Anonymous

δήμιος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> du peuple, public : [[δήμιος]] [[οἶκος]] OD maison commune ; δήμια πίνειν IL boire <i>ou</i> festiner aux frais de tous ; τὸ δήμιον ESCHL la chose publique;<br /><b>2</b> choisi <i>ou</i> élu parmi le peuple;<br /><b>3</b> qui exerce une charge au nom du peuple : ὁ [[δήμιος]] ([[δοῦλος]]) exécuteur public, bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]].
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> du peuple, public : [[δήμιος]] [[οἶκος]] OD maison commune ; δήμια πίνειν IL boire <i>ou</i> festiner aux frais de tous ; τὸ δήμιον ESCHL la chose publique;<br /><b>2</b> choisi <i>ou</i> élu parmi le peuple;<br /><b>3</b> qui exerce une charge au nom du peuple : ὁ [[δήμιος]] ([[δοῦλος]]) exécuteur public, bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δήμιος''': Δωρ. δάμ-, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 55 α, ον, ([[δῆμος]])· - ἀνήκων εἰς τὸν λαόν, [[οἶκος]] Ὀδ. Υ. 264· αἰσυμνῆται δ., δικασταὶ ἐκλεγόμενοι ὑπὸ τοῦ δήμου, Θ. 259· πρῆξις δ΄ ἥδ’ ἰδίῃ, οὐ [[δήμιος]], οὐχὶ δημοσία, Γ. 82· οὕτω, δήμιον ἢ [[ἴδιον]] Δ. 314, πρβλ. 2. 32· ὡς ἐπίρρ., δήμια πίνειν, εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, μὲ ἔξοδα τοῦ κοινοῦ, Ἰλ. Ρ. 250· τὸ δήμιον, = τὸ κοινόν, τὸ δημόσιον, τὸ κοινόν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 370, 699· - πρβλ. [[δημόσιος]]. ΙΙ. ὁ [[δήμιος]] (ἐνν. [[δοῦλος]]), [[δημόσιος]] τῶν ποινῶν ἐκτελεστής, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81, Πλάτ. Πολ. 439Ε, Λυσίας 135. 9, Αἰσχίν. 44 ἐν τέλ., κτλ.· (δάμιος [[μαστίκτωρ]] ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 159)· [[ὡσαύτως]], ὁ κοινὸς [[δήμιος]] Πλάτ. Νόμ. 872Β. 2) [[δημόσιος]] [[ἰατρός]], πτωχὸς ἦν καὶ δήμιος Φοινικίδ. Ἀδήλ. 1. 13. - Πρβλ. [[δημόσιος]] ΙΙ, [[δημόκοινος]].
|elnltext=δήμιος -α -ον en -ος -ον Dor. δάμιος [δῆμος] het volk betreffend, volks-:; αἰσυμνῆται δὲ κριτοί... δήμιοι officials die door het volk waren gekozen Od. 8.259: δήμια πίνειν op staatskosten drinken Il. 17.250; subst. ὁ δήμιος beul:. ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δήμιος de officiële staatsbeul Plat. Lg. 872b; τὸ δήμιον het volk Aeschl. Suppl. 370.
}}
{{elru
|elrutext='''δήμιος:'''<br /><b class="num">I</b> дор. δάμιος 2 и 3 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> (обще)народный, общественный ([[πρῆξις]] ἰδίη, οὐ δ. Hom.): δήμια πίνειν Hom. пить на общественный счет; δάμιος [[μαστίκτωρ]] Aesch. = [[δήμιος]] II;<br /><b class="num">2)</b> [[избранный народом]], [[выборный]] (αἱσυμνῆται Hom.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[δοῦλος]]) (тж. ὁ κοινὸς δ. Plat.) палач Lys., Arph., Plat., Aeschin.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''δήμιος:''' -ον και -α, -ον, Δωρ. [[δάμιος]], ([[δῆμος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στο δήμο, [[δημόσιος]], [[κοινός]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>αἰσυμνῆται δ</i>., δικαστές εκλεγμένοι από το λαό, στο ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>δήμια πίνειν</i>, με δημόσια [[δαπάνη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ὁ [[δήμιος]] (ενν. [[δοῦλος]]), [[δημόσιος]] [[εκτελεστής]], σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''δήμιος:''' -ον και -α, -ον, Δωρ. [[δάμιος]], ([[δῆμος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στο δήμο, [[δημόσιος]], [[κοινός]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>αἰσυμνῆται δ</i>., δικαστές εκλεγμένοι από το λαό, στο ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>δήμια πίνειν</i>, με δημόσια [[δαπάνη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ὁ [[δήμιος]] (ενν. [[δοῦλος]]), [[δημόσιος]] [[εκτελεστής]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δήμιος:'''<br /><b class="num">I</b> дор. δάμιος 2 и 3 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> (обще)народный, общественный ([[πρῆξις]] ἰδίη, οὐ δ. Hom.): δήμια πίνειν Hom. пить на общественный счет; δάμιος [[μαστίκτωρ]] Aesch. = [[δήμιος]] II;<br /><b class="num">2)</b> [[избранный народом]], [[выборный]] (αἱσυμνῆται Hom.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[δοῦλος]]) (тж. ὁ κοινὸς δ. Plat.) палач Lys., Arph., Plat., Aeschin.
|lstext='''δήμιος''': Δωρ. δάμ-, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 55 α, ον, ([[δῆμος]])· - ἀνήκων εἰς τὸν λαόν, [[οἶκος]] Ὀδ. Υ. 264· αἰσυμνῆται δ., δικασταὶ ἐκλεγόμενοι ὑπὸ τοῦ δήμου, Θ. 259· πρῆξις δ΄ ἥδ’ ἰδίῃ, οὐ [[δήμιος]], οὐχὶ δημοσία, Γ. 82· οὕτω, δήμιον ἢ [[ἴδιον]] Δ. 314, πρβλ. 2. 32· ὡς ἐπίρρ., δήμια πίνειν, εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, μὲ ἔξοδα τοῦ κοινοῦ, Ἰλ. Ρ. 250· τὸ δήμιον, = τὸ κοινόν, τὸ δημόσιον, τὸ κοινόν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 370, 699· - πρβλ. [[δημόσιος]]. ΙΙ. ὁ [[δήμιος]] (ἐνν. [[δοῦλος]]), ὁ [[δημόσιος]] τῶν ποινῶν ἐκτελεστής, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81, Πλάτ. Πολ. 439Ε, Λυσίας 135. 9, Αἰσχίν. 44 ἐν τέλ., κτλ.· (δάμιος [[μαστίκτωρ]] ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 159)· [[ὡσαύτως]], ὁ κοινὸς [[δήμιος]] Πλάτ. Νόμ. 872Β. 2) [[δημόσιος]] [[ἰατρός]], πτωχὸς ἦν καὶ δήμιος Φοινικίδ. Ἀδήλ. 1. 13. - Πρβλ. [[δημόσιος]] ΙΙ, [[δημόκοινος]].
}}
{{elnl
|elnltext=δήμιος -α -ον en -ος -ον Dor. δάμιος [δῆμος] het volk betreffend, volks-:; αἰσυμνῆται δὲ κριτοί... δήμιοι officials die door het volk waren gekozen Od. 8.259: δήμια πίνειν op staatskosten drinken Il. 17.250; subst. ὁ δήμιος beul:. ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δήμιος de officiële staatsbeul Plat. Lg. 872b; τὸ δήμιον het volk Aeschl. Suppl. 370.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δῆμος]]<br /><b class="num">I.</b> belonging to the [[people]], [[public]], Od.; αἰσυμνῆται δ. judges elected by the [[people]], Od.; neut. pl. as adv., δήμια πίνειν at the [[public]] [[cost]], Il.<br /><b class="num">II.</b> ὁ [[δήμιος]] (sc. [[δοῦλος]]), the [[public]] [[executioner]], Plat., etc.
|mdlsjtxt=[[δῆμος]]<br /><b class="num">I.</b> belonging to the [[people]], [[public]], Od.; αἰσυμνῆται δ. judges elected by the [[people]], Od.; neut. pl. as adv., δήμια πίνειν at the [[public]] [[cost]], Il.<br /><b class="num">II.</b> ὁ [[δήμιος]] (sc. [[δοῦλος]]), the [[public]] [[executioner]], Plat., etc.
}}
}}