σώφρων: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1062.png Seite 1062]] ον, poet. [[σαόφρων]], gesundes Sinnes, Geistes, gesunder Seele, bei gesundem, nüchternem Verstande, verständig; Il. 21, 462 Od. 4, 158; Theogn.; [[Χείρων]], Pind. P. 3, 63; bes. mäßig, enthaltsam, frei von Leidenschaften, I. 7, 25; oft bei Tragg. von Menschen, auch σώφρονος γνώμης δ' ὰμαρτεῖν, Aesch. Ag. 1649, εὐχὰς μὲν αἰνῶ τάσδε σώφρονας, Suppl. 691, wie Soph., z. B. τὸ γὰρ νοσοῦντι ληρεῖν ἀνδρὸς οὐχὶ σώφρονος, Trach. 435; Eur.; Ar. σωφρόνως τραφῆναι, Eqn. 334; u. in Prosa: έπὶ τὸ σωφρονέστερον, Her. 3, 71; Thuc. 3, 58. 62 u. öfter; σώφρονα [[ὄντα]] καὶ ἔγκρατῆ αὐτὸν [[ἑαυτοῦ]], Plat. Gorg. 491 d, u. öfter; compar. σωφρονέστερος, Legg. II, 665 e; Ggstz [[ὑβριστής]], Xen. Cyr. 3, 1, 21; σωφρόνως, im Ggstz von ἀπλήστως, 4, 1, 15. S. Arist. eth. 3, 10. 6, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1062.png Seite 1062]] ον, poet. [[σαόφρων]], gesundes Sinnes, Geistes, gesunder Seele, bei gesundem, nüchternem Verstande, verständig; Il. 21, 462 Od. 4, 158; Theogn.; [[Χείρων]], Pind. P. 3, 63; bes. mäßig, enthaltsam, frei von Leidenschaften, I. 7, 25; oft bei Tragg. von Menschen, auch σώφρονος γνώμης δ' ὰμαρτεῖν, Aesch. Ag. 1649, εὐχὰς μὲν αἰνῶ τάσδε σώφρονας, Suppl. 691, wie Soph., z. B. τὸ γὰρ νοσοῦντι ληρεῖν ἀνδρὸς οὐχὶ σώφρονος, Trach. 435; Eur.; Ar. σωφρόνως τραφῆναι, Eqn. 334; u. in Prosa: έπὶ τὸ σωφρονέστερον, Her. 3, 71; Thuc. 3, 58. 62 u. öfter; σώφρονα [[ὄντα]] καὶ ἔγκρατῆ αὐτὸν [[ἑαυτοῦ]], Plat. Gorg. 491 d, u. öfter; compar. σωφρονέστερος, Legg. II, 665 e; Ggstz [[ὑβριστής]], Xen. Cyr. 3, 1, 21; σωφρόνως, im Ggstz von ἀπλήστως, 4, 1, 15. S. Arist. eth. 3, 10. 6, 5.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>litt.</i> sain d'esprit <i>ou</i> de cœur, <i>d'où</i> :<br /><b>I.</b> sensé, prudent, sage ; τὸ σῶφρον THC le bon sens, la sagesse;<br /><b>II.</b> modéré dans ses désirs, tempérant ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> chaste, pudique : τὸ σῶφρον la tempérance, la chasteté;<br /><b>2</b> modéré;<br /><i>Cp.</i> σωφρονέστερος, <i>Sp.</i> σωφρονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[σῶς]], [[φρήν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σώφρων''': Ἐπικ. σᾰόφρων (ὡς παρ’ Ὁμ.), ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. σῶφρον. Κυρίως ὁ ἔχων σώας τὰς φρένας, [[ὑγιὴς]] τὸν νοῦν, Λατ. san?e mentis, (ἐκ τοῦ σῶς, [[φρήν]], πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, Πλάτ. Κρατ. 411Ε)· - [[ὅθεν]], [[φρόνιμος]], [[συνετός]], «[[διακριτικός]]», οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Ἰλ. Φ. 462, πρβλ. Ὀδ. Δ. 158· ἀντίθετον τῷ [[ἄφρων]], Θέογν. 431, 454, 497· τῷ [[νήπιος]], ὁ αὐτ. 483· τῷ [[ἀνόητος]], Ἡρόδ. 1. 