3,274,742
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] dep. med., aufscharren, E. M. τοῖς ὄνυξι σκαλεύειν τὴν γῆν. Dah. = zerstören, auflösen, καὶ διελύσαμεν τὰς εὐτυχίας Isocr. 7, 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0602.png Seite 602]] dep. med., aufscharren, E. M. τοῖς ὄνυξι σκαλεύειν τὴν γῆν. Dah. = zerstören, auflösen, καὶ διελύσαμεν τὰς εὐτυχίας Isocr. 7, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>inf. ao.</i> διασκαριφήσασθαι;<br />saper ; <i>fig.</i> ruiner, détruire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], σκαριφάομαι. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασκᾰρῑφάομαι''': ἀποθ., ἐν περιλήψει [[περιγράφω]] ἢ [[διαγράφω]], «τὸ [[ἐπισεσυρμένως]] τι ποιεῖν καὶ μὴ μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. [[σκαριφάομαι]]. | |lstext='''διασκᾰρῑφάομαι''': ἀποθ., ἐν περιλήψει [[περιγράφω]] ἢ [[διαγράφω]], «τὸ [[ἐπισεσυρμένως]] τι ποιεῖν καὶ μὴ μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. [[σκαριφάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διασκᾰρῑφάομαι:''' досл. подрывать, подкапывать, перен. разрушать (τὰς εὀτυχίας Isocr.). | |elrutext='''διασκᾰρῑφάομαι:''' досл. подрывать, подкапывать, перен. разрушать (τὰς εὀτυχίας Isocr.). | ||
}} | }} |