κρίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - " ’" to "’"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - " ’" to "’")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρίνω''': ῑ, Ἐπικ. γ΄ ὑποτ. κρίνησι (ἴδε [[διακρίνω]]): μέλλ. κρῐνῶ, Ἐπικ. κρῐνέω (δια-) Ἰλ.· ἀόρ. ἔκρῑνα Ὀδ., Ἀττ.· πρκμ. κέκρῐκα Πλάτ., κτλ. ― Μέσ., μέλλ. κρῐνοῦμαι Εὐρ. Μήδ. 609, ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ., Πλάτ. Γοργ. 521Ε, πρβλ. [[διακρίνω]], ἀόρ. ἐκρινάμην, Ὅμ., κτλ. ― Παθ., μέλλ. κρῐθήσομαι Τραγ., Ἀττ.· ἀόρ. ἐκρίθην ῐ Πίνδ., Ἀττ.· Ἐπικ. εὐκτ. κρινθεῖτε (δια-) Ἰλ., μετοχ. κρινθεὶς Ἰλ. Ν. 129, Ὀδ. Θ. 48· πρκμ. κέκρῐμαι Πίνδ., Ἀττ.· ἀπαρ. κεκρίσθαι (ἀπο-) Πλάτ. Μένων 75C· ― Αἰολ. κρίννω μετὰ διπλοῦ ν, Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγραφ. 2. σ. 189. (Ἐκ τῆς √ΚΡΙ, [[ὅθεν]] καὶ αἱ λέξ. κριτής, κρίσις, κρῖμα, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. kar, kir-âmi (effundo, spargo)· Λατ. cerno, cre-vi, cri-brum (πρβλ. [[κρίμνον]]), cri-men, cer-tus· Ἀγγλο-Σαξον. hrid-der (sieve)· ― ἀλλ’ ὑπάρχει [[λόγος]] νὰ πιστεύωμεν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] ἦτο ΣΚΑΡ, πρβλ. Σανσκρ. apa-skar-as = σκώρ, σκατός, (excrementum), πρὸς τὸ Λιθ. skir-iù (separo, eligo).) Χωρίζω, «ξεχωρίζω», [[ἀποχωρίζω]], θέτω κατὰ [[μέρος]], ὅτε τε ξανθὴ [[Δημήτηρ]] κρίνῃ… καρπὸν τ’ ἄχνας τε Ἰλ. Ε. 501, κτλ.· κρῖν’ ἄνδρας κατὰ φῦλα Β. 362, πρβλ. 446· κρ. τὸ ἀληθές τε καὶ μὴ Πλάτ. Θεαίτ. 150Β· τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακοὺς Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 9, κτλ. ΙΙ. [[ἐκλέγω]], ἐς δ’ ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσι Ἰλ. Α. 309· ἐκ Λυκίης... φῶτας ἀρίστους Ζ. 118, πρβλ. Ὀδ. Δ. 666., Ι. 90, 195., Ξ. 217, κτλ.· οὕτω, κρ. τινὰ ἐκ πάντων Ἡρόδ. 6. 129· κρίνασα δ’ ἀστῶν… τὰ βέλτατα Αἰσχύλ. Εὐμ. 487· δίδωμί σοι κρίναντι χρῆσθαι Σοφ. Ο. Κ. 641, κτλ.· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κρίνασθαι ἀρίστους, ἐκλέγειν τοὺς ἀρίστους, Ἰλ. Ι. 521, πρβλ. Τ. 193, Ὀδ. Δ. 408, 530, κτλ. ― Παθ. ἐκλέγομαι, διακρίνομαι, ἵνα τε κρίνονται ἄριστοι Ω. 507· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μετοχ. κεκριμένος καὶ κρινθεὶς ἐπὶ τῆς σημασ. ἐκλελεγμένος, [[ἐκλεκτός]], Ἰλ. Κ. 417, Ὀδ. Ν. 182., Π. 248, κτλ. (πλὴν ἐν Ἰλ. Ξ. 19, ἴδε κατωτ. 2)· ἀρετᾷ κριθείς, διακριθεὶς ἐπὶ ἀρετῇ..., Πινδ. Ν. 7. 10· ἀσπίδα... κεκρ. ὕδατι καὶ πολέμῳ, διακριθεὶς κατὰ ξηρὰν καὶ θάλασσαν, Ἀνθ. Π. 9. 42· ― ἐν ζῶσι κεκριμένα (ἢ κρινομένα), [[ἐναρίθμιος]] μεταξὺ τῶν ζώντων, κατὰ Δινδ. καὶ Ναύκ. ἀντὶ ἀριθμουμένα, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ..., Εὐρ. Ἱκέτ. 969· εἰς τοὺς ἐφήβους κριθεὶς Λουκ. Ἔρωτ. 2· ― κατὰ μέσ. ἀόρ., κοῦροι… κρινάσθων, ἂς ἐκλεχθῶσιν, Ὀδ. Θ. 35. 2) [[ἐκφέρω]] κρίσιν, ἀπόφασιν περὶ ἐρίδων, κρίνων νείκεα πολλὰ Μ. 440· ἔκριναν μέγα [[νεῖκος]]… πολέμοιο Σ. 264· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἳ βίῃ εἰν ἀγορῇ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας, «οἳ ἂν βιαίως κρίνωσιν ἐν τῇ ἀγορᾷ δίκας διεστραμμένας καὶ ἀδίκους» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Π. 387· οὕτω, κρ. δίκην Ἡρόδ. 2. 129, Αἰσχύλ. Εὐμ. 433.· πρώτας δίκας κρίνοντες αἵματος [[αὐτόθι]] 682· κρινεῖ δὲ δή τις [[ταῦτα]]; Ἀριστοφ. Βάτρ. 805· κρ. κρίσιν Πλάτ. Πολ. 360Ε· ἄριστα κρ. Θουκ. 6. 39· κρίνουσι βοῇ καὶ οὐ ψήφῳ, ἀποφασίζουσι τὸ [[ζήτημα]]..., ὁ αὐτ. 1. 87· μίσει πλέον ἢ δίκῃ κρ. ὁ αὐτ. 3. 67· τὸ δίκαιον κρ. Ἰσοκρ. 298D· τῷ τοῦτο κρίνεις; [[πόθεν]] κρίνεις τοῦτο; [[πόθεν]] σχηματίζεις ταύτην τὴν κρίσιν; Ἀριστοφ. Πλ. 48· [[ὡσαύτως]], κρ. [[περί]] τινος Πινδ. Ν. 5. 73, Πλάτ. Ἀπολ. 35D, Ἀριστ., κτλ.· ― παθ., ἀγὼν κριθήσεται Αἰσχύλ. Εὐμ. 677· κἂν [[ἰσόψηφος]] κριθῇ (δηλ. ἡ [[δίκη]]) [[αὐτόθι]] 741· ἀπρόσωπ., ὡς ἐν [[τῇδε]] τῇ μάχῃ κριθησόμενον, ἔμελλε νὰ κριθῇ, ν’ ἀποφασισθῇ, Ἀρρ. Ἀν. 3. 9, 6. β) ἀποφασίζω ἀγῶνα, π. χ. διὰ [[βραβεῖον]], Σοφ. Αἴ. 443, Ἀριστοφ. Βάτρ. 873· [[ἔργον]] ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ Αἰσχύλ. Θήβ. 414, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 601· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., ὁ τὰς Θεὰς κρίνας, περὶ τοῦ Πάριδος, ὁ αὐτ. Ι. Α. 72· ― Παθ. καὶ. Μέσ., ἐπὶ προσ., [[φθάνω]] εἰς [[ἀποτέλεσμα]], κρίνασθαι Ἄρηι Ἰλ. Β. 385, πρβλ. Σ. 209, κτλ.· [[ὁπότε]] μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν… [[μένος]] κρίνηται Ἄρηος, «ἔστι κρίνεσθαι [[μένος]] Ἄρεως, ὅτε [[σύμμιξις]] πολέμου γένηται, [[τότε]] γὰρ διακρίνεται τὸ τῶν μερῶν [[μένος]]» (Εὐστ.), Ὀδ. Π. 269, πρβλ. Ἡσιόδ. Θ. 882· [[καθόλου]], φιλονεικῶ, [[ἐρίζω]], [[μάχομαι]], Ἀριστοφ. Νεφ. 66· [[περί]] τινος Ἡρόδ. 3. 120· οὐ κρινοῦμαι... σοὶ τὰ πλείονα Εὐρ. Μήδ. 609· δίκῃ κρίνεσθαι Θουκ. 4. 122· οὕτω, κρίνεσθαι μετά τινος Ἑβδ. (Ἰουδ. Η΄, 1)· ― ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., διακεκριμένος, [[καθαρός]], [[ἰσχυρός]], [[οὖρον]] κεκριμένον, ὡς τὸ [[εὐκρινής]], Ἰλ. Ξ. 19· [[ὡσαύτως]], πόνοι κεκρ., ἀποφασισμένοι, τετελεσμένοι (πρβλ. decisa negotia, Ὁράτ.), Πινδ. Ν. 4. 2· αἱ μάχαι κρίνονται… ταῖς ψυχαῖς Ξεν. Κύρ. 3. 3, 19. 3) δι’ ἀποφάσεως παραχωρῶ, δίδω, [[κράτος]] τινὶ Σοφ. Αἴ. 443· ― Παθ., τοῖς [[οὔτε]]… [[νόστος]] ἐκρίθη Πινδ. Π. 8. 120. β) ἀπολ., [[κρίνω]], [[ἐκφέρω]] κρίσιν ἢ ἀπόφασιν, ἄκουσον... καὶ κρῖνον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 398· ἀδίκως κρίνειν Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 16, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 287, 576. γ) παρ’ Ἰατρ., [[φέρω]] εἰς κρίσιν, εἰς κρίσιμον [[σημεῖον]], τὸ θερμὸν φίλιόν ἐστι καὶ κρῖνον Ἱππ. Ἀφ. 1253· ἐν τῷ παθ., ἐπὶ νοσοῦντος, [[φθάνω]] εἰς κρίσιμον κατάστασιν, ἐκρίθη [[εἰκοσταῖος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. 1. 951· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς νόσου, ὁ αὐτ. ἐν 954· τοῦ πάθους κριθέντος Διόδ. 19. 24. 4) [[κρίνω]] [[περί]] τινος, ὡς καὶ νῦν, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων αὐτόν, κρίνων περὶ [[αὐτοῦ]] ἐξ [[ἐμαυτοῦ]], Δημ. 564. 17· κρ. πρὸς [[ἀργύριον]] τὴν εὐδαιμονίαν Ἰσοκρ. 56Β. ― Παθ., ἴσον παρ’ ἐμοὶ κέκριται Ἡρόδ. 7. 16, 1· [[εὔνοια]] καιρῷ κρίνεται Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 143. 5) [[ἑρμηνεύω]], [[ταύτῃ]] ἔκριναν τὸ ἐνύπνιον Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. 7. 19, Αἰσχύλ. Πρ. 485, κτλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ [[γέρων]] ἐκρίνατ’ ὀνείρους Ἰλ. Ε. 150. 6) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀποφασίζω ἢ ἀποφαίνομαι ὅτι, θεωρῶ..., Ἡρόδ. 1. 30, 214, Πλάτ., κτλ.· [[κρίνω]] σε [[νικᾶν]] Αἰσχύλ. Χο. 903· οὕτω καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., ἄνδρα πρῶτον κρ. τινὰ Σοφ. Ο. Τ. 34· Ἔρωτα δ’ [[ὅστις]] μὴ θεὸν κρίνει μέγαν Εὐρ. Ἀποσπ. 271· τὴν πόλιν ἀθλιωτάτην ἔκρινας Πλάτ. Πολ. 578Β· ἐκ τῶν λόγων μὴ κρῖνε…, σοφὸν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 40e· ― Παθ., Ἑλλήνων κριθεὶς ἄριστος Σοφ. Φιλ. 1345, πρβλ. Θουκ. 2. 40, κτλ. 7) ἀποφασίζω ὑπέρ τινος, προτιμῶ, [[προκρίνω]], [[κρίνω]] δ’ ἄφθονον ὄλβον Αἰσχύλ. Ἀγ. 471, πρβλ. Ἱκέτ. 396· τὴν ἐλπίδα τῆς τύχης [[πάρος]] Σοφ. Τρ. 724· τινὰ πρό τινος Πλάτ. Πολ. 399Ε, πρβλ. Φίληβ. 57Β· τι [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 110Α· εἴ σφε κρίνειεν Πάρις Εὐρ. Τρῳ. 928, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1102, Ἐκκλ. 1155. 8) μετ’ ἀπαρ. μόνον, εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ πράξω τι, Ἐπιστ. π. Τίτ. γ΄, 12, πρβλ. Ἐπιστ. π. Κορ. Α΄, β΄, 2, Διόδ. 15. 32· ζῆν μεθ’ ὧν κρίνῃ τις (δηλ. ζῆν), μεθ’ ὧν προτιμᾷ νὰ ζῇ, Μένανδρ. ἐν «Φιλαφέλφοις» 5. 9) [[σχηματίζω]] κρίσιν [[περί]] τινος, μὴ κρῖν’ ὁρῶν τὸ [[κάλλος]] ὁ αὐτ. ἐν Μονοστ. 333, πρβλ. Ἄδηλ. 58. ΙΙΙ. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ἐρωτῶ, αὐτόν... [[ἅπας]] λεὼς κρίνει παριστὰς Σοφ. Τρ. 195· εἴ νιν πρὸς βίαν κρίνειν θέλοις [[αὐτόθι]] 388· καὶ κρῖνε κἀξέλεγξε ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 399· μὴ κρῖνε, μὴ ’ξέταζε ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 586· σέ τοι, σὲ [[κρίνω]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1445. 2) [[φέρω]] εἰς κρίσιν, ὡς τὸ [[κατηγορέω]], Λυκοῦργ. 147. 43, πρβλ. Δημ. 26. 18., 230. 7., 413. 25, κτλ.· κρ. θανάτου, [[κρίνω]], [[δικάζω]] ἐν ζητήμασι περὶ ζωῆς καὶ θανάτου, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 14· κρ. τινὰς προδοσίας Λυκοῦργ. 164. 7· περὶ προδοσίας Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 137· κρ. τινὰ κακώσεως ἐπαρχίας, Λατ. repetundarum, Πλουτ. Καῖσ. 4· ― Παθ., κρίνομαι, φέρομαι εἰς δίκην, δικάζομαι, θανάτου κρίνεσθαι (ἴδε ἐν λ. [[θάνατος]]), Θουκ. 3. 57, πρβλ. 6. 29· τρὶς κρίνεται παρ’ ὑμῖν περὶ θανάτου Δημ. 53. 27· ἐκρίνετο τὴν περὶ Ὠρωποῦ κρίσιν θανάτου ὁ αὐτ. ἐν 535. 10· μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, κρίνεσθαι δώρων Λυσ. 178. 7, πρβλ. Λυκοῦργ. 164. 6· [[ὡσαύτως]], κρ. ἐπ’ ἀδικήματι Πλούτ. 241Ε· ἀπολ., ὁ κεκριμένος, Λατ. reus, Αἰσχίν. 49. 80· [[ἐντεῦθεν]], 3) [[ἐκφέρω]] ἀπόφασιν καταδικαστικήν, [[καταδικάζω]], ὡς τὸ [[κατακρίνω]], Σοφ. Τρ. 724, Δημ. 413. 16, Κ. Δ.· ― Παθ., δικάζομαι, καταδικάζομαι, κατακρίνομαι, κακούργου... ἐστι κριθέντ’ ἀποθανεῖν Δημ. 52. 2 (;). ― Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 56-57.
|lstext='''κρίνω''': ῑ, Ἐπικ. γ΄ ὑποτ. κρίνησι (ἴδε [[διακρίνω]]): μέλλ. κρῐνῶ, Ἐπικ. κρῐνέω (δια-) Ἰλ.· ἀόρ. ἔκρῑνα Ὀδ., Ἀττ.· πρκμ. κέκρῐκα Πλάτ., κτλ. ― Μέσ., μέλλ. κρῐνοῦμαι Εὐρ. Μήδ. 609, ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ., Πλάτ. Γοργ. 521Ε, πρβλ. [[διακρίνω]], ἀόρ. ἐκρινάμην, Ὅμ., κτλ. ― Παθ., μέλλ. κρῐθήσομαι Τραγ., Ἀττ.· ἀόρ. ἐκρίθην ῐ Πίνδ., Ἀττ.· Ἐπικ. εὐκτ. κρινθεῖτε (δια-) Ἰλ., μετοχ. κρινθεὶς Ἰλ. Ν. 129, Ὀδ. Θ. 48· πρκμ. κέκρῐμαι Πίνδ., Ἀττ.· ἀπαρ. κεκρίσθαι (ἀπο-) Πλάτ. Μένων 75C· ― Αἰολ. κρίννω μετὰ διπλοῦ ν, Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγραφ. 2. σ. 189. (Ἐκ τῆς √ΚΡΙ, [[ὅθεν]] καὶ αἱ λέξ. κριτής, κρίσις, κρῖμα, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. kar, kir-âmi (effundo, spargo)· Λατ. cerno, cre-vi, cri-brum (πρβλ. [[κρίμνον]]), cri-men, cer-tus· Ἀγγλο-Σαξον. hrid-der (sieve)· ― ἀλλ’ ὑπάρχει [[λόγος]] νὰ πιστεύωμεν ὅτι ἡ [[ῥίζα]] ἦτο ΣΚΑΡ, πρβλ. Σανσκρ. apa-skar-as = σκώρ, σκατός, (excrementum), πρὸς τὸ Λιθ. skir-iù (separo, eligo).) Χωρίζω, «ξεχωρίζω», [[ἀποχωρίζω]], θέτω κατὰ [[μέρος]], ὅτε τε ξανθὴ [[Δημήτηρ]] κρίνῃ… καρπὸν τ’ ἄχνας τε Ἰλ. Ε. 501, κτλ.· κρῖν’ ἄνδρας κατὰ φῦλα Β. 362, πρβλ. 446· κρ. τὸ ἀληθές τε καὶ μὴ Πλάτ. Θεαίτ. 150Β· τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακοὺς Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 9, κτλ. ΙΙ. [[ἐκλέγω]], ἐς δ’ ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσι Ἰλ. Α. 309· ἐκ Λυκίης... φῶτας ἀρίστους Ζ. 118, πρβλ. Ὀδ. Δ. 666., Ι. 90, 195., Ξ. 217, κτλ.· οὕτω, κρ. τινὰ ἐκ πάντων Ἡρόδ. 6. 129· κρίνασα δ’ ἀστῶν… τὰ βέλτατα Αἰσχύλ. Εὐμ. 487· δίδωμί σοι κρίναντι χρῆσθαι Σοφ. Ο. Κ. 641, κτλ.· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κρίνασθαι ἀρίστους, ἐκλέγειν τοὺς ἀρίστους, Ἰλ. Ι. 521, πρβλ. Τ. 193, Ὀδ. Δ. 408, 530, κτλ. ― Παθ. ἐκλέγομαι, διακρίνομαι, ἵνα τε κρίνονται ἄριστοι Ω. 507· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μετοχ. κεκριμένος καὶ κρινθεὶς ἐπὶ τῆς σημασ. ἐκλελεγμένος, [[ἐκλεκτός]], Ἰλ. Κ. 417, Ὀδ. Ν. 182., Π. 248, κτλ. (πλὴν ἐν Ἰλ. Ξ. 19, ἴδε κατωτ. 2)· ἀρετᾷ κριθείς, διακριθεὶς ἐπὶ ἀρετῇ..., Πινδ. Ν. 7. 10· ἀσπίδα... κεκρ. ὕδατι καὶ πολέμῳ, διακριθεὶς κατὰ ξηρὰν καὶ θάλασσαν, Ἀνθ. Π. 9. 42· ― ἐν ζῶσι κεκριμένα (ἢ κρινομένα), [[ἐναρίθμιος]] μεταξὺ τῶν ζώντων, κατὰ Δινδ. καὶ Ναύκ. ἀντὶ ἀριθμουμένα, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ..., Εὐρ. Ἱκέτ. 969· εἰς τοὺς ἐφήβους κριθεὶς Λουκ. Ἔρωτ. 2· ― κατὰ μέσ. ἀόρ., κοῦροι… κρινάσθων, ἂς ἐκλεχθῶσιν, Ὀδ. Θ. 35. 2) [[ἐκφέρω]] κρίσιν, ἀπόφασιν περὶ ἐρίδων, κρίνων νείκεα πολλὰ Μ. 440· ἔκριναν μέγα [[νεῖκος]]… πολέμοιο Σ. 264· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἳ βίῃ εἰν ἀγορῇ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας, «οἳ ἂν βιαίως κρίνωσιν ἐν τῇ ἀγορᾷ δίκας διεστραμμένας καὶ ἀδίκους» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Π. 387· οὕτω, κρ. δίκην Ἡρόδ. 2. 129, Αἰσχύλ. Εὐμ. 433.· πρώτας δίκας κρίνοντες αἵματος [[αὐτόθι]] 682· κρινεῖ δὲ δή τις [[ταῦτα]]; Ἀριστοφ. Βάτρ. 805· κρ. κρίσιν Πλάτ. Πολ. 360Ε· ἄριστα κρ. Θουκ. 6. 39· κρίνουσι βοῇ καὶ οὐ ψήφῳ, ἀποφασίζουσι τὸ [[ζήτημα]]..., ὁ αὐτ. 1. 87· μίσει πλέον ἢ δίκῃ κρ. ὁ αὐτ. 3. 67· τὸ δίκαιον κρ. Ἰσοκρ. 298D· τῷ τοῦτο κρίνεις; [[πόθεν]] κρίνεις τοῦτο; [[πόθεν]] σχηματίζεις ταύτην τὴν κρίσιν; Ἀριστοφ. Πλ. 48· [[ὡσαύτως]], κρ. [[περί]] τινος Πινδ. Ν. 5. 73, Πλάτ. Ἀπολ. 35D, Ἀριστ., κτλ.· ― παθ., ἀγὼν κριθήσεται Αἰσχύλ. Εὐμ. 677· κἂν [[ἰσόψηφος]] κριθῇ (δηλ. ἡ [[δίκη]]) [[αὐτόθι]] 741· ἀπρόσωπ., ὡς ἐν [[τῇδε]] τῇ μάχῃ κριθησόμενον, ἔμελλε νὰ κριθῇ, ν’ ἀποφασισθῇ, Ἀρρ. Ἀν. 3. 9, 6. β) ἀποφασίζω ἀγῶνα, π. χ. διὰ [[βραβεῖον]], Σοφ. Αἴ. 443, Ἀριστοφ. Βάτρ. 873· [[ἔργον]] ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ Αἰσχύλ. Θήβ. 414, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 601· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσ., ὁ τὰς Θεὰς κρίνας, περὶ τοῦ Πάριδος, ὁ αὐτ. Ι. Α. 72· ― Παθ. καὶ. Μέσ., ἐπὶ προσ., [[φθάνω]] εἰς [[ἀποτέλεσμα]], κρίνασθαι Ἄρηι Ἰλ. Β. 385, πρβλ. Σ. 209, κτλ.· [[ὁπότε]] μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν… [[μένος]] κρίνηται Ἄρηος, «ἔστι κρίνεσθαι [[μένος]] Ἄρεως, ὅτε [[σύμμιξις]] πολέμου γένηται, [[τότε]] γὰρ διακρίνεται τὸ τῶν μερῶν [[μένος]]» (Εὐστ.), Ὀδ. Π. 269, πρβλ. Ἡσιόδ. Θ. 882· [[καθόλου]], φιλονεικῶ, [[ἐρίζω]], [[μάχομαι]], Ἀριστοφ. Νεφ. 66· [[περί]] τινος Ἡρόδ. 3. 120· οὐ κρινοῦμαι... σοὶ τὰ πλείονα Εὐρ. Μήδ. 609· δίκῃ κρίνεσθαι Θουκ. 4. 122· οὕτω, κρίνεσθαι μετά τινος Ἑβδ. (Ἰουδ. Η΄, 1)· ― ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., διακεκριμένος, [[καθαρός]], [[ἰσχυρός]], [[οὖρον]] κεκριμένον, ὡς τὸ [[εὐκρινής]], Ἰλ. Ξ. 19· [[ὡσαύτως]], πόνοι κεκρ., ἀποφασισμένοι, τετελεσμένοι (πρβλ. decisa negotia, Ὁράτ.), Πινδ. Ν. 4. 2· αἱ μάχαι κρίνονται… ταῖς ψυχαῖς Ξεν. Κύρ. 3. 3, 19. 3) δι’ ἀποφάσεως παραχωρῶ, δίδω, [[κράτος]] τινὶ Σοφ. Αἴ. 443· ― Παθ., τοῖς [[οὔτε]]… [[νόστος]] ἐκρίθη Πινδ. Π. 8. 120. β) ἀπολ., [[κρίνω]], [[ἐκφέρω]] κρίσιν ἢ ἀπόφασιν, ἄκουσον... καὶ κρῖνον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 398· ἀδίκως κρίνειν Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 16, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 287, 576. γ) παρ’ Ἰατρ., [[φέρω]] εἰς κρίσιν, εἰς κρίσιμον [[σημεῖον]], τὸ θερμὸν φίλιόν ἐστι καὶ κρῖνον Ἱππ. Ἀφ. 1253· ἐν τῷ παθ., ἐπὶ νοσοῦντος, [[φθάνω]] εἰς κρίσιμον κατάστασιν, ἐκρίθη [[εἰκοσταῖος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. 1. 951· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς νόσου, ὁ αὐτ. ἐν 954· τοῦ πάθους κριθέντος Διόδ. 19. 24. 4) [[κρίνω]] [[περί]] τινος, ὡς καὶ νῦν, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων αὐτόν, κρίνων περὶ [[αὐτοῦ]] ἐξ [[ἐμαυτοῦ]], Δημ. 564. 17· κρ. πρὸς [[ἀργύριον]] τὴν εὐδαιμονίαν Ἰσοκρ. 56Β. ― Παθ., ἴσον παρ’ ἐμοὶ κέκριται Ἡρόδ. 7. 16, 1· [[εὔνοια]] καιρῷ κρίνεται Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 143. 5) [[ἑρμηνεύω]], [[ταύτῃ]] ἔκριναν τὸ ἐνύπνιον Ἡρόδ. 1. 120, πρβλ. 7. 19, Αἰσχύλ. Πρ. 485, κτλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ [[γέρων]] ἐκρίνατ’ ὀνείρους Ἰλ. Ε. 150. 6) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀποφασίζω ἢ ἀποφαίνομαι ὅτι, θεωρῶ..., Ἡρόδ. 1. 30, 214, Πλάτ., κτλ.· [[κρίνω]] σε [[νικᾶν]] Αἰσχύλ. Χο. 903· οὕτω καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., ἄνδρα πρῶτον κρ. τινὰ Σοφ. Ο. Τ. 34· Ἔρωτα δ’ [[ὅστις]] μὴ θεὸν κρίνει μέγαν Εὐρ. Ἀποσπ. 271· τὴν πόλιν ἀθλιωτάτην ἔκρινας Πλάτ. Πολ. 578Β· ἐκ τῶν λόγων μὴ κρῖνε…, σοφὸν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 40e· ― Παθ., Ἑλλήνων κριθεὶς ἄριστος Σοφ. Φιλ. 1345, πρβλ. Θουκ. 2. 40, κτλ. 7) ἀποφασίζω ὑπέρ τινος, προτιμῶ, [[προκρίνω]], [[κρίνω]] δ’ ἄφθονον ὄλβον Αἰσχύλ. Ἀγ. 471, πρβλ. Ἱκέτ. 396· τὴν ἐλπίδα τῆς τύχης [[πάρος]] Σοφ. Τρ. 724· τινὰ πρό τινος Πλάτ. Πολ. 399Ε, πρβλ. Φίληβ. 57Β· τι [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 110Α· εἴ σφε κρίνειεν Πάρις Εὐρ. Τρῳ. 928, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1102, Ἐκκλ. 1155. 8) μετ’ ἀπαρ. μόνον, εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ πράξω τι, Ἐπιστ. π. Τίτ. γ΄, 12, πρβλ. Ἐπιστ. π. Κορ. Α΄, β΄, 2, Διόδ. 15. 32· ζῆν μεθ’ ὧν κρίνῃ τις (δηλ. ζῆν), μεθ’ ὧν προτιμᾷ νὰ ζῇ, Μένανδρ. ἐν «Φιλαφέλφοις» 5. 9) [[σχηματίζω]] κρίσιν [[περί]] τινος, μὴ κρῖν’ ὁρῶν τὸ [[κάλλος]] ὁ αὐτ. ἐν Μονοστ. 333, πρβλ. Ἄδηλ. 58. ΙΙΙ. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ἐρωτῶ, αὐτόν... [[ἅπας]] λεὼς κρίνει παριστὰς Σοφ. Τρ. 195· εἴ νιν πρὸς βίαν κρίνειν θέλοις [[αὐτόθι]] 388· καὶ κρῖνε κἀξέλεγξε ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 399· μὴ κρῖνε, μὴ’ξέταζε ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 586· σέ τοι, σὲ [[κρίνω]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1445. 2) [[φέρω]] εἰς κρίσιν, ὡς τὸ [[κατηγορέω]], Λυκοῦργ. 147. 43, πρβλ. Δημ. 26. 18., 230. 7., 413. 25, κτλ.· κρ. θανάτου, [[κρίνω]], [[δικάζω]] ἐν ζητήμασι περὶ ζωῆς καὶ θανάτου, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 14· κρ. τινὰς προδοσίας Λυκοῦργ. 164. 7· περὶ προδοσίας Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 137· κρ. τινὰ κακώσεως ἐπαρχίας, Λατ. repetundarum, Πλουτ. Καῖσ. 4· ― Παθ., κρίνομαι, φέρομαι εἰς δίκην, δικάζομαι, θανάτου κρίνεσθαι (ἴδε ἐν λ. [[θάνατος]]), Θουκ. 3. 57, πρβλ. 6. 29· τρὶς κρίνεται παρ’ ὑμῖν περὶ θανάτου Δημ. 53. 27· ἐκρίνετο τὴν περὶ Ὠρωποῦ κρίσιν θανάτου ὁ αὐτ. ἐν 535. 10· μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, κρίνεσθαι δώρων Λυσ. 178. 7, πρβλ. Λυκοῦργ. 164. 6· [[ὡσαύτως]], κρ. ἐπ’ ἀδικήματι Πλούτ. 241Ε· ἀπολ., ὁ κεκριμένος, Λατ. reus, Αἰσχίν. 49. 80· [[ἐντεῦθεν]], 3) [[ἐκφέρω]] ἀπόφασιν καταδικαστικήν, [[καταδικάζω]], ὡς τὸ [[κατακρίνω]], Σοφ. Τρ. 724, Δημ. 413. 16, Κ. Δ.· ― Παθ., δικάζομαι, καταδικάζομαι, κατακρίνομαι, κακούργου... ἐστι κριθέντ’ ἀποθανεῖν Δημ. 52. 2 (;). ― Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 56-57.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρίνω, Aeol. κρίννω; aor. ἔκρινα, aor. pass. ἐκρίθην, poët. κρίθην, 3 plur. κρίθεν, ptc. κρινθείς; perf. κέκρικα, plqperf. (ἐ)κεκρίκειν, perf. med.-pass. κέκριμαι, plqperf. (ἐ)κεκρίμην; fut. κρινῶ, ep. Ion. fut. κρινέω, fut. pass. κριθήσομαι scheiden, met acc. scheiden, onderscheiden:; καρπόν τε καὶ ἄχνας het kaf van het koren scheiden Il. 5.501; κρῖν ’ ἄνδρας κατὰ φῦλα scheid de mannen naar stammen Il. 2.362; τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακούς de goeden en de slechten onderscheiden Xen. Mem. 3.1.9; ook med. selecteren, uitkiezen:; κρίνασα δ ’ ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα na het beste deel van mijn burgers geselecteerd te hebben Aeschl. Eum. 487; κρίνοντες τὸν Ἀπόλλω... πρὸ Μαρσύου door Apollo te verkiezen boven Marsyas Plat. Resp. 399e; ook med.:; σὺ δ ’ ἐὺ κρίνασθαι ἑταίρους τρεῖς jij moet zorgvuldig drie makkers uitkiezen Od. 4.408; pass.: Λεσβίαδες κριννόμεναι φύαν vrouwen van Lesbos geselecteerd op hun schoonheid Alc. 130B 17; οἱ δὲ βασιλήιοι δικασταὶ κεκριμένοι ἀνδρες γίγνονται de koninklijke rechters zijn uitverkoren mannen Hdt. 3.31.3. beslissen (door een keuze te maken), met acc. beslissen, alg. bij geschillen:; οἵ τε τάχιστα ἔκριναν μέγα νεῖκος... πολέμοιο die een grote oorlogstwist in een mum van tijd kunnen beslissen Οd. 18.264; ἔργον δ ’ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ Ares zal de zaak met zijn dobbelstenen beslissen Aeschl. Sept. 414; oordelen, van oordeel zijn, met AcI:; κρίνω σε νικᾶν ik beslis dat jij de winnaar bent Aeschl. Ch. 903; κρίνειν μέγιστον ἀγαθὸν εἶναι πλοῦτον van oordeel zijn dat rijkdom het hoogste goed is Plat. Grg. 452c; beoordelen als, met dubb. acc.; pass.:; Ἑλλήνων ἕνα κριθέντ ’ ἄριστον als de allerbeste van de Grieken beoordeeld Soph. Ph. 1345; toewijzen, met acc. en dat.:; εἰ... κρίνειν ἔμελλε κράτος ἀριστείας τινί als hij (Achilles) de prijs voor dapperheid aan iemand zou toewijzen Soph. Ai. 443; med. het onder elkaar uitmaken, wedijveren:. κρινώμεθ ’ Ἄρηϊ laten we het onder elkaar uitmaken in de strijd Il. 2.385; κρινομένων δὲ περὶ ἀρετῆς terwijl zij wedijverden over hun voortreffelijkheid Hdt. 3.120.2; ὡς οὐ κρινοῦμαι τῶνδέ σοι τὰ πλείονα heus, over het meeste hiervan zullen wij geen conflict hebben Eur. Med. 609. spec. jur. uitspraak doen; veroordelen:; κρινεῖ δὲ δὴ τίς ταῦτα; en wie zal daarbij de rechter zijn? Aristoph. Ran. 805; met acc. v. h. inw. obj.:; οἳ... σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας die verkeerde uitspraken doen Il. 16.387; δίκας κ. recht spreken Hdt. 2.129.1; κ. ἄριστα op de beste manier uitspraak doen Thuc. 6.39.1; pass.: πῶς ἀγὼν κριθήσεται hoe het proces zal worden beslist Aeschl. Eum. 677; δώρων ἐκρίθησαν zij zijn veroordeeld voor corruptie Lys. 27.3; θανάτου... κρίνουσι zij (de ouderen) beslissen over leven en dood Xen. Cyr. 1.2.14. trag. ondervragen:. αὐτὸν Μηλιεὺς ἅπας λεὼς κρίνει παραστάς het hele volk van Malis staat om hem heen en ondervraagt hem Soph. Tr. 195. geneesk. tot een crisis brengen; Hp.; pass. in een kritieke fase komen. Hp.
|elnltext=κρίνω, Aeol. κρίννω; aor. ἔκρινα, aor. pass. ἐκρίθην, poët. κρίθην, 3 plur. κρίθεν, ptc. κρινθείς; perf. κέκρικα, plqperf. (ἐ)κεκρίκειν, perf. med.-pass. κέκριμαι, plqperf. (ἐ)κεκρίμην; fut. κρινῶ, ep. Ion. fut. κρινέω, fut. pass. κριθήσομαι scheiden, met acc. scheiden, onderscheiden:; καρπόν τε καὶ ἄχνας het kaf van het koren scheiden Il. 5.501; κρῖν’ ἄνδρας κατὰ φῦλα scheid de mannen naar stammen Il. 2.362; τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακούς de goeden en de slechten onderscheiden Xen. Mem. 3.1.9; ook med. selecteren, uitkiezen:; κρίνασα δ’ ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα na het beste deel van mijn burgers geselecteerd te hebben Aeschl. Eum. 487; κρίνοντες τὸν Ἀπόλλω... πρὸ Μαρσύου door Apollo te verkiezen boven Marsyas Plat. Resp. 399e; ook med.:; σὺ δ’ ἐὺ κρίνασθαι ἑταίρους τρεῖς jij moet zorgvuldig drie makkers uitkiezen Od. 4.408; pass.: Λεσβίαδες κριννόμεναι φύαν vrouwen van Lesbos geselecteerd op hun schoonheid Alc. 130B 17; οἱ δὲ βασιλήιοι δικασταὶ κεκριμένοι ἀνδρες γίγνονται de koninklijke rechters zijn uitverkoren mannen Hdt. 3.31.3. beslissen (door een keuze te maken), met acc. beslissen, alg. bij geschillen:; οἵ τε τάχιστα ἔκριναν μέγα νεῖκος... πολέμοιο die een grote oorlogstwist in een mum van tijd kunnen beslissen Οd. 18.264; ἔργον δ’ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ Ares zal de zaak met zijn dobbelstenen beslissen Aeschl. Sept. 414; oordelen, van oordeel zijn, met AcI:; κρίνω σε νικᾶν ik beslis dat jij de winnaar bent Aeschl. Ch. 903; κρίνειν μέγιστον ἀγαθὸν εἶναι πλοῦτον van oordeel zijn dat rijkdom het hoogste goed is Plat. Grg. 452c; beoordelen als, met dubb. acc.; pass.:; Ἑλλήνων ἕνα κριθέντ’ ἄριστον als de allerbeste van de Grieken beoordeeld Soph. Ph. 1345; toewijzen, met acc. en dat.:; εἰ... κρίνειν ἔμελλε κράτος ἀριστείας τινί als hij (Achilles) de prijs voor dapperheid aan iemand zou toewijzen Soph. Ai. 443; med. het onder elkaar uitmaken, wedijveren:. κρινώμεθ’ Ἄρηϊ laten we het onder elkaar uitmaken in de strijd Il. 2.385; κρινομένων δὲ περὶ ἀρετῆς terwijl zij wedijverden over hun voortreffelijkheid Hdt. 3.120.2; ὡς οὐ κρινοῦμαι τῶνδέ σοι τὰ πλείονα heus, over het meeste hiervan zullen wij geen conflict hebben Eur. Med. 609. spec. jur. uitspraak doen; veroordelen:; κρινεῖ δὲ δὴ τίς ταῦτα; en wie zal daarbij de rechter zijn? Aristoph. Ran. 805; met acc. v. h. inw. obj.:; οἳ... σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας die verkeerde uitspraken doen Il. 16.387; δίκας κ. recht spreken Hdt. 2.129.1; κ. ἄριστα op de beste manier uitspraak doen Thuc. 6.39.1; pass.: πῶς ἀγὼν κριθήσεται hoe het proces zal worden beslist Aeschl. Eum. 677; δώρων ἐκρίθησαν zij zijn veroordeeld voor corruptie Lys. 27.3; θανάτου... κρίνουσι zij (de ouderen) beslissen over leven en dood Xen. Cyr. 1.2.14. trag. ondervragen:. αὐτὸν Μηλιεὺς ἅπας λεὼς κρίνει παραστάς het hele volk van Malis staat om hem heen en ondervraagt hem Soph. Tr. 195. geneesk. tot een crisis brengen; Hp.; pass. in een kritieke fase komen. Hp.
}}
}}
{{etym
{{etym