3,276,901
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de faire passer le temps ; délai, retard : ἔργα διατριβὴν ἔχοντα PLUT ouvrages qui demandent du temps ; διατριβὴν ποιεῖσθαι ISOCR prendre son temps;<br /><b>II.</b> manière d'employer le temps, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> passe-temps (jeu, conversation, <i>etc.</i>) ; διατριβὰς μετ’ [[ἀλλήλων]] διατρίβειν ESCHN passer son temps, <i>càd</i> converser les uns avec les autres;<br /><b>2</b> occupation sérieuse, travail, étude <i>surtout au plur.</i> διατριβὰς ποιεῖσθαι [[περί]] [[τι]], ἔν τινι s'adonner à qch ; <i>particul.</i> réunion de gens qui causent de lettres, d'art, de philosophie;<br /><b>3</b> <i>p. suite</i> genre de vie ; action de passer son temps, de vivre, de séjourner qqe part, séjour, fréquentation;<br /><b>4</b> lieu de passe-temps ; école.<br />'''Étymologie:''' [[διατρίβω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de faire passer le temps ; délai, retard : ἔργα διατριβὴν ἔχοντα PLUT ouvrages qui demandent du temps ; διατριβὴν ποιεῖσθαι ISOCR prendre son temps;<br /><b>II.</b> manière d'employer le temps, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> passe-temps (jeu, conversation, <i>etc.</i>) ; διατριβὰς μετ’ [[ἀλλήλων]] διατρίβειν ESCHN passer son temps, <i>càd</i> converser les uns avec les autres;<br /><b>2</b> occupation sérieuse, travail, étude <i>surtout au plur.</i> διατριβὰς ποιεῖσθαι [[περί]] [[τι]], ἔν τινι s'adonner à qch ; <i>particul.</i> réunion de gens qui causent de lettres, d'art, de philosophie;<br /><b>3</b> <i>p. suite</i> genre de vie ; action de passer son temps, de vivre, de séjourner qqe part, séjour, fréquentation;<br /><b>4</b> lieu de passe-temps ; école.<br />'''Étymologie:''' [[διατρίβω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=διατριβή -ῆς, ἡ [διατρίβω] van tijd tijdgebruik:; ὄνομα δ’ ἑκάστου διατριβὴ πολλὴ λέγειν het neemt veel tijd de naam van ieder afzonderlijk te vertellen Eur. Phoen. 751; tijdverlies, oponthoud:; διατριβὴν ἐμποιεῖν oponthoud veroorzaken Thuc. 3.38.1; μηδεμίαν ποιεῖσθαι διατριβήν zich geen oponthoud gunnen (geen tijd verliezen) Isocr. 4.164; uitbr.: οὐκ ἔχει πολλὰς διατριβάς (een politieke rede) biedt niet veel gelegenheid om uit te weiden Aristot. Rh. 1418a27. concr. tijdbesteding, tijdverdrijf:; εἰ μὴ φανεῖται διατριβή τις τῷ βίῳ als er geen tijdverdrijf in het leven zal zijn Aristoph. Pl. 923; ἡ ἐν τοῖς οἴνοις δ. het tijdverdrijf met wijn Plat. Lg. 641c; serieuze bezigheid, studie:; περὶ Διόνυσον καὶ Ἀφροδίτην πᾶσα ἡ διατριβή zijn hele bezigheid geldt Dionysus en Aphrodite Plat. Smp. 177e; school:; ὧν οἱ ἀδελφοὶ ἐν ταύτῃ τῇ διατριβῇ γεγόνασιν wier broers in onze school aanwezig zijn geweest Plat. Ap. 33e; debat, gesprek:. περί... νόμων τὴν διατριβήν... ποιήσασθαι een debat houden over wetten Plat. Lg. 625a; οὐκ οἷοί τε ἐγένεσθε ἐνεγκεῖν τὰς ἐμὰς διατριβάς jullie waren niet in staat mijn gesprekken te verdragen Plat. Ap. 37d. van plaats verblijf:; ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ τὴν διατριβὴν ποιεῖσθαι op dezelfde plaats verblijf houden Hp. VM 16; ἐν ἀγορᾷ τὴν διατριβὴν ψέγεις jij keurt het verblijf op de agora af Aristoph. Nub. 1055; verblijfplaats:. ᾖα ἐπὶ τὰς συνήθεις διατριβάς ik ging naar de vertrouwde hang-outs Plat. Chrm. 153a. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διατρῐβή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> (тж. δ. χρόνου Thuc.) промедление, задержка: διατριβῆς γιγνομένης Thuc. так как произошла задержка; μηδεμίαν ποιεῖσθαι διατριβήν Isocr. не терять времени; διατριβὴν ἔχειν Plut., Luc. требовать (длительного) времени;<br /><b class="num">2)</b> [[времяпрепровождение]], [[занятие]]: διατριβὰς ποιεῖσθαι ἐπί τι Lys. проводить время в чем-л.; δ. περί τι Plat., ἐπί τινι Arph., Arst., πρός τι Aeschin. и ἔν τινι Arst. занятие чем-л.; ἀφανεῖς διατριβὰς διατρίβειν Aeschin. заниматься неизвестными делами;<br /><b class="num">3)</b> [[образ жизни]] ([[δουλοπρεπής]] Xen.; ἐν τῷ ὑγρῷ или ἐν ὕδατι, ἐπὶ τῶν πετρῶν Arst.; διατριβαὶ καὶ δίαιται ἐλευθέριοι Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[беседа]] (διατριβὰς μετ᾽ [[ἀλλήλων]] διατρίβειν Aeschin.; διαλεκτικὰς ποιεῖσθαι τὰς διατριβάς Arst.): τίς [[οὖν]] δὴ ἦν ἡ δ.; Plat. о чем же это шла беседа?;<br /><b class="num">5)</b> [[развлечение]], [[забава]] (διατριβὴν παρέχειν τινί Aeschin., Plut.);<br /><b class="num">6)</b> [[место увеселений]] (διατριβαὶ καὶ λειμῶνες ἡδεῖς Plut.);<br /><b class="num">7)</b> [[обучение]], [[школа]] (οἱ μετεσχηκότες τῆς ἐμῆς διατριβῆς Isocr.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διατρῐβή:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρόπος]] κατανάλωσης του χρόνου, από όπου, [[παιχνίδι]], [[διασκέδαση]], σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιμελής]] [[ασχολία]], [[μελέτη]], [[σπουδή]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[τρόπος]] ζωής, [[τρόπος]] με τον οποίο περνά [[κανείς]] το χρόνο του, βίου, <i>δ. ἐν ἀγορᾷ</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[χάσιμο]] χρόνου, [[καθυστέρηση]], [[χρονοτριβή]], σε Ευρ.· στον πληθ., σε Θουκ. | |lsmtext='''διατρῐβή:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρόπος]] κατανάλωσης του χρόνου, από όπου, [[παιχνίδι]], [[διασκέδαση]], σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιμελής]] [[ασχολία]], [[μελέτη]], [[σπουδή]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[τρόπος]] ζωής, [[τρόπος]] με τον οποίο περνά [[κανείς]] το χρόνο του, βίου, <i>δ. ἐν ἀγορᾷ</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[χάσιμο]] χρόνου, [[καθυστέρηση]], [[χρονοτριβή]], σε Ευρ.· στον πληθ., σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διατρῐβή''': ἡ, [[κατατριβή]], [[φθορά]], ἰδίως ἐπὶ χρόνου, [[κατανάλωσις]], χρόνου τε διατριβὰς… ἐφηῦρε…, πεσσούς κύβους τε, τρόπους τοῦ διέρχεσθαι καὶ δαπανᾶν τὸν χρόνον, διασκεδάσεις, Σοφ. Ἀποσπ. 380.1-[[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., <br />1) διασκέδασις, [[τέρψις]], Ἀριστοφ. Πλ. 923, Ἄλεξ. Ταραντ. 3.4, κτλ.· ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ διατριβῇ Δημ. 537.18· γέλωτα καὶ δ. παρέχειν τινὶ Αἰσχίν. 25.1· τοῦ συμποσίου δ. Ἄλεξ. Πολυκλ. 1· παρέσχε τοῖς κωμικοῖς δ., ὕλην διακωμῳδήσεως, Πλούτ. Περικλ. 4· ―[[τόπος]] διασκεδ<br />άσεως, Μένανδ. Ὑποβ.2.10, Βάτων Ἀνδρ.1.4. 2) σπουδαία ἐνασχόλησις, [[ἐργασία]], [[μελέτη]], ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. Πλάτ. Θεαιτ. 172C· διατριβὴν ποιεῖσθαι [[περί]] τι Λυσ. 146.35, Ἰσαῖ. 87.36· [[πρός]] τι Αἰσχίν. 33.15· ἐπί τινι Ἀριστοφ. Βατρ. 1498· ἰδίως ἐπὶ λόγου ἢ διδασκαλίας, Πλάτ. Ἀπολ. 37D· αἱ πολιτικαὶ δ. Διον. Ἁλ. 10.15.<br />β) σχολὴ φιλοσοφικὴ, Ἀθήν. 211C, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] [[τόπος]] [[ἔνθα]] γίνεται [[διδασκαλία]], [[σχολεῖον]], ὁ αὐτ. 350Α. 3) [[τρόπος]] ζωῆς, [[τρόπος]] καθ’ ὃν διέρχεταί τις τὸν χρόνον, δ. ἐν ἀγορᾷ Ἀριστοφ. Νεφ. 1058· δ. νέων ἐν δικαστηρίοις Ἀνδοκ. 32.2· ἡ ἐν Σικελίᾳ δ., ἡ [[ἐκεῖ]] [[διαμονή]], Ἐπ. Πλάτ. 337Ε· τὰς ἐν Λυκείῳ δ. ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 2Α· ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὕδατι τὴν δ., ἐν τῇ γῇ Ἀριστ. Ἱστ.Ζ. 8.3,12, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀπώλεια]], φθορὰ χρόνου, ἀναβολή, [[ἀργοπορία]], μετὰ γενικῆς χρόνου ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς, Εὐρ. Φοιν. 751, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Θουκ. 5.82· διατριβὴν ἐμποιεῖν, παρέχειν ὁ αὐτ. 3.38, Ξεν. Οικ. 8,13, κτλ.· διατριβὴν πότῳ ποεῖν, [[ἐπιμηκύνω]], [[παρατείνω]] [[συμπόσιον]], Ἄλεξ. Τιτθ.1. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, ἀφορμὴ πρὸς ἐπιμονὴν ἔν τινι ζητήματι, πρβλ. [[ἐπιμονή]], Λατ. commοratio, Ἀριστ. Ρητ. 3.17,10. IV. [[συνέχεια]], [[διάρκεια]], ὁ αὐτ. Μετεωρ. 3.4,12. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |