3,273,801
edits
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰτήρ''': ὁ, γεν. καὶ δοτικ. πατέρος, πατέρι παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἀττικ. πατρός, πατρὶ ([[ἅπερ]] [[εἶναι]] οἱ συνηθέστατοι τύποι παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ., καὶ Πινδ.)· αἰτ. ἀείποτε πατέρα· κλητ. πάτερ· - πληθ., πατέρες, πατέρας, πατέρων (πατρῶν μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 687., Θ. 245)· δοτ. ἀείποτε πατράσι [ᾰ] (ἥτις [[ὅμως]] δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.), παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. πατέρεσσι, Κόϊντ. Σμ. 10. 40, Ἰακώψιος εἰς Ἀνθ. Π. 4, σ. 969· πρβλ. [[μήτηρ]]· - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πατέρας», Ὅμηρ., κλ.· πατρὸς [[πατήρ]], ὁ [[πάππος]], Ἰλ. Ξ. 118, Ὀδ. Τ. 180, Πίνδ., κλ.· καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός, ἀρκεῖ εἰς ἐμὲ νὰ μὲ ὀνομάζωσιν υἱὸν τούτου τοῦ πατρός, Σοφ. Ἀποσπ. 107· τὰ πρὸς πατρός,= [[πατρόθεν]], Ἡρόδ. 7. 99. ΙΙ. μεταξὺ τῶν θεῶν ὁ [[Ζεὺς]] καλεῖται μετ’ ἐμφάσεως [[πατήρ]], πατὴρ Ζεύς, π. [[Κρονίδης]], π. ἀνδρῶν τε θεῶν τε, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ.: οὕτω, [[Ζεὺς]] π. Αἰσχύλ. Θήβ. 512, κτλ.· Ζεῦ πάτερ καὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 225 πατέρ’ Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα Πινδ. Π. 4. 344· ὁ τῶν ἁπάντων [[Ζεὺς]] πατὴρ [[Ὀλύμπιος]] Σοφ. Φιλ. 275, κτλ. ΙΙΙ. ἡ [[λέξις]] πατὴρ ἐχρησίμευεν εἰς τὸ προσφωνεῖν ἄνδρας πρεσβευτέρους τὴν ἡλικίαν [[χάριν]] σεβασμοῦ ὡς συμβαίνει ἐν πάσαις ταῖς γλώσσαις, ξεῖνε πάτερ Ὀδ. Η. 28, 48, 145, κτλ. IV. μεταφορ., ὡς τὸ [[αἴτιος]], [[ἀρχηγός]], Λατιν. auctor, π. ἀοιδᾶν .. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 314· [[χρόνος]] ὁ πάντων π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 32, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 41Α, Συμπ. 177D, Φαῖδρ. 257Β, κτλ.· ἐπὶ χρηματικοῦ κεφαλαίου, τόκοι ... τοῦ πατρὸς ἔκγονα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 555Ε. V. ἐν τῷ πληθυντ., 1) πατέρες, δηλ. προπάτορες, πρόγονοι, Ἰλ. Ζ. 209, κτλ.· ἐξ ἔτι πατρῶν, ὡς [[κληρονομία]] ἐκ τῶν προγόνων, Ὀδ. Θ. 245· ἐκ πατέρων Πινδ. Π. 8. 65. 2) οἱ γονεῖς τινος, Διον. Ἁλ. 2. 26, Διοδ. Ἐκλογ. 561. 23, Ἀλκίφρων 3. 40, 3, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227· οὕτω Λατ. patres, Burm. Ov. Met. 4. 61, καὶ soceri (ἀντὶ socer et socrus), Gron. Liv. 1. 39, 2. 3) ὡς τὸ Λατιν. parens, ἡ [[μητρόπολις]], ἡ [[πόλις]] ἡ ἀποστέλλουσα ἀποικίαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀποικία]], Wess. καὶ Valck. εἰς Ἡρόδ. 7. 51., 8. 22, Duker Flor. 1. 3, 9· πρβλ. [[πρόγονος]]. - (Πρβλ. Σανσκρ. pit-â, pit-ri, Ζενδ. pit-a· Λατιν. καὶ Οὐμβρ. paler· Γοτθ. fad-ar Ἀρχ. Γερμ. fat-ar, κτλ.· πρβλ. πάτρως. Λατ. pat-ruus, Ἀρχ. Γερμαν. fat-aro, Ἀγγλο-Σαξον. fadh-u (father’s sister)· [[ὡσαύτως]] [[πάτριος]], [[πατρῷος]], Λατ. patrius, paternus, Σανσκρ. pitryas· - ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. pâ (nutrire). | |lstext='''πᾰτήρ''': ὁ, γεν. καὶ δοτικ. πατέρος, πατέρι παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἀττικ. πατρός, πατρὶ ([[ἅπερ]] [[εἶναι]] οἱ συνηθέστατοι τύποι παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ., καὶ Πινδ.)· αἰτ. ἀείποτε πατέρα· κλητ. πάτερ· - πληθ., πατέρες, πατέρας, πατέρων (πατρῶν μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 687., Θ. 245)· δοτ. ἀείποτε πατράσι [ᾰ] (ἥτις [[ὅμως]] δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.), παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. πατέρεσσι, Κόϊντ. Σμ. 10. 40, Ἰακώψιος εἰς Ἀνθ. Π. 4, σ. 969· πρβλ. [[μήτηρ]]· - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πατέρας», Ὅμηρ., κλ.· πατρὸς [[πατήρ]], ὁ [[πάππος]], Ἰλ. Ξ. 118, Ὀδ. Τ. 180, Πίνδ., κλ.· καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός, ἀρκεῖ εἰς ἐμὲ νὰ μὲ ὀνομάζωσιν υἱὸν τούτου τοῦ πατρός, Σοφ. Ἀποσπ. 107· τὰ πρὸς πατρός,= [[πατρόθεν]], Ἡρόδ. 7. 99. ΙΙ. μεταξὺ τῶν θεῶν ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] καλεῖται μετ’ ἐμφάσεως [[πατήρ]], πατὴρ Ζεύς, π. [[Κρονίδης]], π. ἀνδρῶν τε θεῶν τε, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ.: οὕτω, [[Ζεύς|Ζεὺς]] π. Αἰσχύλ. Θήβ. 512, κτλ.· Ζεῦ πάτερ καὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 225 πατέρ’ Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα Πινδ. Π. 4. 344· ὁ τῶν ἁπάντων [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ [[Ὀλύμπιος]] Σοφ. Φιλ. 275, κτλ. ΙΙΙ. ἡ [[λέξις]] πατὴρ ἐχρησίμευεν εἰς τὸ προσφωνεῖν ἄνδρας πρεσβευτέρους τὴν ἡλικίαν [[χάριν]] σεβασμοῦ ὡς συμβαίνει ἐν πάσαις ταῖς γλώσσαις, ξεῖνε πάτερ Ὀδ. Η. 28, 48, 145, κτλ. IV. μεταφορ., ὡς τὸ [[αἴτιος]], [[ἀρχηγός]], Λατιν. auctor, π. ἀοιδᾶν .. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 314· [[χρόνος]] ὁ πάντων π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 32, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 41Α, Συμπ. 177D, Φαῖδρ. 257Β, κτλ.· ἐπὶ χρηματικοῦ κεφαλαίου, τόκοι ... τοῦ πατρὸς ἔκγονα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 555Ε. V. ἐν τῷ πληθυντ., 1) πατέρες, δηλ. προπάτορες, πρόγονοι, Ἰλ. Ζ. 209, κτλ.· ἐξ ἔτι πατρῶν, ὡς [[κληρονομία]] ἐκ τῶν προγόνων, Ὀδ. Θ. 245· ἐκ πατέρων Πινδ. Π. 8. 65. 2) οἱ γονεῖς τινος, Διον. Ἁλ. 2. 26, Διοδ. Ἐκλογ. 561. 23, Ἀλκίφρων 3. 40, 3, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227· οὕτω Λατ. patres, Burm. Ov. Met. 4. 61, καὶ soceri (ἀντὶ socer et socrus), Gron. Liv. 1. 39, 2. 3) ὡς τὸ Λατιν. parens, ἡ [[μητρόπολις]], ἡ [[πόλις]] ἡ ἀποστέλλουσα ἀποικίαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀποικία]], Wess. καὶ Valck. εἰς Ἡρόδ. 7. 51., 8. 22, Duker Flor. 1. 3, 9· πρβλ. [[πρόγονος]]. - (Πρβλ. Σανσκρ. pit-â, pit-ri, Ζενδ. pit-a· Λατιν. καὶ Οὐμβρ. paler· Γοτθ. fad-ar Ἀρχ. Γερμ. fat-ar, κτλ.· πρβλ. πάτρως. Λατ. pat-ruus, Ἀρχ. Γερμαν. fat-aro, Ἀγγλο-Σαξον. fadh-u (father’s sister)· [[ὡσαύτως]] [[πάτριος]], [[πατρῷος]], Λατ. patrius, paternus, Σανσκρ. pitryas· - ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. pâ (nutrire). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>πᾰτήρ</b> ([[πατήρ]], πατέρος, πατρός, πατρί, πατέρ(α), πάτερ; πατέρες, πατέρων.) <br /> <b>1</b> [[father]] υἱὲ Ταντάλου, ὁπότ' ἐκάλεσε πατὴρ (O. 1.37) Πισάτα παρὰ πατρὸς Oinomaos (O. 1.70) πατρὶ βωμῶν ἁγισθέντων [[Zeus]] (O. 3.19) ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν (O. 5.8) Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ [[γεγάκειν]] πατρός (O. 6.50) εὖτ' ἂν [[Ἡρακλέης]] πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ [[Zeus]] (O. 6.68) ἄνδρα πατέρα τε Δαμάγητον (O. 7.17) πατρὶ δὲ πατρὸς ἐνέπνευσεν [[μένος]] (O. 8.70) ἀλλ' ὥτε [[παῖς]] ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (O. 10.86) πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ (O. 13.35) Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ (O. 13.41) καὶ τὰν πατρὸς [[ἀντία]] Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ (O. 13.53) τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον [[ἔμμεν]] (O. 13.61) “Δαμαίῳ πατρὶ δεῖξον” [[Poseidon]], reputed [[father]] of [[Bellerophon]] (O. 13.69) ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν Kleodamos (O. 14.21) [[χάρμα]] δ' [[οὐκ]] ἀλλότριον [[νικαφορία]] πατέρος (P. 1.59) ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν [[κάτω]], τὰ δ' [[ὕπερθε]] πατρός Kentauros (P. 2.48) κρύβδαν πατρός (P. 3.13) ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος (P. 3.67) “πατρὸς [[ἐμοῦ]]” Aison (P. 4.106) ὀφθαλμοὶ πατρός Aison (P. 4.120) πατὴρ [[Βορέας]] (P. 4.182) πατέρ' Οὐρανιδᾶν Ζῆνα (P. 4.194) πατρὶ [[τεῷ]], Θρασύβουλε Xenokrates (P. 6.15) ([[Ἀντίλοχος]]) ὃς ὑπερέφθιτο πατρός [[Nestor]] (P. 6.30) [[πρίατο]] μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός (P. 6.39) “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ [[λῆμα]]” (P. 8.45) πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων κλεινότερον γάμον Antaios (P. 9.111) τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (P. 10.12) Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας [[χειρῶν]] [[ὕπο]] κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε [[Agamemnon]] (P. 11.17) ἢ πατρὶ Πυθονίκῳ τό γέ [[νυν]] ἢ Θρασυδᾴῳ (P. 11.43) εἰ δ' [[ἔτι]] ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.14) πατρὶ Σωγένης ἀταλὸν ἀμφέπων θυμὸν (N. 7.91) Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον [[ἄγαλμα]] (N. 8.16) πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε Talaos (N. 10.12) ἄνδρα δ' ἐγὼ [[μακαρίζω]] μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν (N. 11.11) τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν (I. 1.34) Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός (I. 6.27) πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ [[πρόθυρον]] (I. 8.2) πατρὸς [[οὕνεκα]] δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται Asopos (I. 8.17) πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα [[γόνον]] [[τεκεῖν]] ποντίαν θεόν (Ahlwardt: γόν. ἄν. πατρὸς codd.: φέρτερόν γε [[γόνον]] Bury) (I. 8.32) ]ν ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ]υσε πατέρα Γοργόν[ων Phorkos Δ. 1. . μ]έμηλεν πατρὸς νόῳ Δ. 4. 35. pl. pro s., [[γόνον]] ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν i. e. Dionysos, [[son]] of [[Zeus]] and [[Semele]] fr. 75. 11.<br /> <b>2</b> [[ancestor]] εὐωνύμων τε πατέρων [[ἄωτον]] (O. 2.7) [[σάφα]] δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον (O. 7.91) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι” (P. 4.117) φῶτες Αἰγείδαι, ἐμοὶ πατέρες (P. 5.76) πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου [[γένος]] Ἡρακλέος βασιλεύει (P. 10.2) ]Φόρκοιο, σύγγονον πατέρων Δ. 1. 17, cf. (O. 13.61), 69.<br /> <b>3</b> met.<br /> <b>a</b> [[guardian]] [[βασιλεύς]], οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς [[πατήρ]] Hieron (P. 3.71) ζαθέων ἱερῶν πάτερ, κτίστορ Αἴτνας fr. 105. 3.<br /> <b>b</b> φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν [[πατήρ]], [[Ὀρφεύς]] (P. 4.176) <br /> <b>4</b> [[epithet]] of [[various]] deities.<br /> <b>a</b> [[Zeus]]. πατὴρ [[ὕπερ]] κρέμασε καρτερὸν [[αὐτῷ]] λίθον (O. 1.57) [[Ζεὺς]] [[πατήρ]] (O. 2.27) σὺν βαρυγδούπῳ πατρὶ (O. 6.81) πατέρος [[Ἀθαναία]] κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ (O. 7.36) πατρί τε θυμὸν ἰάναιεν κόρᾳ τ (O. 7.43) ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ (O. 7.87) πατρὶ μεγίστῳ (O. 10.45) Ζεῦ πάτερ (O. 13.26) αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (O. 14.12) [[Ζεὺς]] πατὴρ (P. 3.98) “[[Κρονίων]] [[Ζεὺς]] πατὴρ” (P. 4.23) πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (N. 5.10) ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις (N. 5.33) Ζεῦ πάτερ (N. 8.35), (N. 9.31), (N. 9.53), (N. 10.29) παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ (N. 10.55) “πάτερ [[Κρονίων]]” Polydeukes speaks (N. 10.76) “ὦ Ζεῦ πάτερ” Herakles speaks (I. 6.42) βαρυσφαράγῳ πατρὶ (I. 8.22) Μοῖσαι, κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ (Pae. 6.56) πατὴρ δὲ [[Κρονίων]] (Pae. 15.5) Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστότεχνα πάτερ fr. 57. 2. ]πάτερ fr. 59. 2. [[Ζεὺς]] πατὴρ fr. 93. ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν πατρί τε Κρονίῳ (sc. [[Ἡρακλέης]]) fr. 140a. 64 (38). δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς (sc. ἡμένα [[Ἀθάνα]]) fr. 146. 2.<br /> <b>b</b> [[Apollo]]. ἀκερσεκόμα πάτερ (Pae. 9.45) <br /> <b>c</b> Helios. ὀξειᾶν ὁ [[γενέθλιος]] ἀκτίνων [[πατήρ]] (O. 7.70) <br /> <b>d</b> Time. Χρόνος ὁ πάντων [[πατήρ]] (O. 2.17) <br /> <b>e</b> Kronos. πατὴρ [[μέγας]] [[πόσις]] ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας [[θρόνον]] (O. 2.76) <br /> <b>5</b> fragg. ]πατὴρ δεπ[ (Pae. 10.9) ]ἐν δασκίοισιν [[πατήρ]] fr. 177e. ]πατρὸς [[ἑοῖο]][ ?fr. 335. ]πατρὸς εχ[ P. Oxy. 1792, fr. 34. | |sltr=<b>πᾰτήρ</b> ([[πατήρ]], πατέρος, πατρός, πατρί, πατέρ(α), πάτερ; πατέρες, πατέρων.) <br /> <b>1</b> [[father]] υἱὲ Ταντάλου, ὁπότ' ἐκάλεσε πατὴρ (O. 1.37) Πισάτα παρὰ πατρὸς Oinomaos (O. 1.70) πατρὶ βωμῶν ἁγισθέντων [[Zeus]] (O. 3.19) ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν (O. 5.8) Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ [[γεγάκειν]] πατρός (O. 6.50) εὖτ' ἂν [[Ἡρακλέης]] πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ [[Zeus]] (O. 6.68) ἄνδρα πατέρα τε Δαμάγητον (O. 7.17) πατρὶ δὲ πατρὸς ἐνέπνευσεν [[μένος]] (O. 8.70) ἀλλ' ὥτε [[παῖς]] ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (O. 10.86) πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ (O. 13.35) Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ (O. 13.41) καὶ τὰν πατρὸς [[ἀντία]] Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ (O. 13.53) τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον [[ἔμμεν]] (O. 13.61) “Δαμαίῳ πατρὶ δεῖξον” [[Poseidon]], reputed [[father]] of [[Bellerophon]] (O. 13.69) ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν Kleodamos (O. 14.21) [[χάρμα]] δ' [[οὐκ]] ἀλλότριον [[νικαφορία]] πατέρος (P. 1.59) ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν [[κάτω]], τὰ δ' [[ὕπερθε]] πατρός Kentauros (P. 2.48) κρύβδαν πατρός (P. 3.13) ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος (P. 3.67) “πατρὸς [[ἐμοῦ]]” Aison (P. 4.106) ὀφθαλμοὶ πατρός Aison (P. 4.120) πατὴρ [[Βορέας]] (P. 4.182) πατέρ' Οὐρανιδᾶν Ζῆνα (P. 4.194) πατρὶ [[τεῷ]], Θρασύβουλε Xenokrates (P. 6.15) ([[Ἀντίλοχος]]) ὃς ὑπερέφθιτο πατρός [[Nestor]] (P. 6.30) [[πρίατο]] μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός (P. 6.39) “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ [[λῆμα]]” (P. 8.45) πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων κλεινότερον γάμον Antaios (P. 9.111) τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (P. 10.12) Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας [[χειρῶν]] [[ὕπο]] κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε [[Agamemnon]] (P. 11.17) ἢ πατρὶ Πυθονίκῳ τό γέ [[νυν]] ἢ Θρασυδᾴῳ (P. 11.43) εἰ δ' [[ἔτι]] ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.14) πατρὶ Σωγένης ἀταλὸν ἀμφέπων θυμὸν (N. 7.91) Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον [[ἄγαλμα]] (N. 8.16) πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε Talaos (N. 10.12) ἄνδρα δ' ἐγὼ [[μακαρίζω]] μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν (N. 11.11) τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν (I. 1.34) Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός (I. 6.27) πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ [[πρόθυρον]] (I. 8.2) πατρὸς [[οὕνεκα]] δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται Asopos (I. 8.17) πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα [[γόνον]] [[τεκεῖν]] ποντίαν θεόν (Ahlwardt: γόν. ἄν. πατρὸς codd.: φέρτερόν γε [[γόνον]] Bury) (I. 8.32) ]ν ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ]υσε πατέρα Γοργόν[ων Phorkos Δ. 1. . μ]έμηλεν πατρὸς νόῳ Δ. 4. 35. pl. pro s., [[γόνον]] ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν i. e. Dionysos, [[son]] of [[Zeus]] and [[Semele]] fr. 75. 11.<br /> <b>2</b> [[ancestor]] εὐωνύμων τε πατέρων [[ἄωτον]] (O. 2.7) [[σάφα]] δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον (O. 7.91) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι” (P. 4.117) φῶτες Αἰγείδαι, ἐμοὶ πατέρες (P. 5.76) πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου [[γένος]] Ἡρακλέος βασιλεύει (P. 10.2) ]Φόρκοιο, σύγγονον πατέρων Δ. 1. 17, cf. (O. 13.61), 69.<br /> <b>3</b> met.<br /> <b>a</b> [[guardian]] [[βασιλεύς]], οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς [[πατήρ]] Hieron (P. 3.71) ζαθέων ἱερῶν πάτερ, κτίστορ Αἴτνας fr. 105. 3.<br /> <b>b</b> φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν [[πατήρ]], [[Ὀρφεύς]] (P. 4.176) <br /> <b>4</b> [[epithet]] of [[various]] deities.<br /> <b>a</b> [[Zeus]]. πατὴρ [[ὕπερ]] κρέμασε καρτερὸν [[αὐτῷ]] λίθον (O. 1.57) [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[πατήρ]] (O. 2.27) σὺν βαρυγδούπῳ πατρὶ (O. 6.81) πατέρος [[Ἀθαναία]] κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ (O. 7.36) πατρί τε θυμὸν ἰάναιεν κόρᾳ τ (O. 7.43) ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ (O. 7.87) πατρὶ μεγίστῳ (O. 10.45) Ζεῦ πάτερ (O. 13.26) αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (O. 14.12) [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ (P. 3.98) “[[Κρονίων]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ” (P. 4.23) πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (N. 5.10) ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις (N. 5.33) Ζεῦ πάτερ (N. 8.35), (N. 9.31), (N. 9.53), (N. 10.29) παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ (N. 10.55) “πάτερ [[Κρονίων]]” Polydeukes speaks (N. 10.76) “ὦ Ζεῦ πάτερ” Herakles speaks (I. 6.42) βαρυσφαράγῳ πατρὶ (I. 8.22) Μοῖσαι, κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ (Pae. 6.56) πατὴρ δὲ [[Κρονίων]] (Pae. 15.5) Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστότεχνα πάτερ fr. 57. 2. ]πάτερ fr. 59. 2. [[Ζεύς|Ζεὺς]] πατὴρ fr. 93. ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν πατρί τε Κρονίῳ (sc. [[Ἡρακλέης]]) fr. 140a. 64 (38). δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρὸς (sc. ἡμένα [[Ἀθάνα]]) fr. 146. 2.<br /> <b>b</b> [[Apollo]]. ἀκερσεκόμα πάτερ (Pae. 9.45) <br /> <b>c</b> Helios. ὀξειᾶν ὁ [[γενέθλιος]] ἀκτίνων [[πατήρ]] (O. 7.70) <br /> <b>d</b> Time. Χρόνος ὁ πάντων [[πατήρ]] (O. 2.17) <br /> <b>e</b> Kronos. πατὴρ [[μέγας]] [[πόσις]] ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας [[θρόνον]] (O. 2.76) <br /> <b>5</b> fragg. ]πατὴρ δεπ[ (Pae. 10.9) ]ἐν δασκίοισιν [[πατήρ]] fr. 177e. ]πατρὸς [[ἑοῖο]][ ?fr. 335. ]πατρὸς εχ[ P. Oxy. 1792, fr. 34. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πατέρας]], ΝΜ<br /><b>1.</b> ο γεννήτορας, ο [[γονιός]], ο [[γονέας]] (α. «του [[πατέρα]] σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις [[παρά]] τον τάφο», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ἐπῆγεν ὁ [[πατέρας]] της εἰς κάποιον [[ταξίδι]]», Διγ. Ακρ.<br />γ. «τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Πάτερ ημών» — η [[Κυριακή]] [[προσευχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφώνηση]] ιερέων («[[πάτερ]] Νικόλαε, [[προσκυνώ]]»)<br /><b>2.</b> ειδικά για μοναχούς χρησιμοποιείται ως [[παράθεση]] [[πριν]] από το όνομά τους σε ονομ. ή κλητ. (α. «ο [[πατήρ]] Ιάκωβος» β. «[[είναι]] του [[πάτερ]] Ανανία»)<br /><b>3.</b> [[προσφώνηση]] πάτρωνα, αφεντικού («[[πατέρα]], πώς να μην τραγουδήσω;», Κρυστάλλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έγινε [[πατέρας]]» — απέκτησε το πρώτο του [[παιδί]]<br />β) «[[είναι]] [[παιδί]] του [[πατέρα]] του» — έχει τα [[ίδια]] προτερήματα ή ελαττώματα με τον [[πατέρα]] του<br />γ) «άκουγε τον [[πατέρα]] σου κι ορμήνευε τον γιο σου» — ο [[γιος]] [[πρέπει]] να υπακούει τον [[πατέρα]] του και ο [[πατέρας]] να συμβουλεύει τον γιο του<br />δ) «[[προς]] πατρός» — από την [[πλευρά]] του [[πατέρα]] («ο [[προς]] πατρός [[θείος]]»)<br />ε) «από [[πατέρα]]» — συγγενείς από [[πατέρα]]<br />στ) «Πατέρες της Εκκλησίας» — οι εκκλησιαστικοί άνδρες τών πρώτων μ.Χ. αιώνων που διακρίθηκαν με τον λόγο και τα συγγράμματα, με την επιστημονική και εκκλησιαστική [[δραστηριότητα]] και με την αγιότητά τους<br />ζ) «[[φιλοσοφία]] τών Πατέρων» — [[κλάδος]] της φιλοσοφίας που ασχολείται με τις κοσμοθεωρίες που αναπτύχθηκαν από τους Πατέρες της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας<br />η) «Άγιοι Πατέρες» — οι συνοδικοί, οι επίσκοποι που αποτελούν την Ιερά Σύνοδο<br />θ) «ευλογείτε, Πατέρες Άγιοι» — [[φράση]] που λέγεται από τον αναγνώστη στα μοναστήρια [[πριν]] από την [[ανάγνωση]] του συναξαρίου<br />ι) «πατέρες του έθνους» ή, ειρωνικά, «εθνοπατέρες» — οι αιρετοί εκπρόσωποι του έθνους, οι βουλευτές<br />ια) «[[πατέρας]] του έθνους» ή «[[πατέρας]] της φυλής» — εμπνευσμένος, [[λαοπρόβλητος]] [[ηγέτης]] με μεγάλες υπηρεσίες στο [[έθνος]]<br />ιβ) «[[Κυριακή]] τών Αγίων Πατέρων» — η [[έκτη]] [[Κυριακή]] [[μετά]] το [[Πάσχα]] και η [[τρίτη]] [[Κυριακή]] του Οκτωβρίου, [[κατά]] τις οποίες η Εκκλησία τιμά τη [[μνήμη]] τών μεγάλων Πατέρων που συγκρότησαν τις οικουμενικές [[συνόδους]]<br />ιγ) «[[πάτερ]] φαμίλιας» — [[τίτλος]] που αποδίδεται στον αρχηγό της οικογένειας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο Θεός, [[κατά]] τη χριστιανική [[αντίληψη]] («Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς «ουρανοῖς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> ο Θεός, όπως αποκαλείται από τον Χριστό («Πάτερ, εἰς χεῑράς σου [[παραδίδω]] τὸ πνεῦμα μου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ο Θεός, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα («[[πιστεύω]] εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα...»)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πατέρες</i><br />[[προσηγορία]] τών αγίων, [[καθώς]] και τών κληρικών<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> οι πρόγονοι, οι προπάτορες («ἐκ πατέρων» — από την [[εποχή]] τών προγόνων, ΚΔ)<br /><b>2.</b> ο [[δημιουργός]], ο [[εφευρέτης]] ενός πράγματος, ο [[εισηγητής]], ο [[πρωτεργάτης]] (α. «ο [[πατέρας]] της Ιστορίας» — ο Ηρόδοτος<br />β. «ὁ πατὴρ τῶν φώτων» — ο Θεός<br />γ. «[[χρόνος]] ὁ πάντων [[πατήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ πατέρες</i><br />οι δύο γονείς<br /><b>2.</b> ο γεννήτορας θεών και ανθρώπων, ο [[υπέρτατος]] [[αρχηγός]] και [[προστάτης]], ο [[Ζεύς]] («ὁ τῶν ἁπάντων [[Ζεὺς]] [[πατήρ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την Παλ. Διαθήκη) ο γεννήτορας και [[προστάτης]] του γένους του Ισραήλ («[[οὗτος]] [[πατήρ]]... ἐποίησέ σε καὶ ἔπλασέ σε», ΠΔ)<br /><b>4.</b> ([[κατά]] την εβραϊκή [[παράδοση]]) ο Αβραάμ, ο προπάτορας και [[γενάρχης]] του εβραϊκού λαού («Ἀβραὰμ τὸν [[πατέρα]] ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>5.</b> [[προσφώνηση]] σε πρεσβύτη ή αξιοσέβαστο [[πρόσωπο]] ή [[ξένο]] («ξεῖνε [[πάτερ]], δείξω τοι δρόμον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> οι εποικιστές μιας πόλεως, οι οποίοι αποτελούσαν τη μητρόπολή της, οι πρόγονοι μιας αποικίας («οὐ ποιέετε δίκαια ἐπὶ τοὺς [[πατέρας]] στρατευόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[τίτλος]] ενός βαθμού της ιεραρχίας στα μυστήρια του Μίθρα<br /><b>8.</b> το χρηματικό [[κεφάλαιο]], [[επειδή]] γεννάει τον τόκο («τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «πατρὸς [[πατήρ]]» — ο [[παππούς]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β) «τὰ πρὸς πατρός» — από την πατρική [[πλευρά]], [[πατρόθεν]]<br />γ) «συγγεγραμμένοι πατέρες» — οι πληβείοι της Ρώμης που στις αρχές τών δημοκρατικών χρόνων έγιναν δεκτοί στη ρωμαϊκή σύγκλητο, [[αλλιώς]] εκλεγέντες πατέρες ή, [[κατά]] [[άλλη]] [[εκδοχή]], γενικά οι συγκλητικοί<br />δ) «[[πατήρ]] πατρίδος» — [[τιμητικός]] [[τίτλος]] που απένεμαν οι Ρωμαίοι σε διακρινόμενους αρχηγούς του κράτους<br />ε) «[[πατήρ]] βουλής» — [[τιμητικός]] [[τίτλος]] τών Ρωμαίων, [[αρχηγός]], [[καθοδηγητής]] της βουλής, της συγκλήτου<br />στ) «[[πατήρ]] συναγωγής» — [[τιμητικός]] [[τίτλος]] στους Εβραίους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πατήρ]], αντίστοιχη του [[μήτηρ]], ανάγεται στον ΙΕ τ. pәtēr «[[πατέρας]], [[αρχηγός]] της οικογένειας» και απαντά στις περισσότερες ΙΕ γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pit</i><i>ā</i><i>r</i>-, αβεστ. <i>pitar</i>-, λατ. <i>pater</i>, αρχ. ιρλ. <i>athir</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>fater</i>, γερμ. <i>Vater</i>, αγγλ. <i>father</i>) [[καθώς]] και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>pate</i>. Η λ. [[πατήρ]] έχει ιδιαίτερη κοινωνική [[αξία]] και δηλώνει τον [[πατέρα]] ως αρχηγό της οικογένειας και εκπρόσωπο τών παλαιότερων γενεών (<b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] του τ. <i>πατέρες</i> με σημ. «πρόγονοι»). Παράλληλα, η λ. έχει και θρησκευτικό [[περιεχόμενο]] (<b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] της ως προσωνυμίας του [[Διός]] στις φρ. [[πάτερ]] Ζεῦ</i>, [[πατήρ]] ἀνδρῶν τε θεῶν τε</i>). Και οι δύο αυτές χρήσεις της λ. υπάρχουν ήδη και στην ΙΕ. Η λ. [[πατήρ]] απαντά ως <i>α</i>' συνθετικό σε αρχαϊκά ανθρωπωνύμια με τη [[μορφή]] <i>Πατρο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Πατρο</i>-<i>κλῆς</i>, <i>Πάτρο</i>-<i>κλος</i>, <i>Πάτρ</i>-<i>ιππος</i>), [[καθώς]] και ως β' συνθετικό με τις μορφές -[[πάτρα]] (<b>πρβλ.</b> <i>Φιλο</i>-[[πάτρα]] = μυκηναϊκό <i>piropatara</i>, <i>Κλεο</i>-[[πάτρα]], <i>Θεο</i>-[[πάτρα]], <i>Νικο</i>-[[πάτρα]]) και αργότερα -<i>πατρoς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Ἀντί</i>-<i>πατρος</i>, <i>Κλεινό</i>-<i>πατρος</i>, <i>Κλεό</i>-<i>πατρος</i>). Από τη λ. [[πατήρ]] προέρχονται, [[επίσης]], και τα ανθρωπωνύμια <i>Πατρέας</i>, <i>Πατρίσκος</i>, <i>Πάτρων</i>, <i>Πατρώ</i>. Ο νεοελλ. τ. [[πατέρας]] έχει σχηματιστεί από την [[αιτιατική]] [[πατέρα]] του [[πατήρ]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ας</i>. Τέλος, η λ. απαντά και σε προσηγορικά ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>πατρο</i>- και ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -[[πάτωρ]] και σπανιότερα -<i>πάτηρ</i> σε υστερογενείς σχηματισμούς.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πατριά]], [[πατρικός]], [[πάτριος]], [[πατριός]], [[πατρότητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάτρα]], [[πατριάζω]], [[πατριαστί]], [[πατρίδιον]], [[πατριστί]], [[πατρόθεν]], [[πατροφιστί]], [[πατρώζω]], [[πάτρως]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' Συνθετικό) [[πατραγαθία]], [[πατροκτασία]], [[πατροκτόνος]], [[πατροπαράδοτος]], [[πατρώνυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πατραδέλφεια]], [[πατραδέλφη]], [[πατραλοίας]], [[πάτραρχος]], [[πατρελασία]], [[πατρογένειος]], [[πατρογενής]], [[πατρογενίδης]], [[πατρογέννητος]], [[πατρογέρων]], [[πατροδότωρ]], [[πατροδώρητος]], <i>πατροκασίγνητη</i>, [[πατροκασίγνητος]], [[πατροκελεύστως]], [[πατροκόμος]], [[πατρολάθησις]], [[πατρολέτωρ]], <i>πατρολόος</i>, [[πατρολύμας]], [[πατρομάχος]], [[πατρομήτωρ]], [[πατρομύστης]], [[πατρονόμος]], [[πατροπάτωρ]], [[πατροποίητος]], [[πατροποιούμαι]], [[πατρόπολις]], [[πατρορραίστης]], [[πατροστερής]], [[πατροτυπία]], [[πατροτύπτης]], [[πατροφάγος]], [[πατροφαής]], [[πατροφεγγής]], [[πατροφονεύς]], [[πατροφόνος]], [[πατροφόντης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πατράδελφος]], [[πατροδίδακτος]], [[πατροκίνητος]], [[πατροποθήτως]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πατρακούομαι]], [[πατρεπωνυμία]], [[πατρογεώργητος]], [[πατρόδοτος]], [[πατροείκελος]], [[πατρόθειος]], <i>πατρόθεος</i>, [[πατροθετούμαι]], [[πατρομαχία]], [[πατρομητρόθεν]], [[πατρομητρόμοιος]], [[πατρομιμήτως]], [[πατρομιξία]], [[πατρόμοιος]], [[πατρόπαππος]], [[πατροπαράδοσις]], [[πατροπρεπής]], [[πατροσθενής]], [[πατροτροφώ]], [[πατρόφιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πατρογονικός]], [[πατροκλινής]], [[πατρολογία]], [[πατρομανώ]], [[πατροτοπικός]]. (Β' Συνθετικό σε -[[πάτωρ]]) [[απάτωρ]], [[προπάτωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφιπάτωρ</i>, [[αυτοπάτωρ]], <i>βροντοκεραυνοπάτωρ</i>, [[επιπάτωρ]], [[ευπάτωρ]], [[θεοπάτωρ]], [[κλωποπάτωρ]], [[κοινοπάτωρ]], [[λιποπάτωρ]], [[μαμμοπάτωρ]], [[μεγιστοπάτωρ]], [[μισοπάτωρ]], [[μονοπάτωρ]], [[ομοπάτωρ]], [[ορφανοπάτωρ]], [[ουσιοπάτωρ]], [[πατροπάτωρ]], [[ταυροπάτωρ]], [[τριπάτωρ]], [[τριτοπάτωρ]], [[φιλοπάτωρ]], [[χρυσοπάτωρ]], [[ψευδοπάτωρ]]. (Β' συνθετικό σε -<i>πατηρ</i>) [[αινοπάτηρ]], [[οβριμοπάτηρ]], [[ομοπάτηρ]], [[φιλοπάτηρ]]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πατέρας]], ΝΜ<br /><b>1.</b> ο γεννήτορας, ο [[γονιός]], ο [[γονέας]] (α. «του [[πατέρα]] σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις [[παρά]] τον τάφο», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ἐπῆγεν ὁ [[πατέρας]] της εἰς κάποιον [[ταξίδι]]», Διγ. Ακρ.<br />γ. «τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Πάτερ ημών» — η [[Κυριακή]] [[προσευχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφώνηση]] ιερέων («[[πάτερ]] Νικόλαε, [[προσκυνώ]]»)<br /><b>2.</b> ειδικά για μοναχούς χρησιμοποιείται ως [[παράθεση]] [[πριν]] από το όνομά τους σε ονομ. ή κλητ. (α. «ο [[πατήρ]] Ιάκωβος» β. «[[είναι]] του [[πάτερ]] Ανανία»)<br /><b>3.</b> [[προσφώνηση]] πάτρωνα, αφεντικού («[[πατέρα]], πώς να μην τραγουδήσω;», Κρυστάλλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έγινε [[πατέρας]]» — απέκτησε το πρώτο του [[παιδί]]<br />β) «[[είναι]] [[παιδί]] του [[πατέρα]] του» — έχει τα [[ίδια]] προτερήματα ή ελαττώματα με τον [[πατέρα]] του<br />γ) «άκουγε τον [[πατέρα]] σου κι ορμήνευε τον γιο σου» — ο [[γιος]] [[πρέπει]] να υπακούει τον [[πατέρα]] του και ο [[πατέρας]] να συμβουλεύει τον γιο του<br />δ) «[[προς]] πατρός» — από την [[πλευρά]] του [[πατέρα]] («ο [[προς]] πατρός [[θείος]]»)<br />ε) «από [[πατέρα]]» — συγγενείς από [[πατέρα]]<br />στ) «Πατέρες της Εκκλησίας» — οι εκκλησιαστικοί άνδρες τών πρώτων μ.Χ. αιώνων που διακρίθηκαν με τον λόγο και τα συγγράμματα, με την επιστημονική και εκκλησιαστική [[δραστηριότητα]] και με την αγιότητά τους<br />ζ) «[[φιλοσοφία]] τών Πατέρων» — [[κλάδος]] της φιλοσοφίας που ασχολείται με τις κοσμοθεωρίες που αναπτύχθηκαν από τους Πατέρες της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας<br />η) «Άγιοι Πατέρες» — οι συνοδικοί, οι επίσκοποι που αποτελούν την Ιερά Σύνοδο<br />θ) «ευλογείτε, Πατέρες Άγιοι» — [[φράση]] που λέγεται από τον αναγνώστη στα μοναστήρια [[πριν]] από την [[ανάγνωση]] του συναξαρίου<br />ι) «πατέρες του έθνους» ή, ειρωνικά, «εθνοπατέρες» — οι αιρετοί εκπρόσωποι του έθνους, οι βουλευτές<br />ια) «[[πατέρας]] του έθνους» ή «[[πατέρας]] της φυλής» — εμπνευσμένος, [[λαοπρόβλητος]] [[ηγέτης]] με μεγάλες υπηρεσίες στο [[έθνος]]<br />ιβ) «[[Κυριακή]] τών Αγίων Πατέρων» — η [[έκτη]] [[Κυριακή]] [[μετά]] το [[Πάσχα]] και η [[τρίτη]] [[Κυριακή]] του Οκτωβρίου, [[κατά]] τις οποίες η Εκκλησία τιμά τη [[μνήμη]] τών μεγάλων Πατέρων που συγκρότησαν τις οικουμενικές [[συνόδους]]<br />ιγ) «[[πάτερ]] φαμίλιας» — [[τίτλος]] που αποδίδεται στον αρχηγό της οικογένειας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο Θεός, [[κατά]] τη χριστιανική [[αντίληψη]] («Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς «ουρανοῖς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> ο Θεός, όπως αποκαλείται από τον Χριστό («Πάτερ, εἰς χεῑράς σου [[παραδίδω]] τὸ πνεῦμα μου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ο Θεός, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα («[[πιστεύω]] εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα...»)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πατέρες</i><br />[[προσηγορία]] τών αγίων, [[καθώς]] και τών κληρικών<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> οι πρόγονοι, οι προπάτορες («ἐκ πατέρων» — από την [[εποχή]] τών προγόνων, ΚΔ)<br /><b>2.</b> ο [[δημιουργός]], ο [[εφευρέτης]] ενός πράγματος, ο [[εισηγητής]], ο [[πρωτεργάτης]] (α. «ο [[πατέρας]] της Ιστορίας» — ο Ηρόδοτος<br />β. «ὁ πατὴρ τῶν φώτων» — ο Θεός<br />γ. «[[χρόνος]] ὁ πάντων [[πατήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ πατέρες</i><br />οι δύο γονείς<br /><b>2.