σάρξ: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] σαρκός, ἡ, das Fleisch; Hom., der gew. den plur. braucht, σαρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, Od. 18, 76; ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα, 9, 295 (wie auch die Tragg., vgl. Aesch. Ag. 1068 Ch. 278; Soph. Trach. 1043, u. oft bei Eur.); nur 19, 450 den sing., πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκός, wo ein einzelner Fleischtheil, der dicke Muskel auf der vordern Seite des Oberschenkels gemeint ist; Tragg. oft für Körper, Leib, γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει, Aesch. Spt. 604; [[ἡμεῖς]] δ' ἀτίτᾳ σαρκὶ παλαιᾷ, Ag. 72; σάρκα τὴν ἐμὴν κατεμπρήσας πυρί, Eur. Herc. Fur. 1151; σαρκὸς περιβόλαια ἡβῶντα, 1269; er vrbdt auch διὰ σάρκα ἐμὰν [[ἔλεος]] ἔμολε ματρός, Phoen. 1292; in Prosa, wo auch der plur. häufig ist, z. B. Plat. ἐπειδὰν ταῖς σαρξὶ σάρκες προσγένωνται ἐκ τῶν σιτίων, Phaed. 96 d; τοιαύτας σάρκας περιβεβλημένος, Luc. D. Mort. 10, 5. – Auch bei den Pflanzen, die weichern Theile, Theophr. – Aeol. [[σύρξ]], dah. von Einigen auf [[σαίρω]], [[σύρω]] zurückgeführt, was man abstreift.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] σαρκός, ἡ, das Fleisch; Hom., der gew. den plur. braucht, σαρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, Od. 18, 76; ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα, 9, 295 (wie auch die Tragg., vgl. Aesch. Ag. 1068 Ch. 278; Soph. Trach. 1043, u. oft bei Eur.); nur 19, 450 den sing., πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκός, wo ein einzelner Fleischtheil, der dicke Muskel auf der vordern Seite des Oberschenkels gemeint ist; Tragg. oft für Körper, Leib, γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει, Aesch. Spt. 604; [[ἡμεῖς]] δ' ἀτίτᾳ σαρκὶ παλαιᾷ, Ag. 72; σάρκα τὴν ἐμὴν κατεμπρήσας πυρί, Eur. Herc. Fur. 1151; σαρκὸς περιβόλαια ἡβῶντα, 1269; er vrbdt auch διὰ σάρκα ἐμὰν [[ἔλεος]] ἔμολε ματρός, Phoen. 1292; in Prosa, wo auch der plur. häufig ist, z. B. Plat. ἐπειδὰν ταῖς σαρξὶ σάρκες προσγένωνται ἐκ τῶν σιτίων, Phaed. 96 d; τοιαύτας σάρκας περιβεβλημένος, Luc. D. Mort. 10, 5. – Auch bei den Pflanzen, die weichern Theile, Theophr. – Aeol. [[σύρξ]], dah. von Einigen auf [[σαίρω]], [[σύρω]] zurückgeführt, was man abstreift.
}}
{{bailly
|btext=σαρκός (ἡ) :<br /><b>1</b> chair de l'homme et des animaux;<br /><b>2</b> le corps;<br /><b>3</b> la chair considérée comme aliment ; [[αἱ]] σάρκες morceaux de chair <i>ou</i> de viande.<br />'''Étymologie:''' DELG *twrk « couper ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάρξ''': ἡ, γεν. σαρκός, Αἰολικ. σὺρξ Ἐτυμολ. Μέγ. 708. 31· (ἐτυμολ. ἀμφίβολ.)· ― Λατιν. caro, Ὅμ., κλ.· παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐν χρήσει τὸ πληθ., πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 450, [[ἔνθα]] (ὡς παρ’ Ἡσιόδ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 364, 461) σημαίνει τὸν πρόσθιον μῦν τοῦ μηροῦ· [[διότι]] διὰ τοῦ πληθ. σημαίνονται πάντες οἱ μυῶνες τοῦ σώματος, κορέει κύνας... δημῷ καὶ σάρκεσσι Ἰλ. Θ. 380, Ν. 832· ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα Ὀδ. Ι. 293, πρβλ. Λ. 219· σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν Σ. 76· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἐν Θεογ. 538, Πινδ. Ἀποσπ. 150, καὶ τοῖς Ἀττ.· τούτου σάρκας λύκοι πάσονται Αἰσχύλ. Θήβ. 1035· ὀπτὰς σάρκας ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1097· σάρκες δ’ ἀπ’ ὀστέων... ἀπέρρεον Εὐρ. Μήδ. 1200· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] σημαίνει τὸ ὅλον [[σῶμα]], [[μήτε]] γῆ δέξαιτό μου σάρκας θανόντος ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1031, πρβλ. 1239, 1343, κτλ.· ― τὸ ἑνικ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, τοῦ αἵματος... πηγνυμένου σὰρξ γίνεται Ἱππ. 237. 13, κτλ.· κορέσαι [[στόμα]] πρὸς [[χάριν]] ἐμᾶς σαρκὸς αἰόλας Σοφ. Φιλ. 1157· ἔδαπτον σάρκα Εὐρ. Μήδ. 1189, πρβλ. Βάκχ. 1136, Κύκλ. 344, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, ἐπὶ τοῦ σώματος, γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ’ ἡβῶσαν φέρει Αἰσχύλ. Θήβ. 622· σαρκὶ παλαιᾷ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 72· σαρκὸς περιβόλαια, ἐνδυτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1269, Βάκχ. 746· ― ὁ [[Πλάτων]] χρῆται τῷ ἑνικ. καὶ πληθ. σχεδὸν ὁμοίως, ταῖς σαρξὶ σάρκες προσγίγνονται Φαίδων 96D, πρβλ. Συμπ. 211Ε, Πολ. 556D, κτλ.· τῆς σαρκὸς διαλυτικὸν Τίμ. 60Β, πρβλ. 61C, 62B, κτλ. 2) ἡ σὰρξ τοῦ σκύτεος, τὸ ἐσωτερικὸν ἢ τὸ πρὸς τὴν σάρκα [[μέρος]] τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. 3) τὸ σαρκῶδες, [[μαλακὸν]] [[μέρος]] τῶν καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 5, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 6., 4. 15, 1, κτλ. ΙΙ. ἡ σὰρξ ὡς [[ἕδρα]] τῶν αἰσθημάτων, παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, ἡ σαρκικὴ [[φύσις]], σαρκὶ δουλεύειν καὶ τοῖς πάθεσι Πλούτ. 2. 107F, πρβλ. 101Β· συχν. ἐν τῇ καινῇ Διαθ. 2) ἐν τῇ καιν. Διαθ. [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως [[καθόλου]], ὁ [[ἄνθρωπος]], πᾶσα [[σάρξ]], πᾶν τὸ ἀνθρώπινον γένος ἢ [[εἶδος]], Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 24.
