3,274,916
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] fut. στυγήσω, aor. ἔστυγον, Od. 10, 113, vgl. Il. 17, 694, ἔστυξα s. a. E. ([[Στύξ]]), – 1) [[hassen]], verabscheuen u. deshalb fürchten, τινά, 8, 370; τόν τε στυγέουσι καὶ ἄλλοι, 7, 112; [[λαῖφος]], ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν [[ἄνθρωπος]] ἔχοντα, Od. 13, 400; c. inf., sich scheuen Etwas zu thun, Il. 1, 186. 8, 515, wie Soph. τοὺς δὲ καὶ πράσσειν στυγῶ, Phil. 87; λόγῳ, Pind. frg. 217; τί τὸν θεοῖς ἔχθιστον οὐ στυγεῖς θεόν; Aesch. Prom. 37. ὃν.δ' ἐχρῆν φιλεῐν, στυγεῖς, Ch. 894, auch, pass., Φοίβῳ στυγηθὲν [[πᾶν]] τὸ Λαΐου [[γένος]], Spt. 673; θεοὶ στυγοῦσι τοὺς κακούς, Soph. Ai. 833, u. öfter; [[οὗτος]] δὲ στυγήσεται, O. R. 672; oft Eur., z. B. μή με στυγήσῃς, Troad. 705; [[ἐμοί]] γ' ἂν εἴη στυγη θείς, Alc. 467; Ar. Ach 33 Th. 11, 44; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 268; u. in Prosa, wie Her 7, 236; Alciphr. 3, 28. – 2) im aor. I. verhaßt, furchtbar machen, τῷ κέ τεῳ στύξαιμι [[μένος]] καὶ χεῖρας, ich würde wohl manchem meinen Muth und meine Hände furchtbar machen, Od. 11, 502. – Doch hat dieser, aor. die gew. Bdtg hassen, fürchten bei sp. D. wie Ap. Rh. 4, 512, Diosc. 13 (VII, 430). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] fut. στυγήσω, aor. ἔστυγον, Od. 10, 113, vgl. Il. 17, 694, ἔστυξα s. a. E. ([[Στύξ]]), – 1) [[hassen]], verabscheuen u. deshalb fürchten, τινά, 8, 370; τόν τε στυγέουσι καὶ ἄλλοι, 7, 112; [[λαῖφος]], ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν [[ἄνθρωπος]] ἔχοντα, Od. 13, 400; c. inf., sich scheuen Etwas zu thun, Il. 1, 186. 8, 515, wie Soph. τοὺς δὲ καὶ πράσσειν στυγῶ, Phil. 87; λόγῳ, Pind. frg. 217; τί τὸν θεοῖς ἔχθιστον οὐ στυγεῖς θεόν; Aesch. Prom. 37. ὃν.δ' ἐχρῆν φιλεῐν, στυγεῖς, Ch. 894, auch, pass., Φοίβῳ στυγηθὲν [[πᾶν]] τὸ Λαΐου [[γένος]], Spt. 673; θεοὶ στυγοῦσι τοὺς κακούς, Soph. Ai. 833, u. öfter; [[οὗτος]] δὲ στυγήσεται, O. R. 672; oft Eur., z. B. μή με στυγήσῃς, Troad. 705; [[ἐμοί]] γ' ἂν εἴη στυγη θείς, Alc. 467; Ar. Ach 33 Th. 11, 44; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 268; u. in Prosa, wie Her 7, 236; Alciphr. 3, 28. – 2) im aor. I. verhaßt, furchtbar machen, τῷ κέ τεῳ στύξαιμι [[μένος]] καὶ χεῖρας, ich würde wohl manchem meinen Muth und meine Hände furchtbar machen, Od. 11, 502. – Doch hat dieser, aor. die gew. Bdtg hassen, fürchten bei sp. D. wie Ap. Rh. 4, 512, Diosc. 13 (VII, 430). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> στυγήσω, <i>ao.</i> ἐστύγησα et ἔστυξα, <i>ao.2</i> ἔστυγον, <i>pf.</i> ἐστύγηκα;<br /><i>Pass. f.</i> στυγηθήσομαι et στυγήσομαι, <i>ao.</i> ἐστυγήθην, <i>pf.</i> ἔστυγμαι;<br /><b>1</b> haïr, avoir en horreur, acc. ; craindre ; avec l'inf. craindre de;<br /><b>2</b> <i>à l'ao.</i> rendre odieux <i>ou</i> redoutable : τινί [[τι]] qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[στύγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στῡγέω''': Ἰλ. Ζ. 112, Ἡρόδ., Τραγικ.· ἀόρ. ἐστύγησα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 528, Εὐρ. Τρῳ. 705, (ἀπ-) Σοφ.· πρκμ. ἐστύγηκα Ἰώσηπ., (ἀπ-) Ἡρόδ. -Παθ., μέλλ. στυγήσομαι μὲ παθ. σημασίαν, Σοφ. Ο. Τ. 672· ἀόρ. ἐστυγήθην Αἰσχύλ., Εὐρ.· πρκμ. ἐστύγημαι Λυκόφρ. 421. -Τὸ ποιητικ. τοῦτο [[ῥῆμα]] προκύπτει κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τῆς √ΣΤΥΓ ([[ὅθεν]] καὶ τὰ [[Στύξ]], Στύγος, στυγερός, στυγνός), καὶ πιθανῶς ἀμέσως ἐκ ταύτης τῆς ῥίζης σχηματίζονται οἱ παρ’ Ὀμήρῳ ἐν χρήσει χρόνοι, δηλ. ἀόρ. α΄ ἔστυξα, εὐκτικ. στύξαιμι Ὀδ. Λ. 502· ἀόρ. β΄ ἔστῠγον Κ. 113, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 694. Μισῶ, [[βδελύσσομαι]], ἀποστρέφομαι, μετ’ αἰτ., συχν. παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγικ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 278, Πινδ. Ἀποσπ. 217. 2, Ἡρόδ. 7. 236, καὶ τρὶς παρ’ Ἀριστοφ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττικ.· [[εἶναι]] δὲ [[λέξις]] ἰσχυροτέρα τοῦ [[μισέω]], [[διότι]] σημαίνει καὶ δεικνύω [[μῖσος]] οὐχὶ μόνον [[αἰσθάνομαι]] αὐτό, τὸ [[πρᾶγμα]].., ἢν μὲν [[ἀξίως]] ἔχῃ, στυγεῖν δίκαιον Εὐρ. Ἠλ. 1016· - μέτ’ ἀπαρ., [[ὡσαύτως]], μισῶ, ἀποστρέφομαι ἢ φοβοῦμαι νὰ [[πράττω]] τι, Ἰλ. Α. 186, Θ. 515, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 87, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 628· -Παθητ., εἶμαι ἀντικείμενον ἀποστροφῆς, μισοῦμαι, τὸν μέγα στυγούμενον Αἰσχύλ. Πρ. 1004· Φοίβῳ στυγηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Θηβ. 791· τί δ’ ἐστὶ.. πρὸς γ’ ἐμοῦ στυγούμενον; Σοφ. Τρ. 738. ΙΙ. ἐν τῷ ἀορ. α΄, κατέστησά τινα μισητόν, τῷ κέ τεῳ στύξαιμι [[μένος]] καὶ χεῖρας, [[τότε]] [[ἤθελον]] καταστήσῃ τὸ θάρρος μου καὶ τὰς χεῖράς μου πράγματα μισητὰ καὶ φοβερὰ εἰς πολλούς, Ὀδ. Λ. 502· - ἀλλ’ ὁ ἀόρ. [[οὗτος]] εὕρηται μὲ τὴν συνήθη σημασίαν παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 512, Ἀνθ. Π. 430, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 531. | |lstext='''στῡγέω''': Ἰλ. Ζ. 112, Ἡρόδ., Τραγικ.· ἀόρ. ἐστύγησα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 528, Εὐρ. Τρῳ. 705, (ἀπ-) Σοφ.· πρκμ. ἐστύγηκα Ἰώσηπ., (ἀπ-) Ἡρόδ. -Παθ., μέλλ. στυγήσομαι μὲ παθ. σημασίαν, Σοφ. Ο. Τ. 672· ἀόρ. ἐστυγήθην Αἰσχύλ., Εὐρ.· πρκμ. ἐστύγημαι Λυκόφρ. 421. -Τὸ ποιητικ. τοῦτο [[ῥῆμα]] προκύπτει κατ’ ἐπέκτασιν ἐκ τῆς √ΣΤΥΓ ([[ὅθεν]] καὶ τὰ [[Στύξ]], Στύγος, στυγερός, στυγνός), καὶ πιθανῶς ἀμέσως ἐκ ταύτης τῆς ῥίζης σχηματίζονται οἱ παρ’ Ὀμήρῳ ἐν χρήσει χρόνοι, δηλ. ἀόρ. α΄ ἔστυξα, εὐκτικ. στύξαιμι Ὀδ. Λ. 502· ἀόρ. β΄ ἔστῠγον Κ. 113, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 694. Μισῶ, [[βδελύσσομαι]], ἀποστρέφομαι, μετ’ αἰτ., συχν. παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ. καὶ τοῖς Τραγικ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 278, Πινδ. Ἀποσπ. 217. 2, Ἡρόδ. 7. 236, καὶ τρὶς παρ’ Ἀριστοφ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττικ.· [[εἶναι]] δὲ [[λέξις]] ἰσχυροτέρα τοῦ [[μισέω]], [[διότι]] σημαίνει καὶ δεικνύω [[μῖσος]] οὐχὶ μόνον [[αἰσθάνομαι]] αὐτό, τὸ [[πρᾶγμα]].., ἢν μὲν [[ἀξίως]] ἔχῃ, στυγεῖν δίκαιον Εὐρ. Ἠλ. 1016· - μέτ’ ἀπαρ., [[ὡσαύτως]], μισῶ, ἀποστρέφομαι ἢ φοβοῦμαι νὰ [[πράττω]] τι, Ἰλ. Α. 186, Θ. 515, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 87, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 628· -Παθητ., εἶμαι ἀντικείμενον ἀποστροφῆς, μισοῦμαι, τὸν μέγα στυγούμενον Αἰσχύλ. Πρ. 1004· Φοίβῳ στυγηθὲν ὁ αὐτ. ἐν Θηβ. 791· τί δ’ ἐστὶ.. πρὸς γ’ ἐμοῦ στυγούμενον; Σοφ. Τρ. 738. ΙΙ. ἐν τῷ ἀορ. α΄, κατέστησά τινα μισητόν, τῷ κέ τεῳ στύξαιμι [[μένος]] καὶ χεῖρας, [[τότε]] [[ἤθελον]] καταστήσῃ τὸ θάρρος μου καὶ τὰς χεῖράς μου πράγματα μισητὰ καὶ φοβερὰ εἰς πολλούς, Ὀδ. Λ. 502· - ἀλλ’ ὁ ἀόρ. [[οὗτος]] εὕρηται μὲ τὴν συνήθη σημασίαν παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 512, Ἀνθ. Π. 430, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 531. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |