Anonymous

σκολιός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> oblique, tortueux;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tortueux, sans franchise.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαρ, aller de côté et d'autre ; cf. [[σκαίρω]], [[σκιρτάω]] ; cf. [[σκαληνός]].
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> oblique, tortueux;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tortueux, sans franchise.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαρ, aller de côté et d'autre ; cf. [[σκαίρω]], [[σκιρτάω]] ; cf. [[σκαληνός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκολιός''': -ά, -όν, κεκαμμένος, [[κυρτός]], «[[στραβός]]», [[λοξός]], Λατ. obliquus, ἀντίθετον τῷ [[ὀρθός]], [[εὐθύς]]· σκ. [[σίδηρος]] Ἡρόδ. 2. 86· σκ. σκίπωνι Εὐρ. Ἑκ. 65· ἐπὶ ποταμῶν ἢ ἀτραπῶν, [[ἑλικοειδής]], ποταμὸς Ἡρόδ. 1. 185., 2. 29· [[Μαίανδρος]] σκ. εἰς ὑπερβολὴν Στράβ. 577· [[οἶμος]], [[ἀτραπιτός]], κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1541, Νικ. Θηρ. 478, κτλ.· ῥηγμῖνες Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 25· οὕτω, [[λαβύρινθος]] Καλ. εἰς Δῆλ. 311· [[πλέγμα]] ἕλικος Ἀνθ. Π. 7. 24· πλοκαμῖδες Νόνν. Δ. 14. 182· συνεστραμμένος, συμπεπλεγμένος, «ἐμπερδευμένος», [[βάτος]] Ἀνθ. Π. 7. 315, πρβλ. 11. 33· εἰς τὸ σκ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803. 2) ὁ κεκαμμένος πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], δουλείη [[κεφαλή]], σκολιὴ (Ὁράτ. capite obstipo), Θέογν. 536· πόδες Πίνδ. Ἀποσπ. 217· [[ἵππος]] σκ., στραβοκαμωμένος ἢ βαδίζων λοξῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 253D. - Πρβλ. [[σκόλιον]]. II. μεταφορ., διεστραμμένος, δηλ. [[ἄδικος]], «[[στραβός]]», θέμιστες Ἰλ. Π. 887· μῦθοι, δίκαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 192, 219· [[λόγος]] Θέογν. 1147· ἀπάται Πίνδ. Ἀποσπ. 232. 2· πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 156· [[αἰνιγματώδης]], [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], ῥημάτια Λουκ. Δὶς Κατηγ. 16· -σπανίως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἰθύνει σκολιόν, εὐθύνει, εὐθὺ ποιεῖ τὸν οὐχὶ εὐθύν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 7· σκ. καὶ φοβερὸς Πλούτ. 2. 551F· παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ [[σκολιός]], ὁ Πονηρός, ὁ Σατανᾶς· - μετὰ ῥημάτων, σκολιὰ φρονεῖν, ἀντίθετον τῷ εὐθὺς [[ἔμμεν]], Scol. Gr. 15 Bgk.· σκ. πράττειν, εἰπεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 173A· τυφλὰ καὶ σκ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 506C, πρβλ. Γοργ. 525A· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. σκολιῶς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256, 260· σκ. ἔχειν Διόδ. 16. 91· [[οὕτως]], εἰς σκολιὰ Πλάτ. Θεαίτ. 104B. III. τὸ τοῦ Στράβωνος σκολιὰ ἔργα (σ. 640), [[ὅπερ]] μεγάλην ἤγειρε συζήτησιν, [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἠμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ Σκόπα ἔργα, καθ’ ἃ διώρθωσεν ὁ Tyrwhitt., Ἡσύχ. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[σκαληνός]]).
|elnltext=σκολιός --ον [~ σκέλος] krom krom, gebogen, scheef; σ. σίδηρος een krom ijzer (van een haak) Hdt. 2.86; van rivieren en wegen kronkelend. σ.... κατάπερ ὁ Μαίανδρός kronkelend zoals de Maeander Hdt. 2.29. overdr. krom, verkeerd, onrechtvaardig, oneerlijk. θέμιστες wetten Il. 16.387; πράττειν σκολιά oneerlijke dingen doen Plat. Tht. 173a.