</b> ο γεννήτορας θεών και ανθρώπων, ο [[υπέρτατος]] [[αρχηγός]] και [[προστάτης]], ο [[Ζεύς]] («ὁ τῶν ἁπάντων [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[πατήρ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την Παλ. Διαθήκη) ο γεννήτορας και [[προστάτης]] του γένους του Ισραήλ («[[οὗτος]] [[πατήρ]]... ἐποίησέ σε καὶ ἔπλασέ σε», ΠΔ)<br /><b>4.</b> ([[κατά]] την εβραϊκή [[παράδοση]]) ο Αβραάμ, ο προπάτορας και [[γενάρχης]] του εβραϊκού λαού («Ἀβραὰμ τὸν [[πατέρα]] ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>5.</b> [[προσφώνηση]] σε πρεσβύτη ή αξιοσέβαστο [[πρόσωπο]] ή [[ξένο]] («ξεῖνε [[πάτερ]], δείξω τοι δρόμον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> οι εποικιστές μιας πόλεως, οι οποίοι αποτελούσαν τη μητρόπολή της, οι πρόγονοι μιας αποικίας («οὐ ποιέετε δίκαια ἐπὶ τοὺς [[πατέρας]] στρατευόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[τίτλος]] ενός βαθμού της ιεραρχίας στα μυστήρια του Μίθρα<br /><b>8.</b> το χρηματικό [[κεφάλαιο]], [[επειδή]] γεννάει τον τόκο («τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «πατρὸς [[πατήρ]]» — ο [[παππούς]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β) «τὰ πρὸς πατρός» — από την πατρική [[πλευρά]], [[πατρόθεν]]<br />γ) «συγγεγραμμένοι πατέρες» — οι πληβείοι της Ρώμης που στις αρχές τών δημοκρατικών χρόνων έγιναν δεκτοί στη ρωμαϊκή σύγκλητο, [[αλλιώς]] εκλεγέντες πατέρες ή, [[κατά]] [[άλλη]] [[εκδοχή]], γενικά οι συγκλητικοί<br />δ) «[[πατήρ]] πατρίδος» — [[τιμητικός]] [[τίτλος]] που απένεμαν οι Ρωμαίοι σε διακρινόμενους αρχηγούς του κράτους<br />ε) «[[πατήρ]] βουλής» — [[τιμητικός]] [[τίτλος]] τών Ρωμαίων, [[αρχηγός]], [[καθοδηγητής]] της βουλής, της συγκλήτου<br />στ) «[[πατήρ]] συναγωγής» — [[τιμητικός]] [[τίτλος]] στους Εβραίους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πατήρ]], αντίστοιχη του [[μήτηρ]], ανάγεται στον ΙΕ τ. pәtēr «[[πατέρας]], [[αρχηγός]] της οικογένειας» και απαντά στις περισσότερες ΙΕ γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pit</i><i>ā</i><i>r</i>-, αβεστ. <i>pitar</i>-, λατ. <i>pater</i>, αρχ. ιρλ. <i>athir</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>fater</i>, γερμ. <i>Vater</i>, αγγλ. <i>father</i>) [[καθώς]] και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>pate</i>. Η λ. [[πατήρ]] έχει ιδιαίτερη κοινωνική [[αξία]] και δηλώνει τον [[πατέρα]] ως αρχηγό της οικογένειας και εκπρόσωπο τών παλαιότερων γενεών (<b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] του τ. <i>πατέρες</i> με σημ. «πρόγονοι»). Παράλληλα, η λ. έχει και θρησκευτικό [[περιεχόμενο]] (<b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] της ως προσωνυμίας του [[Διός]] στις φρ. [[πάτερ]] Ζεῦ</i>, [[πατήρ]] ἀνδρῶν τε θεῶν τε</i>). Και οι δύο αυτές χρήσεις της λ. υπάρχουν ήδη και στην ΙΕ. Η λ. [[πατήρ]] απαντά ως <i>α</i>' συνθετικό σε αρχαϊκά ανθρωπωνύμια με τη [[μορφή]] <i>Πατρο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Πατρο</i>-<i>κλῆς</i>, <i>Πάτρο</i>-<i>κλος</i>, <i>Πάτρ</i>-<i>ιππος</i>), [[καθώς]] και ως β' συνθετικό με τις μορφές -[[πάτρα]] (<b>πρβλ.</b> <i>Φιλο</i>-[[πάτρα]] = μυκηναϊκό <i>piropatara</i>, <i>Κλεο</i>-[[πάτρα]], <i>Θεο</i>-[[πάτρα]], <i>Νικο</i>-[[πάτρα]]) και αργότερα -<i>πατρoς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Ἀντί</i>-<i>πατρος</i>, <i>Κλεινό</i>-<i>πατρος</i>, <i>Κλεό</i>-<i>πατρος</i>). Από τη λ. [[πατήρ]] προέρχονται, [[επίσης]], και τα ανθρωπωνύμια <i>Πατρέας</i>, <i>Πατρίσκος</i>, <i>Πάτρων</i>, <i>Πατρώ</i>. Ο νεοελλ. τ. [[πατέρας]] έχει σχηματιστεί από την [[αιτιατική]] [[πατέρα]] του [[πατήρ]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ας</i>. Τέλος, η λ. απαντά και σε προσηγορικά ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>πατρο</i>- και ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -[[πάτωρ]] και σπανιότερα -<i>πάτηρ</i> σε υστερογενείς σχηματισμούς.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πατριά]], [[πατρικός]], [[πάτριος]], [[πατριός]], [[πατρότητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάτρα]], [[πατριάζω]], [[πατριαστί]], [[πατρίδιον]], [[πατριστί]], [[πατρόθεν]], [[πατροφιστί]], [[πατρώζω]], [[πάτρως]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' Συνθετικό) [[πατραγαθία]], [[πατροκτασία]], [[πατροκτόνος]], [[πατροπαράδοτος]], [[πατρώνυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πατραδέλφεια]], [[πατραδέλφη]], [[πατραλοίας]], [[πάτραρχος]], [[πατρελασία]], [[πατρογένειος]], [[πατρογενής]], [[πατρογενίδης]], [[πατρογέννητος]], [[πατρογέρων]], [[πατροδότωρ]], [[πατροδώρητος]], <i>πατροκασίγνητη</i>, [[πατροκασίγνητος]], [[πατροκελεύστως]], [[πατροκόμος]], [[πατρολάθησις]], [[πατρολέτωρ]], <i>πατρολόος</i>, [[πατρολύμας]], [[πατρομάχος]], [[πατρομήτωρ]], [[πατρομύστης]], [[πατρονόμος]], [[πατροπάτωρ]], [[πατροποίητος]], [[πατροποιούμαι]], [[πατρόπολις]], [[πατρορραίστης]], [[πατροστερής]], [[πατροτυπία]], [[πατροτύπτης]], [[πατροφάγος]], [[πατροφαής]], [[πατροφεγγής]], [[πατροφονεύς]], [[πατροφόνος]], [[πατροφόντης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πατράδελφος]], [[πατροδίδακτος]], [[πατροκίνητος]], [[πατροποθήτως]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πατρακούομαι]], [[πατρεπωνυμία]], [[πατρογεώργητος]], [[πατρόδοτος]], [[πατροείκελος]], [[πατρόθειος]], <i>πατρόθεος</i>, [[πατροθετούμαι]], [[πατρομαχία]], [[πατρομητρόθεν]], [[πατρομητρόμοιος]], [[πατρομιμήτως]], [[πατρομιξία]], [[πατρόμοιος]], [[πατρόπαππος]], [[πατροπαράδοσις]], [[πατροπρεπής]], [[πατροσθενής]], [[πατροτροφώ]], [[πατρόφιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πατρογονικός]], [[πατροκλινής]], [[πατρολογία]], [[πατρομανώ]], [[πατροτοπικός]]. (Β' Συνθετικό