|lstext='''σάρξ''': ἡ, γεν. σαρκός, Αἰολικ. σὺρξ Ἐτυμολ. Μέγ. 708. 31· (ἐτυμολ. ἀμφίβολ.)· ― Λατιν. caro, Ὅμ., κλ.· παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐν χρήσει τὸ πληθ., πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 450, [[ἔνθα]] (ὡς παρ’ Ἡσιόδ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 364, 461) σημαίνει τὸν πρόσθιον μῦν τοῦ μηροῦ· [[διότι]] διὰ τοῦ πληθ. σημαίνονται πάντες οἱ μυῶνες τοῦ σώματος, κορέει κύνας... δημῷ καὶ σάρκεσσι Ἰλ. Θ. 380, Ν. 832· ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα Ὀδ. Ι. 293, πρβλ. Λ. 219· σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν Σ. 76· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἐν Θεογ. 538, Πινδ. Ἀποσπ. 150, καὶ τοῖς Ἀττ.· τούτου σάρκας λύκοι πάσονται Αἰσχύλ. Θήβ. 1035· ὀπτὰς σάρκας ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1097· σάρκες δ’ ἀπ’ ὀστέων... ἀπέρρεον Εὐρ. Μήδ. 1200· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] σημαίνει τὸ ὅλον [[σῶμα]], [[μήτε]] γῆ δέξαιτό μου σάρκας θανόντος ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1031, πρβλ. 1239, 1343, κτλ.· ― τὸ ἑνικ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, τοῦ αἵματος... πηγνυμένου σὰρξ γίνεται Ἱππ. 237. 13, κτλ.· κορέσαι [[στόμα]] πρὸς [[χάριν]] ἐμᾶς σαρκὸς αἰόλας Σοφ. Φιλ. 1157· ἔδαπτον σάρκα Εὐρ. Μήδ. 1189, πρβλ. Βάκχ. 1136, Κύκλ. 344, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, ἐπὶ τοῦ σώματος, γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ’ ἡβῶσαν φέρει Αἰσχύλ. Θήβ. 622· σαρκὶ παλαιᾷ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 72· σαρκὸς περιβόλαια, ἐνδυτὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1269, Βάκχ. 746· ― ὁ [[Πλάτων]] χρῆται τῷ ἑνικ. καὶ πληθ. σχεδὸν ὁμοίως, ταῖς σαρξὶ σάρκες προσγίγνονται Φαίδων 96D, πρβλ. Συμπ. 211Ε, Πολ. 556D, κτλ.· τῆς σαρκὸς διαλυτικὸν Τίμ. 60Β, πρβλ. 61C, 62B, κτλ. 2) ἡ σὰρξ τοῦ σκύτεος, τὸ ἐσωτερικὸν ἢ τὸ πρὸς τὴν σάρκα [[μέρος]] τοῦ δέρματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. 3) τὸ σαρκῶδες, [[μαλακὸν]] [[μέρος]] τῶν καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 5, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 6., 4. 15, 1, κτλ. ΙΙ. ἡ σὰρξ ὡς [[ἕδρα]] τῶν αἰσθημάτων, παθῶν καὶ ἐπιθυμιῶν, ἡ σαρκικὴ [[φύσις]], σαρκὶ δουλεύειν καὶ τοῖς πάθεσι Πλούτ. 2. 107F, πρβλ. 101Β· συχν. ἐν τῇ καινῇ Διαθ. 2) ἐν τῇ καιν. Διαθ. [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως [[καθόλου]], ὁ [[ἄνθρωπος]], πᾶσα [[σάρξ]], πᾶν τὸ ἀνθρώπινον γένος ἢ [[εἶδος]], Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 24.
}}
{{bailly
|btext=σαρκός (ἡ) :<br /><b>1</b> chair de l'homme et des animaux;<br /><b>2</b> le corps;<br /><b>3</b> la chair considérée comme aliment ; [[αἱ]] σάρκες morceaux de chair <i>ou</i> de viande.<br />'''Étymologie:''' DELG *twrk « couper ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth