σκολιός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0902.png Seite 902]] (nach den Alten von [[σκέλλω]], durch Trockenheit gekrümmt?), [[krumm]], gebogen; [[σκίπων]], Eur. Hec. 65; [[σίδηρος]], Her. 2, 86; gewunden, geschlängelt, übh. ungrade, Ggstz v. [[ὀρθός]], [[ὄρθιος]]; dah. auch schief, schräg, εἰς πλάγια καὶ σκολιὰ τυποῦσα, Plat. Theaet. 194 b; verdreht, u. bes. häufig übertr., [[unredlich]], falsch, tückisch, hinterlistig, σκολιαὶ θέμιστες Il. 16, 387, μῦθοι Hes. O. 194, δίκαι 221. 252; auch adv. σκολιῶς, 260. 264; im eigtl. Sinne, ὁδοί, Pind. P. 2, 85; ἀπάται, frg. 232; [[λαβύρινθος]], Callim. Del. 311; seltener von Menschen, Hes. O. 7; σκολιὰ φρονεῖν, Scol. 14 Jac.; σκολιὸν λέγειν, Ar. Vesp. 1240, Schol. κολακικόν; εὐθύνει δὲ δίκας σκολιάς, Solon v. 36 bei Dem. 19, 255; πάντα σκολιὰ ὑπὸ ψεύδους καὶ ἀλαζονείας, Plat. Gorg. 525 a; πράττειν σκολιά, Theaet. 173 a. – Strab. XIV setzt ἔργα σκολιά den ξόανα ἀρχαῖα gegenüber, die man auf künstliche Bildsäulen gedeutet hat, es muß aber Σκοπάδια heißen, od. Σκόπα. – Dunkel ist σκολιῶν ὄρθρων κνίσματα δακρυχαρῆ Mel. 102 (V, 166).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0902.png Seite 902]] (nach den Alten von [[σκέλλω]], durch Trockenheit gekrümmt?), [[krumm]], gebogen; [[σκίπων]], Eur. Hec. 65; [[σίδηρος]], Her. 2, 86; gewunden, geschlängelt, übh. ungrade, Ggstz v. [[ὀρθός]], [[ὄρθιος]]; dah. auch schief, schräg, εἰς πλάγια καὶ σκολιὰ τυποῦσα, Plat. Theaet. 194 b; verdreht, u. bes. häufig übertr., [[unredlich]], falsch, tückisch, hinterlistig, σκολιαὶ θέμιστες Il. 16, 387, μῦθοι Hes. O. 194, δίκαι 221. 252; auch adv. σκολιῶς, 260. 264; im eigtl. Sinne, ὁδοί, Pind. P. 2, 85; ἀπάται, frg. 232; [[λαβύρινθος]], Callim. Del. 311; seltener von Menschen, Hes. O. 7; σκολιὰ φρονεῖν, Scol. 14 Jac.; σκολιὸν λέγειν, Ar. Vesp. 1240, Schol. κολακικόν; εὐθύνει δὲ δίκας σκολιάς, Solon v. 36 bei Dem. 19, 255; πάντα σκολιὰ ὑπὸ ψεύδους καὶ ἀλαζονείας, Plat. Gorg. 525 a; πράττειν σκολιά, Theaet. 173 a. – Strab. XIV setzt ἔργα σκολιά den ξόανα ἀρχαῖα gegenüber, die man auf künstliche Bildsäulen gedeutet hat, es muß aber Σκοπάδια heißen, od. Σκόπα. – Dunkel ist σκολιῶν ὄρθρων κνίσματα δακρυχαρῆ Mel. 102 (V, 166).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> oblique, tortueux;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tortueux, sans franchise.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαρ, aller de côté et d'autre ; cf. [[σκαίρω]], [[σκιρτάω]] ; cf. [[σκαληνός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκολιός''': -ά, -όν, κεκαμμένος, [[κυρτός]], «[[στραβός]]», [[λοξός]], Λατ. obliquus, ἀντίθετον τῷ [[ὀρθός]], [[εὐθύς]]· σκ. [[σίδηρος]] Ἡρόδ. 2. 86· σκ. σκίπωνι Εὐρ. Ἑκ. 65· ἐπὶ ποταμῶν ἢ ἀτραπῶν, [[ἑλικοειδής]], ποταμὸς Ἡρόδ. 1. 185., 2. 29· [[Μαίανδρος]] σκ. εἰς ὑπερβολὴν Στράβ. 577· [[οἶμος]], [[ἀτραπιτός]], κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1541, Νικ. Θηρ. 478, κτλ.· ῥηγμῖνες Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 25· οὕτω, [[λαβύρινθος]] Καλ. εἰς Δῆλ. 311· [[πλέγμα]] ἕλικος Ἀνθ. Π. 7. 24· πλοκαμῖδες Νόνν. Δ. 14. 182· συνεστραμμένος, συμπεπλεγμένος, «ἐμπερδευμένος», [[βάτος]] Ἀνθ. Π. 7. 315, πρβλ. 11. 33· εἰς τὸ σκ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803. 2) ὁ κεκαμμένος πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], δουλείη [[κεφαλή]], σκολιὴ (Ὁράτ. capite obstipo), Θέογν. 536· πόδες Πίνδ. Ἀποσπ. 217· [[ἵππος]] σκ., στραβοκαμωμένος ἢ βαδίζων λοξῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 253D. - Πρβλ. [[σκόλιον]]. II. μεταφορ., διεστραμμένος, δηλ. [[ἄδικος]], «[[στραβός]]», θέμιστες Ἰλ. Π. 887· μῦθοι, δίκαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 192, 219· [[λόγος]] Θέογν. 1147· ἀπάται Πίνδ. Ἀποσπ. 232. 2· πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 156· [[αἰνιγματώδης]], [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], ῥημάτια Λουκ. Δὶς Κατηγ. 16· -σπανίως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἰθύνει σκολιόν, εὐθύνει, εὐθὺ ποιεῖ τὸν οὐχὶ εὐθύν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 7· σκ. καὶ φοβερὸς Πλούτ. 2. 551F· παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ [[σκολιός]], ὁ Πονηρός, ὁ Σατανᾶς· - μετὰ ῥημάτων, σκολιὰ φρονεῖν, ἀντίθετον τῷ εὐθὺς [[ἔμμεν]], Scol. Gr. 15 Bgk.· σκ. πράττειν, εἰπεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 173A· τυφλὰ καὶ σκ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 506C, πρβλ. Γοργ. 525A· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. σκολιῶς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256, 260· σκ. ἔχειν Διόδ. 16. 91· [[οὕτως]], εἰς σκολιὰ Πλάτ. Θεαίτ. 104B. III. τὸ τοῦ Στράβωνος σκολιὰ ἔργα (σ. 640), [[ὅπερ]] μεγάλην ἤγειρε συζήτησιν, [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἠμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ Σκόπα ἔργα, καθ’ ἃ διώρθωσεν ὁ Tyrwhitt., Ἡσύχ. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[σκαληνός]]).
|lstext='''σκολιός''': -ά, -όν, κεκαμμένος, [[κυρτός]], «[[στραβός]]», [[λοξός]], Λατ. obliquus, ἀντίθετον τῷ [[ὀρθός]], [[εὐθύς]]· σκ. [[σίδηρος]] Ἡρόδ. 2. 86· σκ. σκίπωνι Εὐρ. Ἑκ. 65· ἐπὶ ποταμῶν ἢ ἀτραπῶν, [[ἑλικοειδής]], ποταμὸς Ἡρόδ. 1. 185., 2. 29· [[Μαίανδρος]] σκ. εἰς ὑπερβολὴν Στράβ. 577· [[οἶμος]], [[ἀτραπιτός]], κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1541, Νικ. Θηρ. 478, κτλ.· ῥηγμῖνες Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 25· οὕτω, [[λαβύρινθος]] Καλ. εἰς Δῆλ. 311· [[πλέγμα]] ἕλικος Ἀνθ. Π. 7. 24· πλοκαμῖδες Νόνν. Δ. 14. 182· συνεστραμμένος, συμπεπλεγμένος, «ἐμπερδευμένος», [[βάτος]] Ἀνθ. Π. 7. 315, πρβλ. 11. 33· εἰς τὸ σκ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803. 2) ὁ κεκαμμένος πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], δουλείη [[κεφαλή]], σκολιὴ (Ὁράτ. capite obstipo), Θέογν. 536· πόδες Πίνδ. Ἀποσπ. 217· [[ἵππος]] σκ., στραβοκαμωμένος ἢ βαδίζων λοξῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 253D. - Πρβλ. [[σκόλιον]]. II. μεταφορ., διεστραμμένος, δηλ. [[ἄδικος]], «[[στραβός]]», θέμιστες Ἰλ. Π. 887· μῦθοι, δίκαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 192, 219· [[λόγος]] Θέογν. 1147· ἀπάται Πίνδ. Ἀποσπ. 232. 2· πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 156· [[αἰνιγματώδης]], [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], ῥημάτια Λουκ. Δὶς Κατηγ. 16· -σπανίως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἰθύνει σκολιόν, εὐθύνει, εὐθὺ ποιεῖ τὸν οὐχὶ εὐθύν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 7· σκ. καὶ φοβερὸς Πλούτ. 2. 551F· παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ [[σκολιός]], ὁ Πονηρός, ὁ Σατανᾶς· - μετὰ ῥημάτων, σκολιὰ φρονεῖν, ἀντίθετον τῷ εὐθὺς [[ἔμμεν]], Scol. Gr. 15 Bgk.· σκ. πράττειν, εἰπεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 173A· τυφλὰ καὶ σκ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 506C, πρβλ. Γοργ. 525A· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. σκολιῶς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256, 260· σκ. ἔχειν Διόδ. 16. 91· [[οὕτως]], εἰς σκολιὰ Πλάτ. Θεαίτ. 104B. III. τὸ τοῦ Στράβωνος σκολιὰ ἔργα (σ. 640), [[ὅπερ]] μεγάλην ἤγειρε συζήτησιν, [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἠμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ Σκόπα ἔργα, καθ’ ἃ διώρθωσεν ὁ Tyrwhitt., Ἡσύχ. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[σκαληνός]]).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> oblique, tortueux;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tortueux, sans franchise.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαρ, aller de côté et d'autre ; cf. [[σκαίρω]], [[σκιρτάω]] ; cf. [[σκαληνός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth