δυσάλωτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0675.png Seite 675]] schwer zu fangen, einzunehmen; [[ἀρχή]] Aesch. Prom. 196; [[ἄγρα]] Plat. Lys. 206 a; Folgende; – κακῶν δ., vom Unglücke schwer zu fassen, Soph. O. C. 1721, ch. – Übertr., schwer zu fassen, zu begreifen, Plat. Tim. 51 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0675.png Seite 675]] schwer zu fangen, einzunehmen; [[ἀρχή]] Aesch. Prom. 196; [[ἄγρα]] Plat. Lys. 206 a; Folgende; – κακῶν δ., vom Unglücke schwer zu fassen, Soph. O. C. 1721, ch. – Übertr., schwer zu fassen, zu begreifen, Plat. Tim. 51 b.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à prendre ; difficile à conquérir ; [[δυσάλωτος]] κακῶν SOPH hors de l'atteinte du malheur.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἁλίσκομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσάλωτος''': -ον, ὃν δυσκόλως συλλαμβάνει τις ἢ λαμβάειν, [[ἄγρα]] Πλάτ. Λύσ. 206Α· ἐπὶ πτηνῶν καὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 6., 9. 11, 5. 2) ὃν δυσκόλως νικᾷ τις ἢ κυριεύει, ἀρχὰ Αἰσχύλ. Πρ. 166· μετὰ γεν., δ. κακῶν, ὃν δὲν δύνανται νὰ καταλάβωσι τὰ κακά, Σοφ. Ο. Κ. 1723. 3) [[δύσληπτος]], [[δυσνόητος]], Πλάτ. Τιμ. 51Α.
|lstext='''δυσάλωτος''': -ον, ὃν δυσκόλως συλλαμβάνει τις ἢ λαμβάειν, [[ἄγρα]] Πλάτ. Λύσ. 206Α· ἐπὶ πτηνῶν καὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 6., 9. 11, 5. 2) ὃν δυσκόλως νικᾷ τις ἢ κυριεύει, ἀρχὰ Αἰσχύλ. Πρ. 166· μετὰ γεν., δ. κακῶν, ὃν δὲν δύνανται νὰ καταλάβωσι τὰ κακά, Σοφ. Ο. Κ. 1723. 3) [[δύσληπτος]], [[δυσνόητος]], Πλάτ. Τιμ. 51Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à prendre ; difficile à conquérir ; [[δυσάλωτος]] κακῶν SOPH hors de l'atteinte du malheur.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἁλίσκομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml