διασκαριφάομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] dep. med., aufscharren, E. M. τοῖς ὄνυξι σκαλεύειν τὴν γῆν. Dah. = zerstören, auflösen, καὶ διελύσαμεν τὰς εὐτυχίας Isocr. 7, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] dep. med., aufscharren, E. M. τοῖς ὄνυξι σκαλεύειν τὴν γῆν. Dah. = zerstören, auflösen, καὶ διελύσαμεν τὰς εὐτυχίας Isocr. 7, 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>inf. ao.</i> διασκαριφήσασθαι;<br />saper ; <i>fig.</i> ruiner, détruire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], σκαριφάομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διασκᾰρῑφάομαι''': ἀποθ., ἐν περιλήψει [[περιγράφω]] ἢ [[διαγράφω]], «τὸ [[ἐπισεσυρμένως]] τι ποιεῖν καὶ μὴ μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. [[σκαριφάομαι]].
|lstext='''διασκᾰρῑφάομαι''': ἀποθ., ἐν περιλήψει [[περιγράφω]] ἢ [[διαγράφω]], «τὸ [[ἐπισεσυρμένως]] τι ποιεῖν καὶ μὴ μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. [[σκαριφάομαι]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>inf. ao.</i> διασκαριφήσασθαι;<br />saper ; <i>fig.</i> ruiner, détruire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], σκαριφάομαι.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διασκᾰρῑφάομαι:''' досл. подрывать, подкапывать, перен. разрушать (τὰς εὀτυχίας Isocr.).
|elrutext='''διασκᾰρῑφάομαι:''' досл. подрывать, подкапывать, перен. разрушать (τὰς εὀτυχίας Isocr.).
}}
}}