}}
{{elru
|elrutext='''σκολιός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[кривой]], [[изогнутый]] ([[σίδηρος]] Her.; [[σκίπων]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[извилистый]] ([[ποταμός]] Her.; [[ὁδός]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[сгорбленный]] ([[ἵππος]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[запутанный]] (ῥημάτια Luc.);<br /><b class="num">5)</b> [[неправедный]], [[неправый]] (θέμιστες Hom.);<br /><b class="num">6)</b> [[лукавый]], [[коварный]] (ἀπάται Pind.);<br /><b class="num">7)</b> [[лживый]], [[ложный]] (μῦθοι Hes.). - см. тж. [[σκολιά]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''σκολιός:''' -ά, -όν, αυτός που έχει λυγιστεί, [[περιπεπλεγμένος]], συνεστραμμένος, [[ελικοειδής]], [[λοξός]], [[γυριστός]], [[καμπύλος]], [[κυρτός]], Λατ. [[obliquus]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· αυτός που έχει λυγιστεί προς την [[άλλη]] [[μεριά]], [[στραβός]], [[ανάποδος]], [[ανώμαλος]], [[στρεβλός]], δουλείη [[κεφαλή]], <i>σκολιή</i> (stat capite obstipo, σε Οράτ.), σε Θέογν.· μεταφ., διεστραμμένος, [[πανούργος]], [[κακότροπος]], δηλ. [[άδικος]], [[ανειλικρινής]], [[δόλιος]], [[ψευδής]], [[στριμμένος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>σκολιὰ πράττειν</i>, [[εἰπεῖν]], σε Πλάτ.· ομοίως, επίρρ. <i>σκολιῶς</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''σκολιός:''' -ά, -όν, αυτός που έχει λυγιστεί, [[περιπεπλεγμένος]], συνεστραμμένος, [[ελικοειδής]], [[λοξός]], [[γυριστός]], [[καμπύλος]], [[κυρτός]], Λατ. [[obliquus]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· αυτός που έχει λυγιστεί προς την [[άλλη]] [[μεριά]], [[στραβός]], [[ανάποδος]], [[ανώμαλος]], [[στρεβλός]], δουλείη [[κεφαλή]], <i>σκολιή</i> (stat capite obstipo, σε Οράτ.), σε Θέογν.· μεταφ., διεστραμμένος, [[πανούργος]], [[κακότροπος]], δηλ. [[άδικος]], [[ανειλικρινής]], [[δόλιος]], [[ψευδής]], [[στριμμένος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>σκολιὰ πράττειν</i>, [[εἰπεῖν]], σε Πλάτ.· ομοίως, επίρρ. <i>σκολιῶς</i>, σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκολιός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[кривой]], [[изогнутый]] ([[σίδηρος]] Her.; [[σκίπων]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[извилистый]] ([[ποταμός]] Her.; [[ὁδός]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[сгорбленный]] ([[ἵππος]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[запутанный]] (ῥημάτια Luc.);<br /><b class="num">5)</b> [[неправедный]], [[неправый]] (θέμιστες Hom.);<br /><b class="num">6)</b> [[лукавый]], [[коварный]] (ἀπάται Pind.);<br /><b class="num">7)</b> [[лживый]], [[ложный]] (μῦθοι Hes.). - см. тж. [[σκολιά]].
|lstext='''σκολιός''': -ά, -όν, κεκαμμένος, [[κυρτός]], «[[στραβός]]», [[λοξός]], Λατ. obliquus, ἀντίθετον τῷ [[ὀρθός]], [[εὐθύς]]· σκ. [[σίδηρος]] Ἡρόδ. 2. 86· σκ. σκίπωνι Εὐρ. Ἑκ. 65· ἐπὶ ποταμῶν ἢ ἀτραπῶν, [[ἑλικοειδής]], ποταμὸς Ἡρόδ. 1. 185., 2. 29· [[Μαίανδρος]] σκ. εἰς ὑπερβολὴν Στράβ. 577· [[οἶμος]], [[ἀτραπιτός]], κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1541, Νικ. Θηρ. 478, κτλ.· ῥηγμῖνες Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 25· οὕτω, [[λαβύρινθος]] Καλ. εἰς Δῆλ. 311· [[πλέγμα]] ἕλικος Ἀνθ. Π. 7. 24· πλοκαμῖδες Νόνν. Δ. 14. 182· συνεστραμμένος, συμπεπλεγμένος, «ἐμπερδευμένος», [[βάτος]] Ἀνθ. Π. 7. 315, πρβλ. 11. 33· εἰς τὸ σκ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803. 2) ὁ κεκαμμένος πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], δουλείη [[κεφαλή]], σκολιὴ (Ὁράτ. capite obstipo), Θέογν. 536· πόδες Πίνδ. Ἀποσπ. 217· [[ἵππος]] σκ., στραβοκαμωμένος ἢ βαδίζων λοξῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 253D. - Πρβλ. [[σκόλιον]]. II. μεταφορ., διεστραμμένος, δηλ. [[ἄδικος]], «[[στραβός]]», θέμιστες Ἰλ. Π. 887· μῦθοι, δίκαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 192, 219· [[λόγος]] Θέογν. 1147· ἀπάται Πίνδ. Ἀποσπ. 232. 2· πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 156· [[αἰνιγματώδης]], [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], ῥημάτια Λουκ. Δὶς Κατηγ. 16· -σπανίως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἰθύνει σκολιόν, εὐθύνει, εὐθὺ ποιεῖ τὸν οὐχὶ εὐθύν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 7· σκ. καὶ φοβερὸς Πλούτ. 2. 551F· παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ [[σκολιός]], ὁ Πονηρός, ὁ Σατανᾶς· - μετὰ ῥημάτων, σκολιὰ φρονεῖν, ἀντίθετον τῷ εὐθὺς [[ἔμμεν]], Scol. Gr. 15 Bgk.· σκ. πράττειν, εἰπεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 173A· τυφλὰ καὶ σκ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 506C, πρβλ. Γοργ. 525A· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. σκολιῶς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256, 260· σκ. ἔχειν Διόδ. 16. 91· [[οὕτως]], εἰς σκολιὰ Πλάτ. Θεαίτ. 104B. III. τὸ τοῦ Στράβωνος σκολιὰ ἔργα (σ. 640), [[ὅπερ]] μεγάλην ἤγειρε συζήτησιν, [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἠμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ Σκόπα ἔργα, καθ’ ἃ διώρθωσεν ὁ Tyrwhitt., Ἡσύχ. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[σκαληνός]]).
}}
{{elnl
|elnltext=σκολιός -ά -ον [~ σκέλος] krom krom, gebogen, scheef; σ. σίδηρος een krom ijzer (van een haak) Hdt. 2.86; van rivieren en wegen kronkelend. σ.... κατάπερ Μαίανδρός kronkelend zoals de Maeander Hdt. 2.29. overdr. krom, verkeerd, onrechtvaardig, oneerlijk. θέμιστες wetten Il. 16.387; πράττειν σκολιά oneerlijke dingen doen Plat. Tht. 173a.
}}
}}
{{etym
{{etym