ ἀναίμου ὑφανθέντος (τοῦ σπληνὸς) Πλάτ. Τίμ. 72C. 2) ὡς τὸ Λατιν. [[texere]], [[συντίθημι]], [[συγγράφω]], Πινδ. Ἀποσπ. 149 (170), Χριστοδ. Ἔκφρ. 70, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |