κολπώνω

From LSJ

ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make

Source

Greek Monolingual

(AM κολπῶ, -όω, Μ και κολπώνω) κόλπος
δίνω σε κάτι σχήμα κόλπου, κάνω κάτι να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο αέρας κόλπωσε τα πανιά του καραβιού» β. «ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.
γ. «ὁ ὑμήν... φυσώμενος διὰ τοῦ καυλοῦ αἴρεται και κολποῦται», Αριστοτ.)
μσν.
τραυματίζω, πληγώνω
αρχ.
(μτχ. παθ. παρακμ.) κεκολπωμένος, -η, -ον (για λόγο)
πομπώδης.