Anonymous

κολπώνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡται" to "οῦται"
(21)
 
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM κολπῶ, -όω, Μ και [[κολπώνω]]) [[κόλπος]]<br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] κόλπου, [[κάνω]] [[κάτι]] να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο [[αέρας]] κόλπωσε τα πανιά του καραβιού» β. «[[ἄνεμος]] ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ὁ [[ὑμήν]]... φυσώμενος διὰ τοῦ καυλοῡ αἴρεται και κολποῡται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[τραυματίζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κεκολπωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i> (για λόγο)<br />[[πομπώδης]].
|mltxt=(AM κολπῶ, -όω, Μ και [[κολπώνω]]) [[κόλπος]]<br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] κόλπου, [[κάνω]] [[κάτι]] να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο [[αέρας]] κόλπωσε τα πανιά του καραβιού» β. «[[ἄνεμος]] ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «ὁ [[ὑμήν]]... φυσώμενος διὰ τοῦ καυλοῡ αἴρεται και κολποῦται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[τραυματίζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κεκολπωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i> (για λόγο)<br />[[πομπώδης]].
}}
}}