3,271,043
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] τό, ein längliches Viereck, jeder so gestellte Körper; ξύμπηκτα, Ar. Ran. 799. Bes. eine tactische Aufstellung der Soldaten im länglichen, auch gleichseitigen Vierecke, [[σχῆμα]] τετράγωνον, Schol. Thuc. 6, 67, vgl. 7, 78; Xen. An. 3, 2, 36. 7, 8, 16; ἰσόπλευρον, 3, 4, 19. 22; Sp., wie Plut. Alex. 67. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] τό, ein längliches Viereck, jeder so gestellte Körper; ξύμπηκτα, Ar. Ran. 799. Bes. eine tactische Aufstellung der Soldaten im länglichen, auch gleichseitigen Vierecke, [[σχῆμα]] τετράγωνον, Schol. Thuc. 6, 67, vgl. 7, 78; Xen. An. 3, 2, 36. 7, 8, 16; ἰσόπλευρον, 3, 4, 19. 22; Sp., wie Plut. Alex. 67. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> rectangle <i>ou</i> carré long : [[ἐν]] ὑψηλῷ πλαισίῳ PLUT sur un tréteau quadrangulaire ; [[ἐν]] πλαισίοις PLUT dans une boîte quadrangulaire;<br /><b>2</b> bataillon carré <i>ou</i> oblong : [[ἐν]] πλαισίοις en carré long.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλαίσιον''': τό, [[σχῆμα]] ἢ [[πρᾶγμα]] τετράπλευρον ἐπίμηκες, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800· Σμύρνα ἀνέχει ἐν πλ. Ἀριστείδ. 1. 521· [[ὡσαύτως]], ὀρθογώνιον τετράπλευρον, Ρήτορες (Walz) 1. 106· ἰσόπλευρον πλ., τετράγωνον, ὡς τὸ [[πλινθίον]], «[[πλαίσιον]] Ἀττικοί· [[πλινθίον]] Ἕλληνες» Μοῖρις 312, πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. 720· [[ἔνθα]] δὲ οἱ Ἕλληνες ἔγνωσαν ὅτι [[πλαίσιον]] ἰσόπλευρον πονηρὰ [[τάξις]] εἴη πολεμίων ἑπομένων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 19, Ἀρρ. Ἀν. 4. 5, 10, πρβλ. Sturz. Λεξ. Ξεν.· ― ἐν πλαισίῳ, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, [[χιτωνίσκος]] ἐν πλαισίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 16 κἑξ.: [[μάλιστα]] ἐπὶ στρατοῦ, ἐν πλαισίῳ τετάχθαι, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, Λατ. [[agmine]] [[quadrato]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τάξιν τῆς πορείας, Λατ. [[agmine]] [[longo]], Θουκ. 7. 78, πρβλ. 6. 67, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[τετράγωνος]])· (τὸ παρὰ Δίωνι Κ. 40. 2, εἰς τὰ πλαίσια βάλλειν, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ εἰς τὰ πλάγια)· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐπιμήκους ἰκριώματος, Πλουτ. Ἀλέξ. 67· ἐπὶ κιβωτίου, ὁ αὐτ. ἐν Σόλωνι 25. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς αἱ λέξεις πλατύς, πλάτος, πλάθανον.) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πλαίσιον]]· ἡ ἐν τετραγώνῳ τῶν στρατιωτῶν [[τάξις]]· καὶ [[πίναξ]]. καὶ [[πλινθίον]]. καὶ διὰ ξύλων τετράγωνα πήγματα». | |lstext='''πλαίσιον''': τό, [[σχῆμα]] ἢ [[πρᾶγμα]] τετράπλευρον ἐπίμηκες, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800· Σμύρνα ἀνέχει ἐν πλ. Ἀριστείδ. 1. 521· [[ὡσαύτως]], ὀρθογώνιον τετράπλευρον, Ρήτορες (Walz) 1. 106· ἰσόπλευρον πλ., τετράγωνον, ὡς τὸ [[πλινθίον]], «[[πλαίσιον]] Ἀττικοί· [[πλινθίον]] Ἕλληνες» Μοῖρις 312, πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. 720· [[ἔνθα]] δὲ οἱ Ἕλληνες ἔγνωσαν ὅτι [[πλαίσιον]] ἰσόπλευρον πονηρὰ [[τάξις]] εἴη πολεμίων ἑπομένων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 19, Ἀρρ. Ἀν. 4. 5, 10, πρβλ. Sturz. Λεξ. Ξεν.· ― ἐν πλαισίῳ, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, [[χιτωνίσκος]] ἐν πλαισίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 16 κἑξ.: [[μάλιστα]] ἐπὶ στρατοῦ, ἐν πλαισίῳ τετάχθαι, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, Λατ. [[agmine]] [[quadrato]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τάξιν τῆς πορείας, Λατ. [[agmine]] [[longo]], Θουκ. 7. 78, πρβλ. 6. 67, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[τετράγωνος]])· (τὸ παρὰ Δίωνι Κ. 40. 2, εἰς τὰ πλαίσια βάλλειν, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ εἰς τὰ πλάγια)· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐπιμήκους ἰκριώματος, Πλουτ. Ἀλέξ. 67· ἐπὶ κιβωτίου, ὁ αὐτ. ἐν Σόλωνι 25. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς αἱ λέξεις πλατύς, πλάτος, πλάθανον.) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πλαίσιον]]· ἡ ἐν τετραγώνῳ τῶν στρατιωτῶν [[τάξις]]· καὶ [[πίναξ]]. καὶ [[πλινθίον]]. καὶ διὰ ξύλων τετράγωνα πήγματα». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |