δήμιος: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0562.png Seite 562]] <b class="b2">öffentlich,</b> das Volk, den Staat betreffend, dem Volk angehörend; Gegensatz [[ἴδιος]]: Hom. Odyss. 3, 82 [[πρῆξις]] δ' ἤδ' ἰδίη, οὐ [[δήμιος]], das masculin. [[δήμιος]] Homerisch anstatt des femin.; 4, 314 [[τίπτε]] δέ σε χρειὼ δεῦρ' ἤγαγε, –; δήμιον ἦ [[ἴδιον]]; »eine össenriiche oder eine Privatangelegenheit?«; 2, 32 ἦέ τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκεται ἠδ' ἀγορεύει; vs. 44 [[οὔτε]] τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκομαι οὐδ' [[ἀγορεύω]], ἀλλ' ἐμὸν [[αὐτοῦ]] χρεὶος; 20, 264 ἐπεὶ οὔ τοι δήμιός ἐστιν [[οἶκος]] ὅδ', ἀλλ' Ὀδυσῆος, ἐμοὶ δ' ἐκτήσατο [[κεῖνος]]; 8, 259 αἰσυμνῆται δὲ κριτοὶ [[ἐννέα]] πάντες ἀνέσταν δήμιοι, οἳ κατ' ἀγῶνας ἐὺ πρήσσεσκον ἕκαστα; Iliad. 17, 250 Ἀργείων ἡγήτορες ήδὲ μέδοντες, οἵ τε παρ' Ἀτρείδῃς δήμια πίνουσιν καὶ σημαίνουσιν [[ἕκαστος]] λαοἱς, auf öffentliche Kosten trinken. Aeschyl. Sept. 177 ἱερῶν δημίων; Ag. 640 πόλει μὲν [[ἕλκος]] ἓν τὸ δήμιον τοχεῖν; Suppl. 370. 699 τὸ δήμιον das<b class="b2"> Gemeinwesen,</b> der <b class="b2">Staat.</b> Die Attische Prosa gebraucht anstatt dieses Homerischen [[δήμιος]] lieber das bei Homer noch nicht vorkommende, nicht wie [[δήμιος]] von δημος, sondern von [[δημότης]] abgeleitete, aus δημο'τσιοσ entstandene [[δημόσιος]]. Doch blieb ὁ [[δήμιος]] die allgemein übliche Benennung für den vom Staate bestellten [[Scharfrichter]]: Ar. Eccl. 91; Lys. 13, 56; Plat. Legg. IX, 872 b; Sp. oft. – Plat. Rep. IV, 439 e νεκροὺς παρὰ τῷ δημίῳ κειμένους scheint der Richtplatz gemeint zu sein, ist aber l. d. Eustath. Iliad. 17, 250 p. 1105, 22 sagt Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι [[ἔκπαλαι]] μὲν οὐ ψεκτὸν ἦν, [[ὥσπερ]] οὐδὲ ὁ [[δῆμος]], [[οὕτως]] οὐδὲ ὁ [[δήμιος]] οὐδὲ τὸ δήμιον, ὡς δῆλον ἔκ τε τῶν δημιοπράτων, ὧν μέμνηται καὶ ὁ [[κωμικός]], καὶ ἐκ τῶν Ὁμηρικῶν δημιοεργῶν. ἐπεὶ δὲ [[ὕστερον]] ὁ [[δήμιος]] εἰς ἀεικὲς ἀπεκρίθη [[πρᾶγμα]], κολαστῇ γὰρ ἀνδρὶ ἀποκεκλήρωται τοὔνομα, ἤργησε μὲν ἡ [[χρῆσις]] τοῦ παλαιοῦ δημίου, ἐκαινίσθη δὲ ἀντ' αὐτοῦ ὁ [[δημόσιος]]. Dabei ist zu erinnern, daß Attisch der Scharfrichter auch [[δημόσιος]] hieß, s. s. v. [[δημόσιος]]. – Das femin. δημίῆ bezeichnete bei den Kypriern nach Hesych. eine [[öffentliche Hure]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0562.png Seite 562]] <b class="b2">öffentlich,</b> das Volk, den Staat betreffend, dem Volk angehörend; Gegensatz [[ἴδιος]]: Hom. Odyss. 3, 82 [[πρῆξις]] δ' ἤδ' ἰδίη, οὐ [[δήμιος]], das masculin. [[δήμιος]] Homerisch anstatt des femin.; 4, 314 [[τίπτε]] δέ σε χρειὼ δεῦρ' ἤγαγε, –; δήμιον ἦ [[ἴδιον]]; »eine össenriiche oder eine Privatangelegenheit?«; 2, 32 ἦέ τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκεται ἠδ' ἀγορεύει; vs. 44 [[οὔτε]] τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκομαι οὐδ' [[ἀγορεύω]], ἀλλ' ἐμὸν [[αὐτοῦ]] χρεὶος; 20, 264 ἐπεὶ οὔ τοι δήμιός ἐστιν [[οἶκος]] ὅδ', ἀλλ' Ὀδυσῆος, ἐμοὶ δ' ἐκτήσατο [[κεῖνος]]; 8, 259 αἰσυμνῆται δὲ κριτοὶ [[ἐννέα]] πάντες ἀνέσταν δήμιοι, οἳ κατ' ἀγῶνας ἐὺ πρήσσεσκον ἕκαστα; Iliad. 17, 250 Ἀργείων ἡγήτορες ήδὲ μέδοντες, οἵ τε παρ' Ἀτρείδῃς δήμια πίνουσιν καὶ σημαίνουσιν [[ἕκαστος]] λαοἱς, auf öffentliche Kosten trinken. Aeschyl. Sept. 177 ἱερῶν δημίων; Ag. 640 πόλει μὲν [[ἕλκος]] ἓν τὸ δήμιον τοχεῖν; Suppl. 370. 699 τὸ δήμιον das<b class="b2"> Gemeinwesen,</b> der <b class="b2">Staat.</b> Die Attische Prosa gebraucht anstatt dieses Homerischen [[δήμιος]] lieber das bei Homer noch nicht vorkommende, nicht wie [[δήμιος]] von δημος, sondern von [[δημότης]] abgeleitete, aus δημο'τσιοσ entstandene [[δημόσιος]]. Doch blieb ὁ [[δήμιος]] die allgemein übliche Benennung für den vom Staate bestellten [[Scharfrichter]]: Ar. Eccl. 91; Lys. 13, 56; Plat. Legg. IX, 872 b; Sp. oft. – Plat. Rep. IV, 439 e νεκροὺς παρὰ τῷ δημίῳ κειμένους scheint der Richtplatz gemeint zu sein, ist aber l. d. Eustath. Iliad. 17, 250 p. 1105, 22 sagt Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι [[ἔκπαλαι]] μὲν οὐ ψεκτὸν ἦν, [[ὥσπερ]] οὐδὲ ὁ [[δῆμος]], [[οὕτως]] οὐδὲ ὁ [[δήμιος]] οὐδὲ τὸ δήμιον, ὡς δῆλον ἔκ τε τῶν δημιοπράτων, ὧν μέμνηται καὶ ὁ [[κωμικός]], καὶ ἐκ τῶν Ὁμηρικῶν δημιοεργῶν. ἐπεὶ δὲ [[ὕστερον]] ὁ [[δήμιος]] εἰς ἀεικὲς ἀπεκρίθη [[πρᾶγμα]], κολαστῇ γὰρ ἀνδρὶ ἀποκεκλήρωται τοὔνομα, ἤργησε μὲν ἡ [[χρῆσις]] τοῦ παλαιοῦ δημίου, ἐκαινίσθη δὲ ἀντ' αὐτοῦ ὁ [[δημόσιος]]. Dabei ist zu erinnern, daß Attisch der Scharfrichter auch [[δημόσιος]] hieß, s. s. v. [[δημόσιος]]. – Das femin. δημίῆ bezeichnete bei den Kypriern nach Hesych. eine [[öffentliche Hure]].
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> du peuple, public : [[δήμιος]] [[οἶκος]] OD maison commune ; δήμια πίνειν IL boire <i>ou</i> festiner aux frais de tous ; τὸ δήμιον ESCHL la chose publique;<br /><b>2</b> choisi <i>ou</i> élu parmi le peuple;<br /><b>3</b> qui exerce une charge au nom du peuple : ὁ [[δήμιος]] ([[δοῦλος]]) exécuteur public, bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δήμιος''': Δωρ. δάμ-, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 55 α, ον, ([[δῆμος]])· - ἀνήκων εἰς τὸν λαόν, [[οἶκος]] Ὀδ. Υ. 264· αἰσυμνῆται δ., δικασταὶ ἐκλεγόμενοι ὑπὸ τοῦ δήμου, Θ. 259· πρῆξις δ΄ ἥδ’ ἰδίῃ, οὐ [[δήμιος]], οὐχὶ δημοσία, Γ. 82· οὕτω, δήμιον ἢ [[ἴδιον]] Δ. 314, πρβλ. 2. 32· ὡς ἐπίρρ., δήμια πίνειν, εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, μὲ ἔξοδα τοῦ κοινοῦ, Ἰλ. Ρ. 250· τὸ δήμιον, = τὸ κοινόν, τὸ δημόσιον, τὸ κοινόν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 370, 699· - πρβλ. [[δημόσιος]]. ΙΙ. ὁ [[δήμιος]] (ἐνν. [[δοῦλος]]), ὁ [[δημόσιος]] τῶν ποινῶν ἐκτελεστής, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81, Πλάτ. Πολ. 439Ε, Λυσίας 135. 9, Αἰσχίν. 44 ἐν τέλ., κτλ.· (δάμιος [[μαστίκτωρ]] ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 159)· [[ὡσαύτως]], ὁ κοινὸς [[δήμιος]] Πλάτ. Νόμ. 872Β. 2) [[δημόσιος]] [[ἰατρός]], πτωχὸς ἦν καὶ δήμιος Φοινικίδ. Ἀδήλ. 1. 13. - Πρβλ. [[δημόσιος]] ΙΙ, [[δημόκοινος]].
|lstext='''δήμιος''': Δωρ. δάμ-, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 55 α, ον, ([[δῆμος]])· - ἀνήκων εἰς τὸν λαόν, [[οἶκος]] Ὀδ. Υ. 264· αἰσυμνῆται δ., δικασταὶ ἐκλεγόμενοι ὑπὸ τοῦ δήμου, Θ. 259· πρῆξις δ΄ ἥδ’ ἰδίῃ, οὐ [[δήμιος]], οὐχὶ δημοσία, Γ. 82· οὕτω, δήμιον ἢ [[ἴδιον]] Δ. 314, πρβλ. 2. 32· ὡς ἐπίρρ., δήμια πίνειν, εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, μὲ ἔξοδα τοῦ κοινοῦ, Ἰλ. Ρ. 250· τὸ δήμιον, = τὸ κοινόν, τὸ δημόσιον, τὸ κοινόν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 370, 699· - πρβλ. [[δημόσιος]]. ΙΙ. ὁ [[δήμιος]] (ἐνν. [[δοῦλος]]), ὁ [[δημόσιος]] τῶν ποινῶν ἐκτελεστής, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81, Πλάτ. Πολ. 439Ε, Λυσίας 135. 9, Αἰσχίν. 44 ἐν τέλ., κτλ.· (δάμιος [[μαστίκτωρ]] ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 159)· [[ὡσαύτως]], ὁ κοινὸς [[δήμιος]] Πλάτ. Νόμ. 872Β. 2) [[δημόσιος]] [[ἰατρός]], πτωχὸς ἦν καὶ δήμιος Φοινικίδ. Ἀδήλ. 1. 13. - Πρβλ. [[δημόσιος]] ΙΙ, [[δημόκοινος]].
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> du peuple, public : [[δήμιος]] [[οἶκος]] OD maison commune ; δήμια πίνειν IL boire <i>ou</i> festiner aux frais de tous ; τὸ δήμιον ESCHL la chose publique;<br /><b>2</b> choisi <i>ou</i> élu parmi le peuple;<br /><b>3</b> qui exerce une charge au nom du peuple : ὁ [[δήμιος]] ([[δοῦλος]]) exécuteur public, bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth