κάλχη

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλχη Medium diacritics: κάλχη Low diacritics: κάλχη Capitals: ΚΑΛΧΗ
Transliteration A: kálchē Transliteration B: kalchē Transliteration C: kalchi Beta Code: ka/lxh

English (LSJ)

ἡ, (perhaps a loanword)
A murex, purple limpet, = πορφύρα, Nic.Al.393.
2 purple dye, Str.11.14.9.
II rosette on the capitals of columns, IG12.372.90, 4.1484.83 (Epid., iv B.C.), 11(2).161A73 (Delos, iii B.C.), Hsch.:—written χάλκη IG12.374.317, al., χάλχη ib.374.103.
III purple flower, Chrysanthemum coronarium, Alcm.39, Nic.Dam.76J.:—written χάλκη in Nic.Fr.74.60, cf. Ps.-Dsc.4.58.

German (Pape)

[Seite 1315] ἡ, 1) die Purpurschnecke, der Purpursaft, Nic. Al. 391, v.l. χάλκη, die Purpurfarbe, χρῶμα ὅμοιον κάλχῃ Strab. XI p. 529. – 2) die Volute oder Schnecke am Knauf der ionischen Säule, Inscr. I. p. 282. – 3) eine Blume, Ath. XV, 682 a, aus Alcman.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
murex, coquillage donnant la pourpre.
Étymologie: mot pê emprunté.

Greek (Liddell-Scott)

κάλχη: ἡ, (ἴσως συγγενεύει τῷ κόγχη) ὁ κοχλίας τῆς πορφύρας, ἀλλαχοῦ πορφύρα, Νικ. Ἀλ. 393. 2) πορφυρᾶ βαφή, Στράβ. 529. ΙΙ. ἡ ἕλιξ τοῦ κιονοκράνου, «μέρος κεφαλῆς κίονος» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 90, ὁ Böckh. νομίζει ὅτι αἱ κάλχαι ἢ χάλκαι (ἐν τῷ Ἐρεχθείῳ) εἶναι ὁ ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτου μέρους τοῦ ἐπιστυλίου διάκοσμος, ἴδε σ. 282. ΙΙΙ. εἶδος βοτάνης χρώματος ὡσαύτως πορφυροῦ, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 682Α· ― φέρεται χάλκη ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 60.

Greek Monolingual

η (Α κάλχη και χάλκη και χάλχη)
ο κοχλίας ή ο έλικας του ιωνικού κιονοκράνου
αρχ.
1. ο κοχλίας της πορφύρας, το κοχλιοειδές μαλάκιο πορφύρα
2. η πορφύρα, η πορφυρή βαφή που βγαίνει από το μαλάκιο πορφύρα
3. το φυτό χρυσάνθεμο το στεφανωματικό που έχει πορφυρό χρώμα
4. (κατά τον φιλόλ. Bockh) στον πληθ. κάλχαι ή χάλκαι
ο γλυπτικός διάκοσμος που υπάρχει στο ανώτατο μέρος του επιστυλίου του Ερεχθείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Η σύνδεση του τ. με το κύριο όν. Κάλχας είναι ατεκμηρίωτη. Οι τ. χάλκη και χάλχη αποτελούν άλλες γραφές του τ. κάλχη: ο πρώτος ερμηνεύεται με μετάθεση του δασέος (-χ-), ενώ ο δεύτερος είναι προϊόν συμφυρμού τών κάλχη και χάλκη.

Greek Monotonic

κάλχη: ἡ, βυσσινί πεταλίδα.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: murex, purple flower, Chrysanthemum coronarium (Alcm., Nic., Str.), metaph. as building term rosette of a capital (Att., hell., inscr.).
Other forms: with replacement of aspiration χάλκη (Meisterhans3 103f.), also (through mix) χάλχη
Derivatives: - Denomin. verb καλχαίνω, prop. in med. be purple (Nic. Th. 641), metaphor. trans. ponder deeply (ἔπος, S. Ant. 20), intr. be unquiet, excited (E. Herakl. 40), long for (Lyc. 1457).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - The meaning ponder, be excited, may have arisen after πορφύρα: πορφύρω, which were connected with each other. The comparison with OE gealg sad, dark (Holthausen IF 20, 322; WP. 1, 540) is unnecessary. - Whether also the name of the seer Κάλχας as "the toiler" belongs here (Carnoy Les ét. class. 24, 102), is quite uncertain. On Κάλχας, -αντος and Καλχα-δών also Kretschmer Glotta 14, 100. Loan of unknown origin (Kretschmer Einleitung 167 n. 3).

Middle Liddell

κάλχη, ἡ,
the murex or purple limpet.

Frisk Etymology German

κάλχη: {kálkhē}
Forms: mit Hauchversetzung χάλκη (Meisterhans3 103f.), auch (durch Vermischung der beiden Formen) χάλχη
Grammar: f.
Meaning: Purpurschnecke, Purpur, purpurrote Blume, Chrysanthemum coronarium (Alkm., Nik., Str. u. a.), übertr. als Ausdruck der Baukunst Rosette eines Kapitells (att. u. hell. Inschr.).
Derivative: Denominatives Verb καλχαίνω, im eigentl. Sinn im Med. purpurrot sein (Nik. Th. 641), übertr. trans. ‘über etwas grubeln’ (ἔπος, S. Ant. 20), intr. unruhig, aufgeregt sein (E. Herakl. 40), sich sehnen (Lyk. 1457). Lehnwort unbekannter Herkunft, vielleicht aus derselben Quelle wie χαλκός (Kretschmer Einleitung 167 A. 3).
Etymology: Die Bedeutung grübeln, aufgeregt sein, die sich nur in der Sprache der Dichter findet, entstand offenbar nach dem Vorbild von πορφύρα: πορφύρω, die, obgleich nicht zusammengehörig, miteinander jedoch verknüpft wurden. Die Heranziehung von ags. gealg traurig, finster (Holthausen IF 20, 322; WP. 1, 540) erübrigt sich. — Ob auch der Name des Sehers Κάλχας als "der Grübler" hierhergehört (zuletzt Carnoy Les ét. class. 24, 102), ist mehr als unsicher; eine pelasgische Etymologie liefert v. Windekens Beitr. z. Namenforschung 7, 308ff. Zu Κάλχας, -αντος und Καλχαδών noch Kretschmer Glotta 14, 100.
Page 1,769