4· [[σώφρων]] περὶ θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 2· σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Ἱππ. 84Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. [[μῦθος]] Θέογν. 754, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1025 σ. [[οἶκτος]], [[εὔλογος]], [[πρέπων]], προσήκων, Θουκ. 3. 59· σ. [[κήρυγμα]] Αἰσχίν. 54. 14· σώφρονα εἰπεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1024· [[ἄλλο]] τι σωφρονέστερον γινώσκειν Θουκ. 5. 111· σῶφρόν ἐστι μετ’ ἀπαρ. ὁ αὐτ. 1. 42. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., [[μάλιστα]], ὁ ἀσκῶν ἐγκράτειαν, [[ἐγκρατής]], [[μέτριος]], [[ἁγνός]], [[νηφάλιος]], ([[σώφρων]] ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Πλάτ. Ὅροι 415D. πρβλ. Πλάτ. Πολ. 430Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3 . 10), δός μοι σωφρονεστέραν πολὺ μητρὸς γενέσθαι Αἰσχύλ. Χο. 140· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 132, Ἀποσπ. 608· γυνὴ σ. Ἀνδοκ. 30. 43 σ. καὶ ἐγκρατὴς [[ἑαυτοῦ]] Πλάτ. Γοργ. 491D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. γνώμη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1664· σ. εὐχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 710· σ. ὑμέναιοι, λέχη Εὐρ. Ὀρ. 558, Ἐλ. 1099· [[τράπεζα]], [[δίαιτα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 885. Πλάτ. Ἐπιστ. 336C· [[ἀριστοκρατία]] Θουκ. 3. 82· [[χάρις]] ὁ αὐτ. 58· [[βίος]] Πλάτ. Νόμ. 733Ε· φρονεῖν σώφρονα Σοφ. Ἀποσπ. 62. 3) τὸ σῶφρον = [[σωφροσύνη]], Εὐρ. Ἱππ. 431, Θουκ. 1. 37., 3. 82, κτλ.· τὸ σ. ἥβης Σοφ. Ἀποσπ. 705· σοῦ τὸ σ. Εὐρ. Ἀνδρ. 365, πρβλ. 346, κτλ.· ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον λαμβάνειν τι Ἡρόδ. 3. 71, τὸ σωφρονέστατον Θουκ. 3. 92· οὕτω, τὰ σώφρονα [[λάγδην]] πατεῖται Σοφ. Ἀποσπ. 606. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -όνως, Ἡρόδ. 4. 77, Αἰσχύλ. Θήβ. 645, Εὐμ. 44· τραφῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 334· σ. τε καὶ μετρίως Πλάτ. Πολ. 399Β· δικαίως... καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 134D· σ. ἐφέπεσθαι, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀγησ. 2, 3. - Συγκρ. σωφρονέστερον, Θουκ. 1. 84, Ξεν., κτλ.· ἀλλὰ -εστέρως, Εὐρ. Ι. Α. 379· - ὑπερθετ. -έστατα, Ἱσοκρ. 142C, Πλάτ. Νόμ. 728Ε.
|lstext='''σώφρων''': Ἐπικ. σᾰόφρων (ὡς παρ’ Ὁμ.), ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. σῶφρον. Κυρίως ὁ ἔχων σώας τὰς φρένας, [[ὑγιὴς]] τὸν νοῦν, Λατ. san?e mentis, (ἐκ τοῦ σῶς, [[φρήν]], πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, Πλάτ. Κρατ. 411Ε)· - [[ὅθεν]], [[φρόνιμος]], [[συνετός]], «[[διακριτικός]]», οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Ἰλ. Φ. 462, πρβλ. Ὀδ. Δ. 158· ἀντίθετον τῷ [[ἄφρων]], Θέογν. 431, 454, 497· τῷ [[νήπιος]], ὁ αὐτ. 483· τῷ [[ἀνόητος]], Ἡρόδ. 1. 4· [[σώφρων]] περὶ θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 2· σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Ἱππ. 84Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. [[μῦθος]] Θέογν. 754, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1025 σ. [[οἶκτος]], [[εὔλογος]], [[πρέπων]], προσήκων, Θουκ. 3. 59· σ. [[κήρυγμα]] Αἰσχίν. 54. 14· σώφρονα εἰπεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1024· [[ἄλλο]] τι σωφρονέστερον γινώσκειν Θουκ. 5. 111· σῶφρόν ἐστι μετ’ ἀπαρ. ὁ αὐτ. 1. 42. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., [[μάλιστα]], ὁ ἀσκῶν ἐγκράτειαν, [[ἐγκρατής]], [[μέτριος]], [[ἁγνός]], [[νηφάλιος]], ([[σώφρων]] ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Πλάτ. Ὅροι 415D. πρβλ. Πλάτ. Πολ. 430Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3 . 10), δός μοι σωφρονεστέραν πολὺ μητρὸς γενέσθαι Αἰσχύλ. Χο. 140· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 132, Ἀποσπ. 608· γυνὴ σ. Ἀνδοκ. 30. 43 σ. καὶ ἐγκρατὴς [[ἑαυτοῦ]] Πλάτ. Γοργ. 491D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. γνώμη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1664· σ. εὐχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 710· σ. ὑμέναιοι, λέχη Εὐρ. Ὀρ. 558, Ἐλ. 1099· [[τράπεζα]], [[δίαιτα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 885. Πλάτ. Ἐπιστ. 336C· [[ἀριστοκρατία]] Θουκ. 3. 82· [[χάρις]] ὁ αὐτ. 58· [[βίος]] Πλάτ. Νόμ. 733Ε· φρονεῖν σώφρονα Σοφ. Ἀποσπ. 62. 3) τὸ σῶφρον = [[σωφροσύνη]], Εὐρ. Ἱππ. 431, Θουκ. 1. 37., 3. 82, κτλ.· τὸ σ. ἥβης Σοφ. Ἀποσπ. 705· σοῦ τὸ σ. Εὐρ. Ἀνδρ. 365, πρβλ. 346, κτλ.· ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον λαμβάνειν τι Ἡρόδ. 3. 71, τὸ σωφρονέστατον Θουκ. 3. 92· οὕτω, τὰ σώφρονα [[λάγδην]] πατεῖται Σοφ. Ἀποσπ. 606. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -όνως, Ἡρόδ. 4. 77, Αἰσχύλ. Θήβ. 645, Εὐμ. 44· τραφῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 334· σ. τε καὶ μετρίως Πλάτ. Πολ. 399Β· δικαίως... καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 134D· σ. ἐφέπεσθαι, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀγησ. 2, 3. - Συγκρ. σωφρονέστερον, Θουκ. 1. 84, Ξεν., κτλ.· ἀλλὰ -εστέρως, Εὐρ. Ι. Α. 379· - ὑπερθετ. -έστατα, Ἱσοκρ. 142C, Πλάτ. Νόμ. 728Ε.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>litt.</i> sain d'esprit <i>ou</i> de cœur, <i>d'où</i> :<br /><b>I.</b> sensé, prudent, sage ; τὸ σῶφρον THC le bon sens, la sagesse;<br /><b>II.</b> modéré dans ses désirs, tempérant ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> chaste, pudique : τὸ σῶφρον la tempérance, la chasteté;<br /><b>2</b> modéré;<br /><i>Cp.</i> σωφρονέστερος, <i>Sp.</i> σωφρονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[σῶς]], [[φρήν]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater