δυσάλωτος
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A hard to catch or hard to take, ἄγρα Pl.Ly.206a (Comp.); of birds and fish, Arist.HA615a17,599b25; ἐρύματα Ph.2.133.
2 hard to conquer, ἀρχά A.Pr.167 (lyr.); πάθος Luc.Abd.18 (Sup.); immune, τοῖς ἔξωθεν αἰτίοις δυσάλωτον σῶμα Gal.4.742; πρὸς νόσους Sor.1.32 (Comp.): c. gen., δυσάλωτος κακῶν beyond reach of ills, S. OC1723(lyr.).
3 hard to comprehend, Pl.Ti.51a (Sup.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1difícil de tomar o conquistar, ἀρχά A.Pr.167, ὀχυρώματα IIasos 612.20 (II a.C.), πόλις D.H.1.66, cf. 5.43, I.AI 8.364, φρουρίων δυσάλωτοι κατασκευαί I.BI 7.370, cf. Plu.2.311c, Gr.Naz.M.36.345A, χωρίον Plu.2.181c, cf. D.C.41.12.2, ἐρύματα Ph.2.133, c. dat. instrum. (πύργοι) δυσάλωτοι πυρί I.BI 3.284
•neutr. subst. τὸ δυσάλωτον = dificultad para conquistar τῆς φρουρᾶς Gr.Naz.M.36.345A.
2 difícil de atrapar o capturar ἄγρα Pl.Ly.206a, cf. Arist.HA 615a17, de los atunes, Arist.HA 599b25, Ath.301e, λῃσταί Hld.2.24.1.
II de pers. y abstr.
1 que está fuera del alcance, inalcanzable c. gen. κακῶν γὰρ δ. οὐδείς nadie está fuera del alcance de desgracias S.OC 1723, c. dat. τοῖς ἀντιπάλοις δυσάλωτοι Philostr.Gym.35, καὶ τῷ θεῷ δ. ἐφαίνετο = incluso para el dios parecía difícil de atrapar ref. a un amor inalcanzable, X.Eph.1.2.1, ὕπνῳ Hld.4.4.2
•sin rég. bien protegido, invulnerable Luc.Tyr.15, Plu.2.532c
•en un asedio inexpugnable οἱ Φαλίσκοι ... δυσάλωτοι ὄντες D.C.24.3
•de Dios difícil de alcanzar δυσάλωτόν τι χρῆμα καὶ δυσθήρατον Clem.Al.Strom.2.2.5.
2 fig., de abstr. difícil de captar o comprender εἶδός τι Pl.Ti.51a
•difícil de dominar πάθος ἁπάντων παθῶν τὸ δυσαλωτότατον Luc.Abd.18, τὴν δυσάλωτον ἰσχὺν δεδιώς Ph.1.670.
3 medic. poco propicio a caer en la enfermedad, que ofrece resistencia c. dat. o giro prep. σώματα ... δυσάλωτα ... ταῖς νόσοις Dsc.Ther.proem.p.46, τῶν γυναικῶν δυσαλωτοτέρας πρὸς νόσους Sor.1.9.70, τοῖς ἔξωθεν αἰτίοις τὸ συμμέτρως διακείμενον σῶμα δ. Gal.4.742, tb. sin rég. τὸ σῶμα τηρῶν δυσάλωτον Plu.Caes.17.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu fangen, einzunehmen; ἀρχή Aesch. Prom. 196; ἄγρα Plat. Lys. 206 a; Folgende; – κακῶν δ., vom Unglücke schwer zu fassen, Soph. O. C. 1721, ch. – Übertr., schwer zu fassen, zu begreifen, Plat. Tim. 51 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à prendre ; difficile à conquérir ; δυσάλωτος κακῶν SOPH hors de l'atteinte du malheur.
Étymologie: δυσ-, ἁλίσκομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσάλωτος:
1 трудноуловимый, неуловимый (ἄγρα Plat.; τροχίλος, ἰχθύς Arst.);
2 с трудом завоевываемый, неприступный (ἀρχή Aesch.; χωρίον Plut.);
3 недоступный, недостижимый: κακῶν δ. οὐδείς Soph. никому не избежать злой судьбы;
4 трудный для понимания, непостижимый (ἀπορώτατος καὶ δυσαλωτότατος Plat.);
5 неуязвимый (для болезней), т. е. выносливый, закаленный (σῶμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσάλωτος: -ον, ὃν δυσκόλως συλλαμβάνει τις ἢ λαμβάειν, ἄγρα Πλάτ. Λύσ. 206Α· ἐπὶ πτηνῶν καὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 6., 9. 11, 5. 2) ὃν δυσκόλως νικᾷ τις ἢ κυριεύει, ἀρχὰ Αἰσχύλ. Πρ. 166· μετὰ γεν., δ. κακῶν, ὃν δὲν δύνανται νὰ καταλάβωσι τὰ κακά, Σοφ. Ο. Κ. 1723. 3) δύσληπτος, δυσνόητος, Πλάτ. Τιμ. 51Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσάλωτος, -ον)
αυτός που δύσκολα κυριεύεται, δυσπόρθητος
αρχ.-μσν.
αήττητος
αρχ.
1. (για αρρώστια) δυσθεράπευτος
2. δυσνόητος.
Greek Monotonic
δυσάλωτος: -ον (ἁλῶναι),·
I. δύσκολος στο να συλληφθεί ή να πιαστεί, ἄγρα, σε Πλάτ.
2. δύσκολος στο να κατακτηθεί, δυσπόρθητος, οχυρός, σε Αισχύλ.· με γεν., δ. κακῶν, μακριά από την επιρροή των κακών, σε Σοφ.
Middle Liddell
δυσ-άλωτος, ον adj ἁλῶναι
1. hard to catch or take, ἄγρα Plat.
2. hard to conquer, Aesch.; c. gen., δ. κακῶν beyond reach of ills, Soph.
English (Woodhouse)
Translations
invulnerable
Belarusian: непаражальны; Bulgarian: неуязвим; Catalan: invulnerable; Czech: nezranitelný; Dutch: onkwetsbaar; Esperanto: nevundebla; French: invulnérable; German: unverwundbar; Greek: απρόσβλητος, άτρωτος; Ancient Greek: ἀδήλητος, ἀδιακόντιστος, ἀνούτατος, ἀνούτητος, ἀπήμαντος, ἄρρηκτος, ἄτμητος, ἀτόρητος, ἄτρωτος, δυσάλωτος, δύστρωτος; Hungarian: sebezhetetlen; Italian: invulnerabile; Latin: invulnerabilis, atrotus; Norwegian Bokmål: usårbar; Polish: niewrażliwy; Romanian: invulnerabil; Russian: неуязвимый; Slovak: nezraniteľný; Spanish: invulnerable; Ukrainian: невразливий