σε -[[πάτωρ]]) [[απάτωρ]], [[προπάτωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφιπάτωρ</i>, [[αυτοπάτωρ]], <i>βροντοκεραυνοπάτωρ</i>, [[επιπάτωρ]], [[ευπάτωρ]], [[θεοπάτωρ]], [[κλωποπάτωρ]], [[κοινοπάτωρ]], [[λιποπάτωρ]], [[μαμμοπάτωρ]], [[μεγιστοπάτωρ]], [[μισοπάτωρ]], [[μονοπάτωρ]], [[ομοπάτωρ]], [[ορφανοπάτωρ]], [[ουσιοπάτωρ]], [[πατροπάτωρ]], [[ταυροπάτωρ]], [[τριπάτωρ]], [[τριτοπάτωρ]], [[φιλοπάτωρ]], [[χρυσοπάτωρ]], [[ψευδοπάτωρ]]. (Β' συνθετικό σε -<i>πατηρ</i>) [[αινοπάτηρ]], [[οβριμοπάτηρ]], [[ομοπάτηρ]], [[φιλοπάτηρ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰτήρ:''' ὁ, γεν. και δοτ. <i>πατέρος</i>, <i>πατέρι</i>, συνηρ. Αττ. <i>πατρός</i>, <i>πατρί</i>· αιτ. πάντα <i>[[πατέρα]]</i>, κλητ. <i>[[πάτερ]]</i>· πληθ. <i>πατέρες</i>, <i>[[πατέρας]]</i>, <i>πατέρων</i> (σπάνια <i>πατρῶν</i>)· δοτ. πατράσι [ᾰ]·<br /><b class="num">I.</b> [[πατέρας]], σε Όμηρ. κ.λπ.· πατρός [[πατήρ]], [[παππούς]], σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ πρὸς πατρός = [[πατρόθεν]], από τη [[μεριά]] του [[πατέρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάμεσα]] στους θεούς ο Δίας καλείται [[πατήρ]], πατὴρ [[Ζεύς]], [[πατήρ]] [[ἀνδρῶν]] τε [[θεῶν]] τε, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ομοίως, [[Ζεὺς]] [[πατήρ]], σε Αισχύλ.· <i>Ζεῦ [[πάτερ]] καὶ θεοί</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[τρόπος]] προσφώνησης ηλικιωμένων ανθρώπων που δείχνει σεβασμό, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">IV.</b> μεταφ., [[πατέρας]] των πάντων, Λατ. [[auctor]], <i>πατὴρ ἀοιδᾶν</i>, σε Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> στον πληθ., πατέρες, δηλ. πρόγονοι, σε Όμηρ.· ἐξ [[ἔτι]] πατρῶν, ως [[κληρονομιά]] από τον [[πατέρα]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''πᾰτήρ:''' ὁ, γεν. και δοτ. <i>πατέρος</i>, <i>πατέρι</i>, συνηρ. Αττ. <i>πατρός</i>, <i>πατρί</i>· αιτ. πάντα <i>[[πατέρα]]</i>, κλητ. <i>[[πάτερ]]</i>· πληθ. <i>πατέρες</i>, <i>[[πατέρας]]</i>, <i>πατέρων</i> (σπάνια <i>πατρῶν</i>)· δοτ. πατράσι [ᾰ]·<br /><b class="num">I.</b> [[πατέρας]], σε Όμηρ. κ.λπ.· πατρός [[πατήρ]], [[παππούς]], σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ πρὸς πατρός = [[πατρόθεν]], από τη [[μεριά]] του [[πατέρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάμεσα]] στους θεούς ο Δίας καλείται [[πατήρ]], πατὴρ [[Ζεύς]], [[πατήρ]] [[ἀνδρῶν]] τε [[θεῶν]] τε, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ομοίως, [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[πατήρ]], σε Αισχύλ.· <i>Ζεῦ [[πάτερ]] καὶ θεοί</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[τρόπος]] προσφώνησης ηλικιωμένων ανθρώπων που δείχνει σεβασμό, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">IV.</b> μεταφ., [[πατέρας]] των πάντων, Λατ. [[auctor]], <i>πατὴρ ἀοιδᾶν</i>, σε Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> στον πληθ., πατέρες, δηλ. πρόγονοι, σε Όμηρ.· ἐξ [[ἔτι]] πατρῶν, ως [[κληρονομιά]] από τον [[πατέρα]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 53: | Line 53: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[acc. [[always]] πατέρα gen. pl. [[rarely]] πατρῶν]<br /><b class="num">I.</b> a [[father]], Hom., etc.; πατρὸς [[πατήρ]] a [[grandfather]], Il.; τὰ πρὸς πατρός = [[πατρόθεν]], by the [[father]]'s [[side]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[among]] the gods [[Zeus]] is called [[πατήρ]], πατὴρ [[Ζεύς]], π. [[ἀνδρῶν]] τε [[θεῶν]] τε Hom., Hes.; so [[Ζεὺς]] π. Aesch.; Ζεῦ πάτερ καὶ θεοί Ar.<br /><b class="num">III.</b> a [[respectful]] [[mode]] of addressing [[elderly]] persons, Od.<br /><b class="num">IV.</b> metaph. the [[father]] of [[anything]], Lat. [[auctor]], π. ἀοιδᾶν Pind., etc.<br /><b class="num">V.</b> in plural [[fathers]], i.e. forefathers, Hom.; ἐξ ἔτι πατρῶν as an [[inheritance]] from one's [[fathers]], Od. | |mdlsjtxt=[acc. [[always]] πατέρα gen. pl. [[rarely]] πατρῶν]<br /><b class="num">I.</b> a [[father]], Hom., etc.; πατρὸς [[πατήρ]] a [[grandfather]], Il.; τὰ πρὸς πατρός = [[πατρόθεν]], by the [[father]]'s [[side]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[among]] the gods [[Zeus]] is called [[πατήρ]], πατὴρ [[Ζεύς]], π. [[ἀνδρῶν]] τε [[θεῶν]] τε Hom., Hes.; so [[Ζεύς|Ζεὺς]] π. Aesch.; Ζεῦ πάτερ καὶ θεοί Ar.<br /><b class="num">III.</b> a [[respectful]] [[mode]] of addressing [[elderly]] persons, Od.<br /><b class="num">IV.</b> metaph. the [[father]] of [[anything]], Lat. [[auctor]], π. ἀοιδᾶν Pind., etc.<br /><b class="num">V.</b> in plural [[fathers]], i.e. forefathers, Hom.; ἐξ ἔτι πατρῶν as an [[inheritance]] from one's [[fathers]], Od. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe |