πιέζω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0613.png Seite 613]] dor. [[πιάζω]], πιάξας Theocr. 4, 35, bei Sp., wie N. T., auch πιάσαι, ἐπιάσθη, ion. im pass. πεπίεγμαι, ἐπιέχθην, Hippocr.; s. auch das Vor.; – [[drücken]], festdrücken, festhalten, zwängen; χειρὶ δ' ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα, Il. 16, 510; ἐν δεσμοῖσι, Od. 12, 164, wie ἐν δεσμοῖς κρατεροῖσι πιεσθείς 8, 336; πιέζει στέρνα, Pind. P. 1, 19; übertr., ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον, Ol. 6, 37; τοὺς ἀπωρφανισμένους [[νῆστις]] πιέζει [[λιμός]], Aesch. Ch. 248, vgl. 299, bedrängen, ängstigen, quälen, wie Her. 4, 11. 9, 60. 63; τὴν τύχην [[λίαν]] πιέζειν, Eur. Suppl. 249; πιέζειν τοὺς ὑπευθύνους, Ar. Equ. 259; auch αὐχμὸς πιέζει τὰς ἀμπέλους, die Dürre ist den Weinstöcken schädlich, Nubb. 1104; πιέζει με ἡ [[ἀνάγκη]], 436; sp. D., [[σῶμα]] πιέσας κυδαλίμοις καμάτοις, Ep. ad. 685 (Plan. 21); in Prosa, auch festdrücken, festhalten, fest behaupten, οἷόν περ [[σφόδρα]] πιέσαντες μὴ ἀνῶμεν, Plat. Legg. XII, 965 d; auch widerlegen, τοῦτο τὸ [[ὄνομα]] φαίνεται τὸν Ἀναξαγόραν πιέζειν, Crat. 409 a; ταῖς συμφοραῖς πιέζεσθαι, Xen. Cyr. 7, 2, 20; τῷ πολέμῳ πιεζόμενοι, Pol. 5, 29, 1; βραχὺ πιεσθῆναι τῇ χώρᾳ κατὰ τὴν μάχην, ein wenig zu weichen genöthigt werden, 2, 33, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0613.png Seite 613]] dor. [[πιάζω]], πιάξας Theocr. 4, 35, bei Sp., wie N. T., auch πιάσαι, ἐπιάσθη, ion. im pass. πεπίεγμαι, ἐπιέχθην, Hippocr.; s. auch das Vor.; – [[drücken]], festdrücken, festhalten, zwängen; χειρὶ δ' ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα, Il. 16, 510; ἐν δεσμοῖσι, Od. 12, 164, wie ἐν δεσμοῖς κρατεροῖσι πιεσθείς 8, 336; πιέζει στέρνα, Pind. P. 1, 19; übertr., ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον, Ol. 6, 37; τοὺς ἀπωρφανισμένους [[νῆστις]] πιέζει [[λιμός]], Aesch. Ch. 248, vgl. 299, bedrängen, ängstigen, quälen, wie Her. 4, 11. 9, 60. 63; τὴν τύχην [[λίαν]] πιέζειν, Eur. Suppl. 249; πιέζειν τοὺς ὑπευθύνους, Ar. Equ. 259; auch αὐχμὸς πιέζει τὰς ἀμπέλους, die Dürre ist den Weinstöcken schädlich, Nubb. 1104; πιέζει με ἡ [[ἀνάγκη]], 436; sp. D., [[σῶμα]] πιέσας κυδαλίμοις καμάτοις, Ep. ad. 685 (Plan. 21); in Prosa, auch festdrücken, festhalten, fest behaupten, οἷόν περ [[σφόδρα]] πιέσαντες μὴ ἀνῶμεν, Plat. Legg. XII, 965 d; auch widerlegen, τοῦτο τὸ [[ὄνομα]] φαίνεται τὸν Ἀναξαγόραν πιέζειν, Crat. 409 a; ταῖς συμφοραῖς πιέζεσθαι, Xen. Cyr. 7, 2, 20; τῷ πολέμῳ πιεζόμενοι, Pol. 5, 29, 1; βραχὺ πιεσθῆναι τῇ χώρᾳ κατὰ τὴν μάχην, ein wenig zu weichen genöthigt werden, 2, 33, 8.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> πιέσω, <i>ao.</i> ἐπίεσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐπιέσθην, <i>pf.</i> [[πεπίεσμαι]];<br /><b>I.</b> <i>au propr.</i><br /><b>1</b> serrer, presser, étreindre, acc. ; <i>Pass.</i> être pressé, être courbé, se courber sous le poids de qch;<br /><b>2</b> serrer de près, acc.;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> presser : τινα λιμῷ XÉN réduire qqn à la famine ; <i>Pass.</i> être pressé, accablé (par le malheur, la maladie, <i>etc.</i>) ; tomber dans le besoin, dans la misère;<br /><b>2</b> pousser qqn au pied du mur, réfuter;<br /><b>3</b> presser, insister sur, prendre particulièrement en considération, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> pidáyati « écraser, blesser » ; cf. <i>lat.</i> pinso ; cf. [[πτίσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πιέζω''': παρατ. ἐπίεζον, Ἐπικ. πίεζον, Ὅμ., Ἀττ.· μέλλ. πιέσω, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· ― ἀόρ. ἐπίεσα Ἡρόδ., Ἀττ.· πιέξῃς παρ’ Ἱππ. 755Β, ἂν καὶ ἀλλαχοῦ γράφει ἐπίεσα. ― Παθ., μέλλ. πιεσθήσομαι Ὀρειβάσ., Γαλην.· ἀόρ. ἐπιέσθην Ὀδ. Θ. 336, Σόλων 12. 37, Ἡρόδ., κλπ· ἐπιέχθην Ἱππ. 755Α, Β, κτλ.· πρκμ. πεπίεσμαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 4, Ἱππ. 243, 44, κτλ.· ἀλλὰ πεπίεγμαι Ἱππ. 754G, Η, 755Α, κτλ. Ἐν τῇ Ὀδ. εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] παρατ. πιέζευν ἀντὶ ἐπιέζουν, ἐκ ῥήμ. πιεζέω, Μ. 174, 196· καὶ παθ. μετοχ. πιεζεύμενος Ἡρόδ. 3. 146., 6. 108., 8. 142· ἐπιεζοῦντο Πολύβ. 11. 33, 3· καὶ ὁ [[τύπος]] ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἱππ.· ― ἀλλ’ οἱ τύποι ἐκ τοῦ πιεζέω φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] μεταγενέστεροι, (Πλουτ. Θησ. 6, Ἀλκιβ. 2, κτλ.), καὶ ὅτι ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰσήχθησαν εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῆς Ὀδ. καὶ τοῦ Ἡροδ., ἴδε Dind. de Dial. Hdt. σ. xxiii. ― Ἕτερος [[τύπος]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Δωρ. καὶ τοῖς μεταγεν. Ἀττ. [[εἶναι]] [[πιάζω]], Ἀλκμὰν 48, Ἀλκαῖ. 142: ― ἀόρ. α΄ ἐπίασα Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Β΄, 15), Καιν. Διαθ.· ἐπίαξα Θεόκρ. 4. 35, (ἀμφ-) Ἐπίγρ. 6· ― Παθ., μέλλ. πιασθήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐπιάσθην Ἀποκάλ. ιθ΄, 20 (ἴδε [[πιαίνω]])· πρκμ. πεπίασμαι Ἱππιατρ. ― Πιέζω, [[πιέζω]] ἰσχυρῶς, δυνατά, χειρὶ ἑλῶν ἐπίεζε βραχίονα Ἰλ. Π. 510, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 495· ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε π. Ὀδ. Δ. 419· μ’ ἐν δεσμοῖσι δέαν μᾶλλόν τε πίεζον Ὀδ. Μ. 196, πρβλ. 164· π. τὰ χείλεα, [[συμπιέζω]] αὐτά, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· [[ῥύγχος]] εἰς [[ὄξος]] πιέζων Ἀξιόνικος ἐν «Χαλκιδικῷ» 2· [[πιέζω]] τοὺς ὑπευθύνους, τοὺς [[πιέζω]], (ὡς [[πιέζω]] τὰ σῦκα, [[ὅπως]] ἴδω ἂν [[εἶναι]] ὥριμα), Ἀριστοφ. Ἱππ. 259· [[σφόδρα]] π. [[αὐτοῦ]] τὸν [[πόδα]] Πλάτ. Φαίδων 117Ε· π. τὴν δεξιὰν ἐμπαθῶς Πολύβ. 32. 10, 9· ― ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 5, 9· ― Παθ., πιέζομαι ἰσχυρῶς, δυνατά, Ὀδ. Θ. 336, Ἱππ. 767C, κτλ.· ἐπὶ παλαιστῶν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 2· πιέζεται ὅσα πόρους κενούς, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 14, πρβλ. [[πιεστός]]. ΙΙ. [[πιέζω]], βαρύνω, «πλακώνω», [[Σικελία]] [[αὐτοῦ]] π. στέρνα Πινδ. Π. 1. 35, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1032· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ δ’ [[ὦμος]]... πιέζεται ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 30, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11· ― [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., [[καταθλίβω]], στενοχωρῶ, [[βλάπτω]], π. τινὰ ἡ [[δαπάνη]] Ἡρόδ. 5. 35· λιμὸς Αἰσχύλ. Χο. 250· καὶ πρὸς π. χρημάτων [[ἀχηνία]] ([[οὕτως]] ὁ Abresch ἀντὶ τοῦ προσπιέζει) [[αὐτόθι]] 301· π. ἡ [[τύχη]] Εὐρ. Ἱκέτ. 249, πρβλ. Ἀλκ. 894· αὐχμὸς π. τὰς ἀμπέλους Ἀριστοφ. Νεφ. 1120· π. ἡ [[ἀνάγκη]] [[αὐτόθι]] 437, πρβλ. Θουκ. 2. 52· ― συχν. ἐν τῷ παθ., ὑπὸ νούσοισι Σόλων 12. 37· ὑπὸ λιμοῦ Θουκ. 1. 126· πολέμῳ Ἡρόδ. 4. 11., 6. 34· τῇ νούσῳ Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122· ταῖς εἰσφοραῖς Λυσ. 179. 32· ταῖς συμφοραῖς Ξεν. Κύρ. 7. 2, 20· σπάνει σίτου ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 56, κτλ.· ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 120, Ξεν., κτλ.· ἐπὶ ποταμοῦ, τὸν δὲ χειμῶνα μοῦνος πιέζεται (ὁ [[Νεῖλος]] δηλ.), πάσχει [[μεγάλως]] ἐκ τῆς θερμότητος τοῦ ἡλίου, Ἡρόδ. 2. 25. 2) Πιέζω ἰσχυρῶς, [[ἐπίκειμαι]], ἐπὶ νικηφόρου στρατεύματος, Λατ. premo, urgeo, τοὺς ἐναντίους Ἡρόδ. 9. 63. ― Παθ., τὴν πιεζομένην [[μάλιστα]] τῶν μοιρέων ὁ αὐτ. 9. 60· εἴ πη πιέζοιντο Θουκ. 1. 49· πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 34., 7. 1, 43, κτλ. 3) [[πιέζω]] ἐν λογικῷ ἐπιχειρήματι, στενοχωρῶ, τινὰ Πλουτ. Κρατ. 409Α· τῷ λόγῳ Πλουτ. Ἀλκιβ. 6· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μέρους τινὸς σπουδαίου ἐν τῇ συζητήσει, [[ἐπιμένω]] εἰς αὐτό, Πλάτ. Νόμ. 965D, Πολύβ. 3. 21, 3, κτλ. 4) [[καταπνίγω]], [[ἀναχαιτίζω]], χόλον ἐν θυμῷ Πινδ. Ο. 6. 61· τὸν τῦφον Πλουτ. Ἀλκ. 4 ΙΙΙ. μεταγεν., [[λαμβάνω]], πιάνω, ταῦρον... πιάξας τᾶς ὁπλᾶς, ἐκ τῆς ὁπλῆς, Θεόκρ. 4. 35· αὐτὸν τῆς χειρὸς Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 7, πρβλ. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. ζ΄, 30 κτλ.
|lstext='''πιέζω''': παρατ. ἐπίεζον, Ἐπικ. πίεζον, Ὅμ., Ἀττ.· μέλλ. πιέσω, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· ― ἀόρ. ἐπίεσα Ἡρόδ., Ἀττ.· πιέξῃς παρ’ Ἱππ. 755Β, ἂν καὶ ἀλλαχοῦ γράφει ἐπίεσα. ― Παθ., μέλλ. πιεσθήσομαι Ὀρειβάσ., Γαλην.· ἀόρ. ἐπιέσθην Ὀδ. Θ. 336, Σόλων 12. 37, Ἡρόδ., κλπ· ἐπιέχθην Ἱππ. 755Α, Β, κτλ.· πρκμ. πεπίεσμαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 4, Ἱππ. 243, 44, κτλ.· ἀλλὰ πεπίεγμαι Ἱππ. 754G, Η, 755Α, κτλ. Ἐν τῇ Ὀδ. εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] παρατ. πιέζευν ἀντὶ ἐπιέζουν, ἐκ ῥήμ. πιεζέω, Μ. 174, 196· καὶ παθ. μετοχ. πιεζεύμενος Ἡρόδ. 3. 146., 6. 108., 8. 142· ἐπιεζοῦντο Πολύβ. 11. 33, 3· καὶ ὁ [[τύπος]] ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἱππ.· ― ἀλλ’ οἱ τύποι ἐκ τοῦ πιεζέω φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] μεταγενέστεροι, (Πλουτ. Θησ. 6, Ἀλκιβ. 2, κτλ.), καὶ ὅτι ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰσήχθησαν εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῆς Ὀδ. καὶ τοῦ Ἡροδ., ἴδε Dind. de Dial. Hdt. σ. xxiii. ― Ἕτερος [[τύπος]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Δωρ. καὶ τοῖς μεταγεν. Ἀττ. [[εἶναι]] [[πιάζω]], Ἀλκμὰν 48, Ἀλκαῖ. 142: ― ἀόρ. α΄ ἐπίασα Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Β΄, 15), Καιν. Διαθ.· ἐπίαξα Θεόκρ. 4. 35, (ἀμφ-) Ἐπίγρ. 6· ― Παθ., μέλλ. πιασθήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐπιάσθην Ἀποκάλ. ιθ΄, 20 (ἴδε [[πιαίνω]])· πρκμ. πεπίασμαι Ἱππιατρ. ― Πιέζω, [[πιέζω]] ἰσχυρῶς, δυνατά, χειρὶ ἑλῶν ἐπίεζε βραχίονα Ἰλ. Π. 510, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 495· ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε π. Ὀδ. Δ. 419· μ’ ἐν δεσμοῖσι δέαν μᾶλλόν τε πίεζον Ὀδ. Μ. 196, πρβλ. 164· π. τὰ χείλεα, [[συμπιέζω]] αὐτά, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· [[ῥύγχος]] εἰς [[ὄξος]] πιέζων Ἀξιόνικος ἐν «Χαλκιδικῷ» 2· [[πιέζω]] τοὺς ὑπευθύνους, τοὺς [[πιέζω]], (ὡς [[πιέζω]] τὰ σῦκα, [[ὅπως]] ἴδω ἂν [[εἶναι]] ὥριμα), Ἀριστοφ. Ἱππ. 259· [[σφόδρα]] π. [[αὐτοῦ]] τὸν [[πόδα]] Πλάτ. Φαίδων 117Ε· π. τὴν δεξιὰν ἐμπαθῶς Πολύβ. 32. 10, 9· ― ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 5, 9· ― Παθ., πιέζομαι ἰσχυρῶς, δυνατά, Ὀδ. Θ. 336, Ἱππ. 767C, κτλ.· ἐπὶ παλαιστῶν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 2· πιέζεται ὅσα πόρους κενούς, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 14, πρβλ. [[πιεστός]]. ΙΙ. [[πιέζω]], βαρύνω, «πλακώνω», [[Σικελία]] [[αὐτοῦ]] π. στέρνα Πινδ. Π. 1. 35, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1032· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ δ’ [[ὦμος]]... πιέζεται ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 30, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11· ― [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., [[καταθλίβω]], στενοχωρῶ, [[βλάπτω]], π. τινὰ ἡ [[δαπάνη]] Ἡρόδ. 5. 35· λιμὸς Αἰσχύλ. Χο. 250· καὶ πρὸς π. χρημάτων [[ἀχηνία]] ([[οὕτως]] ὁ Abresch ἀντὶ τοῦ προσπιέζει) [[αὐτόθι]] 301· π. ἡ [[τύχη]] Εὐρ. Ἱκέτ. 249, πρβλ. Ἀλκ. 894· αὐχμὸς π. τὰς ἀμπέλους Ἀριστοφ. Νεφ. 1120· π. ἡ [[ἀνάγκη]] [[αὐτόθι]] 437, πρβλ. Θουκ. 2. 52· ― συχν. ἐν τῷ παθ., ὑπὸ νούσοισι Σόλων 12. 37· ὑπὸ λιμοῦ Θουκ. 1. 126· πολέμῳ Ἡρόδ. 4. 11., 6. 34· τῇ νούσῳ Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122· ταῖς εἰσφοραῖς Λυσ. 179. 32· ταῖς συμφοραῖς Ξεν. Κύρ. 7. 2, 20· σπάνει σίτου ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 56, κτλ.· ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 120, Ξεν., κτλ.· ἐπὶ ποταμοῦ, τὸν δὲ χειμῶνα μοῦνος πιέζεται (ὁ [[Νεῖλος]] δηλ.), πάσχει [[μεγάλως]] ἐκ τῆς θερμότητος τοῦ ἡλίου, Ἡρόδ. 2. 25. 2) Πιέζω ἰσχυρῶς, [[ἐπίκειμαι]], ἐπὶ νικηφόρου στρατεύματος, Λατ. premo, urgeo, τοὺς ἐναντίους Ἡρόδ. 9. 63. ― Παθ., τὴν πιεζομένην [[μάλιστα]] τῶν μοιρέων ὁ αὐτ. 9. 60· εἴ πη πιέζοιντο Θουκ. 1. 49· πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 34., 7. 1, 43, κτλ. 3) [[πιέζω]] ἐν λογικῷ ἐπιχειρήματι, στενοχωρῶ, τινὰ Πλουτ. Κρατ. 409Α· τῷ λόγῳ Πλουτ. Ἀλκιβ. 6· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μέρους τινὸς σπουδαίου ἐν τῇ συζητήσει, [[ἐπιμένω]] εἰς αὐτό, Πλάτ. Νόμ. 965D, Πολύβ. 3. 21, 3, κτλ. 4) [[καταπνίγω]], [[ἀναχαιτίζω]], χόλον ἐν θυμῷ Πινδ. Ο. 6. 61· τὸν τῦφον Πλουτ. Ἀλκ. 4 ΙΙΙ. μεταγεν., [[λαμβάνω]], πιάνω, ταῦρον... πιάξας τᾶς ὁπλᾶς, ἐκ τῆς ὁπλῆς, Θεόκρ. 4. 35· αὐτὸν τῆς χειρὸς Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 7, πρβλ. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. ζ΄, 30 κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> πιέσω, <i>ao.</i> ἐπίεσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐπιέσθην, <i>pf.</i> [[πεπίεσμαι]];<br /><b>I.</b> <i>au propr.</i><br /><b>1</b> serrer, presser, étreindre, acc. ; <i>Pass.</i> être pressé, être courbé, se courber sous le poids de qch;<br /><b>2</b> serrer de près, acc.;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> presser : τινα λιμῷ XÉN réduire qqn à la famine ; <i>Pass.</i> être pressé, accablé (par le malheur, la maladie, <i>etc.</i>) ; tomber dans le besoin, dans la misère;<br /><b>2</b> pousser qqn au pied du mur, réfuter;<br /><b>3</b> presser, insister sur, prendre particulièrement en considération, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> pidáyati « écraser, blesser » ; cf. <i>lat.</i> pinso ; cf. [[πτίσσω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth