διασκαριφάομαι

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκᾰρῑφάομαι Medium diacritics: διασκαριφάομαι Low diacritics: διασκαριφάομαι Capitals: ΔΙΑΣΚΑΡΙΦΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diaskaripháomai Transliteration B: diaskariphaomai Transliteration C: diaskarifaomai Beta Code: diaskarifa/omai

English (LSJ)

A sketch in outline: hence, slur over, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν Isoc.7.12.
II Act., scratch the ground, of birds, Hsch.

German (Pape)

[Seite 602] dep. med., aufscharren, E. M. τοῖς ὄνυξι σκαλεύειν τὴν γῆν. Dah. = zerstören, auflösen, καὶ διελύσαμεν τὰς εὐτυχίας Isocr. 7, 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
inf. ao. διασκαριφήσασθαι;
saper ; fig. ruiner, détruire, acc..
Étymologie: διά, σκαριφάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

διασκᾰρῑφάομαι: ἀποθ., ἐν περιλήψει περιγράφωδιαγράφω, «τὸ ἐπισεσυρμένως τι ποιεῖν καὶ μὴ μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. σκαριφάομαι.

Russian (Dvoretsky)

διασκᾰρῑφάομαι: досл. подрывать, подкапывать, перен. разрушать (τὰς εὀτυχίας Isocr.).