3,273,321
edits
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM κολπῶ, -όω, Μ και [[κολπώνω]]) [[κόλπος]]<br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] κόλπου, [[κάνω]] [[κάτι]] να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο [[αέρας]] κόλπωσε τα πανιά του καραβιού» β. «[[ἄνεμος]] ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ὁ [[ὑμήν]]... φυσώμενος διὰ τοῦ | |mltxt=(AM κολπῶ, -όω, Μ και [[κολπώνω]]) [[κόλπος]]<br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] κόλπου, [[κάνω]] [[κάτι]] να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο [[αέρας]] κόλπωσε τα πανιά του καραβιού» β. «[[ἄνεμος]] ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ὁ [[ὑμήν]]... φυσώμενος διὰ τοῦ καυλοῦ αἴρεται και κολποῦται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[τραυματίζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κεκολπωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i> (για λόγο)<br />[[πομπώδης]]. | ||
}} | }} |