3,274,754
edits
m (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[νόσος]], | |sltr=[[νόσος]], νοῦσος</b> (ἡ: νόσοι, -ων, -ους; νούσῳ, -ον, -ων.) <br /> <b>1</b> [[illness]], [[affliction]] ὀξείας δὲ νόσους [[ἀπαλάλκοι]] (sc. [[Ζεύς]]) (O. 8.85) Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων (P. 3.7) πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους (P. 3.46) ἰατῆρα θερμᾶν νόσων (P. 3.66) βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ (P. 5.63) νόσοι δ' [[οὔτε]] [[γῆρας]] [[οὐλόμενον]] κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ (P. 10.41) Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα [[σθένος]] Θρ. 3. 10. met., ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον [[ἰδεῖν]] (sc. Δαμόφιλος, [[who]] suffers the miseries of [[exile]]) (P. 4.293) | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[νόσος]], Α επικ. και ιων. τ. | |mltxt=η (ΑΜ [[νόσος]], Α επικ. και ιων. τ. νοῦσος)<br /><b>1.</b> [[διαταραχή]] τών φυσιολογικών διεργασιών του οργανισμού ή τμημάτων του λόγω εξωτερικών ή εσωτερικών αιτίων, [[νόσημα]], [[αρρώστια]], [[ασθένεια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ιερά [[νόσος]]» — η [[επιληψία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «επαγγελματική [[νόσος]]» — [[ασθένεια]] που προσβάλλει όσους εργάζονται σε ειδικά επαγγέλματα με επικίνδυνες συνθήκες εργασίας<br />β) «[[νόσος]] ενδημική»<br /><b>ιατρ.</b> [[κάθε]] [[αρρώστια]] που εμφανίζεται [[σταθερά]] σε έναν [[τόπο]]<br />γ) «[[νόσος]] επιδημική»<br /><b>ιατρ.</b> [[κάθε]] [[νόσος]] με [[μεγάλη]] [[μεταδοτικότητα]] που προσβάλλει σε μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] μεγάλο [[τμήμα]] του πληθυσμού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πολιτική]] [[αναταραχή]], [[στάση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδημία]], [[λοιμός]]<br /><b>2.</b> [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]<br /><b>3.</b> [[αθλιότητα]], [[δυστυχία]]<br /><b>4.</b> όλεθρος, [[καταστροφή]]<br /><b>5.</b> (για την [[τρίαινα]] του Ποσειδώνος) [[αιτία]] [[μεγάλης]] ταραχής<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[πεντεσύριγγος]] [[νόσος]]» — ο [[κύφων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη του τ. [[νοῦσος]] στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>νόσFος</i>, από όπου με [[αντέκταση]] προήλθε η [[νόθος]] [[δίφθογγος]] -<i>ου</i>-στην Ιωνική, ενώ στην αττική διάλεκτο παρατηρείται σίγηση του -<i>F</i>- [[χωρίς]] [[αντέκταση]] (<b>πρβλ.</b> <i>μόνFος</i> > [[μοῦνος]] ομηρ. ιων. — [[μόνος]] αττ.). Κατ' άλλους, όμως, το ομηρ. [[νοῦσος]] ανάγεται σε αρχ. αμάρτυρο τ. <i>νόσσος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νοσηρός]], [[νοσώ]], [[νοσώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νοσάζω]], [[νοσακερός]], [[νόσανσις]], [[νοσηλός]], [[νοσίζω]], <i>νόσιος</i>, [[νουσαλέος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νοσερός]], [[νοσεύομαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νοσιαίος]], [[νοσιάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[νοσοκόμος]], [[νοσοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νοσογνωμονικός]], [[νοσογνώμων]], [[νοσοεργός]], [[νοσόθυμος]], [[νοσολογώ]], [[νοσοτρόφος]], [[νοσοτυφώ]], [[νοσουργός]], [[νουσαχθής]], [[νουσοβαρής]], [[νουσολύτης]], [[νουσομελής]], [[νουσοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νοσομαχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νοσογεωγραφία]], <i>νοσογονία</i>, [[νοσογόνος]], [[νοσογραφία]], [[νοσογραφικός]], [[νοσογράφος]], [[νοσολογία]], [[νοσολογικός]], [[νοσολόγος]], [[νοσομανής]], [[νοσοφοβία]], [[νοσοφόρος]], [[νοσοχθονολογία]]. (Β' συνθετικό) [[άνοσος]], [[επίνοσος]], [[πολύνοσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ακεσσίνοσος</i>, <i>έννοσος</i>, [[νευρόνοσος]], [[παυσίνοσος]], <i>υπόνοσος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ζωονόσος</i>, [[φυτονόσος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |