διατριβή: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0608.png Seite 608]] ἡ, das Zerreiben, bes. das Verbrauchen der Zeit; – a) Verzögerung; διατριβὴν χρόνου ἐμποιεῖν, Thuc. 3, 38, wie Hdn. 3, 14, 9; ἐμβάλλειν, Plut. Nic. 20; διατριβῆς ἐγγινομένης, Thuc. 8, 9; Hdn. öfter; διατριβὴν ἔχειν, von Sachen, die Zeit erfordern, Plut. Pericl. 12; Luc. D. mar. 6, 2. Aehnl. δ. ἔσται ἀμφὶ [[ταῦτα]] Xen. Cyr. 6, 1, 20; διατριβὴν ποιεῖσθαι, zögern, Ggstz σπεύδειν, Isocr. 4, 164; dah. geradezu = Zögerung, tadelnd, Xen. Hell. 6, 5, 89. – Vom Orte, wo man verweilt, Plat. Charm. 153 a. – b) Verwenden der Zeit auf eine Beschäftigung, Studium; διατριβὰς ποιεῖσθαι [[περί]] τι, Lys. 16, 11; ἡ περὶ [[ταῦτα]] [[διατριβή]] Plat. Soph. 225 d; ᾡ περὶ Διόνυσον καὶ Ἀφροδίτην [[πᾶσα]] ἡ δ. Conv. 177 e; οὐκ ἀφανεῖς διατριβὰς [[διατρίβω]] Aesch. 1, 121; u. so Folgde gew.; [[πρός]] τι, Aesch. 2, 38; ἐπί τινι, Ar. Ran. 1498; οἷς ἡ δ. ἐπὶ ταῖς τῶν [[πέλας]] ἁμαρτίαις Arist. rhet. 2, 6, von den κωμῳδοποιοί – Uebh. = Lebensart; Xen. Apolog. 30; Leben, ἐν ἄστει, Sp. Auch = Unterredung; Plat. Phaedr. 227 b; vgl. διατριβὰς μετ' [[ἀλλήλων]] διέτριβον, Umgang, Aesch. 1, 147; Unterricht, Isocr. 12, 19; Vorlesung, Luc. Nigr. 25. – c) Zeitvertreib, Ergötzlichkeit; δ. καὶ γέλωτα παρέχειν τινί Aesch. 1, 175; vgl. Plut. Alc. 13; διατριβὴν παρεῖχον εἰ c. opt. Timol. 11; συμποσίου διατριβὴν ἐξεῦρε Alexis Ath. XIV, 642 c; Vergnügungsort, Plut. Flam. 3. – d) feindliche Reibung, Zwist; πολιτικαί Dion. Hal. 10, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0608.png Seite 608]] ἡ, das Zerreiben, bes. das Verbrauchen der Zeit; – a) Verzögerung; διατριβὴν χρόνου ἐμποιεῖν, Thuc. 3, 38, wie Hdn. 3, 14, 9; ἐμβάλλειν, Plut. Nic. 20; διατριβῆς ἐγγινομένης, Thuc. 8, 9; Hdn. öfter; διατριβὴν ἔχειν, von Sachen, die Zeit erfordern, Plut. Pericl. 12; Luc. D. mar. 6, 2. Aehnl. δ. ἔσται ἀμφὶ [[ταῦτα]] Xen. Cyr. 6, 1, 20; διατριβὴν ποιεῖσθαι, zögern, Ggstz σπεύδειν, Isocr. 4, 164; dah. geradezu = Zögerung, tadelnd, Xen. Hell. 6, 5, 89. – Vom Orte, wo man verweilt, Plat. Charm. 153 a. – b) Verwenden der Zeit auf eine Beschäftigung, Studium; διατριβὰς ποιεῖσθαι [[περί]] τι, Lys. 16, 11; ἡ περὶ [[ταῦτα]] [[διατριβή]] Plat. Soph. 225 d; ᾡ περὶ Διόνυσον καὶ Ἀφροδίτην [[πᾶσα]] ἡ δ. Conv. 177 e; οὐκ ἀφανεῖς διατριβὰς [[διατρίβω]] Aesch. 1, 121; u. so Folgde gew.; [[πρός]] τι, Aesch. 2, 38; ἐπί τινι, Ar. Ran. 1498; οἷς ἡ δ. ἐπὶ ταῖς τῶν [[πέλας]] ἁμαρτίαις Arist. rhet. 2, 6, von den κωμῳδοποιοί – Uebh. = Lebensart; Xen. Apolog. 30; Leben, ἐν ἄστει, Sp. Auch = Unterredung; Plat. Phaedr. 227 b; vgl. διατριβὰς μετ' [[ἀλλήλων]] διέτριβον, Umgang, Aesch. 1, 147; Unterricht, Isocr. 12, 19; Vorlesung, Luc. Nigr. 25. – c) Zeitvertreib, Ergötzlichkeit; δ. καὶ γέλωτα παρέχειν τινί Aesch. 1, 175; vgl. Plut. Alc. 13; διατριβὴν παρεῖχον εἰ c. opt. Timol. 11; συμποσίου διατριβὴν ἐξεῦρε Alexis Ath. XIV, 642 c; Vergnügungsort, Plut. Flam. 3. – d) feindliche Reibung, Zwist; πολιτικαί Dion. Hal. 10, 15.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de faire passer le temps ; délai, retard : ἔργα διατριβὴν ἔχοντα PLUT ouvrages qui demandent du temps ; διατριβὴν ποιεῖσθαι ISOCR prendre son temps;<br /><b>II.</b> manière d'employer le temps, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> passe-temps (jeu, conversation, <i>etc.</i>) ; διατριβὰς μετ’ [[ἀλλήλων]] διατρίβειν ESCHN passer son temps, <i>càd</i> converser les uns avec les autres;<br /><b>2</b> occupation sérieuse, travail, étude <i>surtout au plur.</i> διατριβὰς ποιεῖσθαι [[περί]] [[τι]], ἔν τινι s'adonner à qch ; <i>particul.</i> réunion de gens qui causent de lettres, d'art, de philosophie;<br /><b>3</b> <i>p. suite</i> genre de vie ; action de passer son temps, de vivre, de séjourner qqe part, séjour, fréquentation;<br /><b>4</b> lieu de passe-temps ; école.<br />'''Étymologie:''' [[διατρίβω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διατρῐβή''': ἡ, [[κατατριβή]], [[φθορά]], ἰδίως ἐπὶ χρόνου, [[κατανάλωσις]], χρόνου τε διατριβὰς… ἐφηῦρε…, πεσσούς κύβους τε, τρόπους τοῦ διέρχεσθαι καὶ δαπανᾶν τὸν χρόνον, διασκεδάσεις, Σοφ. Ἀποσπ. 380.1-[[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., <br />1) διασκέδασις, [[τέρψις]], Ἀριστοφ. Πλ. 923, Ἄλεξ. Ταραντ. 3.4, κτλ.· ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ διατριβῇ Δημ. 537.18· γέλωτα καὶ δ. παρέχειν τινὶ Αἰσχίν. 25.1· τοῦ συμποσίου δ. Ἄλεξ. Πολυκλ. 1· παρέσχε τοῖς κωμικοῖς δ., ὕλην διακωμῳδήσεως, Πλούτ. Περικλ. 4· ―[[τόπος]] διασκεδ<br />άσεως, Μένανδ. Ὑποβ.2.10, Βάτων Ἀνδρ.1.4. 2) σπουδαία ἐνασχόλησις, [[ἐργασία]], [[μελέτη]], ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. Πλάτ. Θεαιτ. 172C· διατριβὴν ποιεῖσθαι [[περί]] τι Λυσ. 146.35, Ἰσαῖ. 87.36· [[πρός]] τι Αἰσχίν. 33.15· ἐπί τινι Ἀριστοφ. Βατρ. 1498· ἰδίως ἐπὶ λόγου ἢ διδασκαλίας, Πλάτ. Ἀπολ. 37D· αἱ πολιτικαὶ δ. Διον. Ἁλ. 10.15.<br />β) σχολὴ φιλοσοφικὴ, Ἀθήν. 211C, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] [[τόπος]] [[ἔνθα]] γίνεται [[διδασκαλία]], [[σχολεῖον]], ὁ αὐτ. 350Α. 3) [[τρόπος]] ζωῆς, [[τρόπος]] καθ’ ὃν διέρχεταί τις τὸν χρόνον, δ. ἐν ἀγορᾷ Ἀριστοφ. Νεφ. 1058· δ. νέων ἐν δικαστηρίοις Ἀνδοκ. 32.2· ἡ ἐν Σικελίᾳ δ., ἡ [[ἐκεῖ]] [[διαμονή]], Ἐπ. Πλάτ. 337Ε· τὰς ἐν Λυκείῳ δ. ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 2Α· ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὕδατι τὴν δ., ἐν τῇ γῇ Ἀριστ. Ἱστ.Ζ. 8.3,12, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀπώλεια]], φθορὰ χρόνου, ἀναβολή, [[ἀργοπορία]], μετὰ γενικῆς χρόνου ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς, Εὐρ. Φοιν. 751, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Θουκ. 5.82· διατριβὴν ἐμποιεῖν, παρέχειν ὁ αὐτ. 3.38, Ξεν. Οικ. 8,13, κτλ.· διατριβὴν πότῳ ποεῖν, [[ἐπιμηκύνω]], [[παρατείνω]] [[συμπόσιον]], Ἄλεξ. Τιτθ.1. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ἀφορμὴ πρὸς ἐπιμονὴν ἔν τινι ζητήματι, πρβλ. [[ἐπιμονή]], Λατ. commοratio, Ἀριστ. Ρητ. 3.17,10. IV. [[συνέχεια]], [[διάρκεια]], ὁ αὐτ. Μετεωρ. 3.4,12.
|lstext='''διατρῐβή''': ἡ, [[κατατριβή]], [[φθορά]], ἰδίως ἐπὶ χρόνου, [[κατανάλωσις]], χρόνου τε διατριβὰς… ἐφηῦρε…, πεσσούς κύβους τε, τρόπους τοῦ διέρχεσθαι καὶ δαπανᾶν τὸν χρόνον, διασκεδάσεις, Σοφ. Ἀποσπ. 380.1-[[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., <br />1) διασκέδασις, [[τέρψις]], Ἀριστοφ. Πλ. 923, Ἄλεξ. Ταραντ. 3.4, κτλ.· ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ διατριβῇ Δημ. 537.18· γέλωτα καὶ δ. παρέχειν τινὶ Αἰσχίν. 25.1· τοῦ συμποσίου δ. Ἄλεξ. Πολυκλ. 1· παρέσχε τοῖς κωμικοῖς δ., ὕλην διακωμῳδήσεως, Πλούτ. Περικλ. 4· ―[[τόπος]] διασκεδ<br />άσεως, Μένανδ. Ὑποβ.2.10, Βάτων Ἀνδρ.1.4. 2) σπουδαία ἐνασχόλησις, [[ἐργασία]], [[μελέτη]], ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. Πλάτ. Θεαιτ. 172C· διατριβὴν ποιεῖσθαι [[περί]] τι Λυσ. 146.35, Ἰσαῖ. 87.36· [[πρός]] τι Αἰσχίν. 33.15· ἐπί τινι Ἀριστοφ. Βατρ. 1498· ἰδίως ἐπὶ λόγου ἢ διδασκαλίας, Πλάτ. Ἀπολ. 37D· αἱ πολιτικαὶ δ. Διον. Ἁλ. 10.15.<br />β) σχολὴ φιλοσοφικὴ, Ἀθήν. 211C, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] [[τόπος]] [[ἔνθα]] γίνεται [[διδασκαλία]], [[σχολεῖον]], ὁ αὐτ. 350Α. 3) [[τρόπος]] ζωῆς, [[τρόπος]] καθ’ ὃν διέρχεταί τις τὸν χρόνον, δ. ἐν ἀγορᾷ Ἀριστοφ. Νεφ. 1058· δ. νέων ἐν δικαστηρίοις Ἀνδοκ. 32.2· ἡ ἐν Σικελίᾳ δ., ἡ [[ἐκεῖ]] [[διαμονή]], Ἐπ. Πλάτ. 337Ε· τὰς ἐν Λυκείῳ δ. ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 2Α· ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὕδατι τὴν δ., ἐν τῇ γῇ Ἀριστ. Ἱστ.Ζ. 8.3,12, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀπώλεια]], φθορὰ χρόνου, ἀναβολή, [[ἀργοπορία]], μετὰ γενικῆς χρόνου ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς, Εὐρ. Φοιν. 751, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Θουκ. 5.82· διατριβὴν ἐμποιεῖν, παρέχειν ὁ αὐτ. 3.38, Ξεν. Οικ. 8,13, κτλ.· διατριβὴν πότῳ ποεῖν, [[ἐπιμηκύνω]], [[παρατείνω]] [[συμπόσιον]], Ἄλεξ. Τιτθ.1. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ἀφορμὴ πρὸς ἐπιμονὴν ἔν τινι ζητήματι, πρβλ. [[ἐπιμονή]], Λατ. commοratio, Ἀριστ. Ρητ. 3.17,10. IV. [[συνέχεια]], [[διάρκεια]], ὁ αὐτ. Μετεωρ. 3.4,12.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de faire passer le temps ; délai, retard : ἔργα διατριβὴν ἔχοντα PLUT ouvrages qui demandent du temps ; διατριβὴν ποιεῖσθαι ISOCR prendre son temps;<br /><b>II.</b> manière d'employer le temps, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> passe-temps (jeu, conversation, <i>etc.</i>) ; διατριβὰς μετ’ [[ἀλλήλων]] διατρίβειν ESCHN passer son temps, <i>càd</i> converser les uns avec les autres;<br /><b>2</b> occupation sérieuse, travail, étude <i>surtout au plur.</i> διατριβὰς ποιεῖσθαι [[περί]] [[τι]], ἔν τινι s'adonner à qch ; <i>particul.</i> réunion de gens qui causent de lettres, d'art, de philosophie;<br /><b>3</b> <i>p. suite</i> genre de vie ; action de passer son temps, de vivre, de séjourner qqe part, séjour, fréquentation;<br /><b>4</b> lieu de passe-temps ; école.<br />'''Étymologie:''' [[διατρίβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml