σύμπτωμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] τό, Zufall, bes. Unfall, Unglück; Thuc. γιγνόμενοι ἐν τῷ αὐτῷ ξυμπτώματι τῷ ἐν Θερμοπύλαις, 4, 36; Plat. Ax. 364 c; ἐπανορθούμενοι τὸ ἀκούσιον [[σύμπτωμα]], Dem. 56, 43, Sp.; vgl. Lob. Phryn. 248.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] τό, Zufall, bes. Unfall, Unglück; Thuc. γιγνόμενοι ἐν τῷ αὐτῷ ξυμπτώματι τῷ ἐν Θερμοπύλαις, 4, 36; Plat. Ax. 364 c; ἐπανορθούμενοι τὸ ἀκούσιον [[σύμπτωμα]], Dem. 56, 43, Sp.; vgl. Lob. Phryn. 248.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />coïncidence, rencontre, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> événement fortuit;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> événement malheureux, malheur, malchance.<br />'''Étymologie:''' [[συμπίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμπτωμα''': τό, ([[συμπίπτω]]) τὸ συμπῖπτον, συμβαῖνον εἴς τινα, κατὰ σύμπτωσιν, συμβὰν κατὰ σύμπτωσιν, τὰ σ. καὶ τὰ ἀπὸ τύχης Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 32· ἀπὸ συμπτώματος, σχεδὸν ὡς τὸ ἀπὸ τύχης ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 8, 5, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 12, 5· ἀντίθετ. τῷ [[αἰτία]], ὁ αὐτ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντικ. 1· 5, κτλ.· ἴδε Trendel. εἰς Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 12, 3. 2) συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[δυστύχημα]], [[ἀτυχία]], Θουκ. 4. 36, Ἀριστ. Πολ. 5. 4, 5· ἀκούσιον σ. Δημ. 1295. 20· [[ὅταν]] τις… ἀδίκοις περιπέσῃ σ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 63· τὰ κοινὰ κοινῶς δεῖ φέρειν σ. [[αὐτόθι]] 281c. II. ἐπὶ νόσων, «[[σύμπτωμα]]», [[σημεῖον]] τῆς νόσου, Πλάτ. Εἰρ. 364C· σ. κεφαλῆς Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 3. ΙΙΙ. [[κατάπτωσις]], ἐπὶ τῆς λίμνης Φουκίνης, Δίων. Κάσσ. 60. 33.
|lstext='''σύμπτωμα''': τό, ([[συμπίπτω]]) τὸ συμπῖπτον, συμβαῖνον εἴς τινα, κατὰ σύμπτωσιν, συμβὰν κατὰ σύμπτωσιν, τὰ σ. καὶ τὰ ἀπὸ τύχης Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 32· ἀπὸ συμπτώματος, σχεδὸν ὡς τὸ ἀπὸ τύχης ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 8, 5, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 12, 5· ἀντίθετ. τῷ [[αἰτία]], ὁ αὐτ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντικ. 1· 5, κτλ.· ἴδε Trendel. εἰς Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 12, 3. 2) συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[δυστύχημα]], [[ἀτυχία]], Θουκ. 4. 36, Ἀριστ. Πολ. 5. 4, 5· ἀκούσιον σ. Δημ. 1295. 20· [[ὅταν]] τις… ἀδίκοις περιπέσῃ σ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 63· τὰ κοινὰ κοινῶς δεῖ φέρειν σ. [[αὐτόθι]] 281c. II. ἐπὶ νόσων, «[[σύμπτωμα]]», [[σημεῖον]] τῆς νόσου, Πλάτ. Εἰρ. 364C· σ. κεφαλῆς Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 3. ΙΙΙ. [[κατάπτωσις]], ἐπὶ τῆς λίμνης Φουκίνης, Δίων. Κάσσ. 60. 33.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />coïncidence, rencontre, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> événement fortuit;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> événement malheureux, malheur, malchance.<br />'''Étymologie:''' [[συμπίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml