κάλχη: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1315.png Seite 1315]] ἡ, 1) die Purpurschnecke, der Purpursaft, Nic. Al. 391, [[varia lectio|v.l.]] [[χάλκη]], die Purpurfarbe, [[χρῶμα]] ὅμοιον κάλχῃ Strab. XI p. 529. – 2) die Volute oder Schnecke am Knauf der ionischen Säule, Inscr. I. p. 282. – 3) eine Blume, Ath. XV, 682 a, aus Alcman.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1315.png Seite 1315]] ἡ, 1) die Purpurschnecke, der Purpursaft, Nic. Al. 391, [[varia lectio|v.l.]] [[χάλκη]], die Purpurfarbe, [[χρῶμα]] ὅμοιον κάλχῃ Strab. XI p. 529. – 2) die Volute oder Schnecke am Knauf der ionischen Säule, Inscr. I. p. 282. – 3) eine Blume, Ath. XV, 682 a, aus Alcman.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />murex, <i>coquillage donnant la pourpre</i>.<br />'''Étymologie:''' mot pê emprunté.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάλχη''': ἡ, ([[ἴσως]] συγγενεύει τῷ [[κόγχη]]) ὁ [[κοχλίας]] τῆς πορφύρας, ἀλλαχοῦ [[πορφύρα]], Νικ. Ἀλ. 393. 2) πορφυρᾶ [[βαφή]], Στράβ. 529. ΙΙ. ἡ [[ἕλιξ]] τοῦ κιονοκράνου, «[[μέρος]] κεφαλῆς κίονος» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 90, ὁ Böckh. νομίζει ὅτι αἱ κάλχαι ἢ χάλκαι (ἐν τῷ Ἐρεχθείῳ) [[εἶναι]] ὁ ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτου μέρους τοῦ ἐπιστυλίου [[διάκοσμος]], ἴδε σ. 282. ΙΙΙ. [[εἶδος]] βοτάνης χρώματος [[ὡσαύτως]] πορφυροῦ, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 682Α· ― φέρεται [[χάλκη]] ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 60.
|lstext='''κάλχη''': ἡ, ([[ἴσως]] συγγενεύει τῷ [[κόγχη]]) ὁ [[κοχλίας]] τῆς πορφύρας, ἀλλαχοῦ [[πορφύρα]], Νικ. Ἀλ. 393. 2) πορφυρᾶ [[βαφή]], Στράβ. 529. ΙΙ. ἡ [[ἕλιξ]] τοῦ κιονοκράνου, «[[μέρος]] κεφαλῆς κίονος» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 90, ὁ Böckh. νομίζει ὅτι αἱ κάλχαι ἢ χάλκαι (ἐν τῷ Ἐρεχθείῳ) [[εἶναι]] ὁ ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτου μέρους τοῦ ἐπιστυλίου [[διάκοσμος]], ἴδε σ. 282. ΙΙΙ. [[εἶδος]] βοτάνης χρώματος [[ὡσαύτως]] πορφυροῦ, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 682Α· ― φέρεται [[χάλκη]] ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 60.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />murex, <i>coquillage donnant la pourpre</i>.<br />'''Étymologie:''' mot pê emprunté.
}}
}}
{{grml
{{grml