Anonymous

σώφρων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>litt.</i> sain d'esprit <i>ou</i> de cœur, <i>d'où</i> :<br /><b>I.</b> sensé, prudent, sage ; τὸ σῶφρον THC le bon sens, la sagesse;<br /><b>II.</b> modéré dans ses désirs, tempérant ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> chaste, pudique : τὸ σῶφρον la tempérance, la chasteté;<br /><b>2</b> modéré;<br /><i>Cp.</i> σωφρονέστερος, <i>Sp.</i> σωφρονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[σῶς]], [[φρήν]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>litt.</i> sain d'esprit <i>ou</i> de cœur, <i>d'où</i> :<br /><b>I.</b> sensé, prudent, sage ; τὸ σῶφρον THC le bon sens, la sagesse;<br /><b>II.</b> modéré dans ses désirs, tempérant ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> chaste, pudique : τὸ σῶφρον la tempérance, la chasteté;<br /><b>2</b> modéré;<br /><i>Cp.</i> σωφρονέστερος, <i>Sp.</i> σωφρονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[σῶς]], [[φρήν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σώφρων''': Ἐπικ. σᾰόφρων (ὡς παρ’ Ὁμ.), ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. σῶφρον. Κυρίως ὁ ἔχων σώας τὰς φρένας, [[ὑγιὴς]] τὸν νοῦν, Λατ. san?e mentis, (ἐκ τοῦ σῶς, [[φρήν]], πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, Πλάτ. Κρατ. 411Ε)· - [[ὅθεν]], [[φρόνιμος]], [[συνετός]], «[[διακριτικός]]», οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Ἰλ. Φ. 462, πρβλ. Ὀδ. Δ. 158· ἀντίθετον τῷ [[ἄφρων]], Θέογν. 431, 454, 497· τῷ [[νήπιος]], ὁ αὐτ. 483· τῷ [[ἀνόητος]], Ἡρόδ. 1. 4· [[σώφρων]] περὶ θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 2· σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Ἱππ. 84Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. [[μῦθος]] Θέογν. 754, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1025 σ. [[οἶκτος]], [[εὔλογος]], [[πρέπων]], προσήκων, Θουκ. 3. 59· σ. [[κήρυγμα]] Αἰσχίν. 54. 14· σώφρονα εἰπεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1024· [[ἄλλο]] τι σωφρονέστερον γινώσκειν Θουκ. 5. 111· σῶφρόν ἐστι μετ’ ἀπαρ. ὁ αὐτ. 1. 42. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., [[μάλιστα]], ὁ ἀσκῶν ἐγκράτειαν, [[ἐγκρατής]], [[μέτριος]], [[ἁγνός]], [[νηφάλιος]], ([[σώφρων]] ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Πλάτ. Ὅροι 415D. πρβλ. Πλάτ. Πολ. 430Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3 . 10), δός μοι σωφρονεστέραν πολὺ μητρὸς γενέσθαι Αἰσχύλ. Χο. 140· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 132, Ἀποσπ. 608· γυνὴ σ. Ἀνδοκ. 30. 43 σ. καὶ ἐγκρατὴς [[ἑαυτοῦ]] Πλάτ. Γοργ. 491D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. γνώμη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1664· σ. εὐχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 710· σ. ὑμέναιοι, λέχη Εὐρ. Ὀρ. 558, Ἐλ. 1099· [[τράπεζα]], [[δίαιτα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 885. Πλάτ. Ἐπιστ. 336C· [[ἀριστοκρατία]] Θουκ. 3. 82· [[χάρις]] ὁ αὐτ. 58· [[βίος]] Πλάτ. Νόμ. 733Ε· φρονεῖν σώφρονα Σοφ. Ἀποσπ. 62. 3) τὸ σῶφρον = [[σωφροσύνη]], Εὐρ. Ἱππ. 431, Θουκ. 1. 37., 3. 82, κτλ.· τὸ σ. ἥβης Σοφ. Ἀποσπ. 705· σοῦ τὸ σ. Εὐρ. Ἀνδρ. 365, πρβλ. 346, κτλ.· ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον λαμβάνειν τι Ἡρόδ. 3. 71, τὸ σωφρονέστατον Θουκ. 3. 92· οὕτω, τὰ σώφρονα [[λάγδην]] πατεῖται Σοφ. Ἀποσπ. 606. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -όνως, Ἡρόδ. 4. 77, Αἰσχύλ. Θήβ. 645, Εὐμ. 44· τραφῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 334· σ. τε καὶ μετρίως Πλάτ. Πολ. 399Β· δικαίως... καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 134D· σ. ἐφέπεσθαι, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀγησ. 2, 3. - Συγκρ. σωφρονέστερον, Θουκ. 1. 84, Ξεν., κτλ.· ἀλλὰ -εστέρως, Εὐρ. Ι. Α. 379· - ὑπερθετ. -έστατα, Ἱσοκρ. 142C, Πλάτ. Νόμ. 728Ε.
|elnltext=σώφρων -ον, gen. -ονος, ep. en poët. σαόφρων [σῶς, φρήν] comp. σωφρονέστερος, superl. σωφρονέστατος verstandig, bij zinnen, nuchter, redelijk:. ἁρπασθεισέων... τιμωρέειν ἀνοήτων,... μηδεμίαν ὤρην ἔχειν... σωφρόνων (zij menen) dat wraak nemen voor ontvoerde vrouwen iets voor dwazen (is), (maar) er geen aandacht aan besteden iets voor redelijke mensen Hdt. 1.4.2; ἐπιχείρησιν... μὴ... συντάχυνε ἀβούλως, ἀλλ’ ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον αὐτὴν λάμβανε maak met die onderneming geen haast zonder beleid, maar begin er aan op een verstandiger manier Hdt. 3.71.13. beheerst, fatsoenlijk, gematigd, ingetogen, bescheiden:; σώφρων... καὶ ἐγκρατὴς αὐτὸς ἑαυτοῦ gematigd en zichzelf in de hand hebbend Plat. Grg. 491d; σωφρόνως τε καὶ μετρίως πράττων beheerst en fatsoenlijk handelend Plat. Resp. 399b; seks., m. n. van vrouwen en jongens fatsoenlijk, kuis:; μοι δὸς σωφρονεστέραν... μητρὸς γενέσθαι gun me dat ik mezelf meer in de hand heb dan mijn moeder Aeschl. Ch. 140; ook van mannen. δείξω πρῶτα μὲν σοφὸς γεγώς, ἔπειτα σώφρων ik (Jason) zal aantonen dat ik om te beginnen wijs ben, en verder beheerst (nl. niet ten prooi aan Eros) Eur. Med. 549. politiek gematigd (soms als slogan van oligarchische politiek gebruikt, i.t.t. radicale democratie). ἀριστοκρατία σ. gematigde aristocratie Thuc. 3.82.8; εἰ μὴ πολιτεύσομέν τε σωφρονέστερον καὶ ἐς ὀλίγους μᾶλλον τὰς ἀρχὰς ποιήσομεν als we geen gematigdere politiek gaan bedrijven en de ambten meer gaan toevertrouwen aan beperkt aantal mensen Thuc. 8.53.3. subst. τὸ σῶφρον = σωφροσύνη:. φασὶ δὲ ξυμμαχίαν διὰ τὸ σῶφρον οὐδενός πω δέξασθαι ze zeggen dat ze vanwege hun behoedzaamheid nog nooit een bondgenootschap met iemand hebben geaccepteerd Thuc. 1.37.2.
}}
{{elru
|elrutext='''σώφρων:''' эп. [[σαόφρων]] 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[обладающий здравым смыслом]], [[благоразумный]], [[рассудительный]] Hom., Her., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> [[почтительный]], [[благочестивый]] (περὶ θεούς Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[сдержанный]], [[воздержный]], [[скромный]] ([[τράπεζα]] Eur.; [[βίος]] Plat.): σ. ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Plat. скромен тот, кто умеряет (свои) страсти;<br /><b class="num">4)</b> [[чистый]], [[непорочный]] (εὐχαί Aesch.; ὑμέναιοι Eur.). - см. тж. [[σῶφρον]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''σώφρων:''' Επικ. σᾰό-φρων, <i>-ονος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>· ουδ. <i>σῶφρον</i> ([[σῶς]], [[φρήν]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[σώες]] τις [[φρένες]], που έχει υγιείς τις διανοητικές και πνευματικές του λειτουργίες, Λατ. sanae mentis· απ' όπου, [[συνετός]], [[λογικός]], [[διακριτικός]], [[φρόνιμος]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, σώφρονα [[εἰπεῖν]], σε Ευρ.· [[ἄλλο]] τι σωφρονέστερον γιγνώσκειν, σε Θουκ.· <i>σῶφρόν ἐστι</i>, με απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει υπό έλεγχο τις σαρκικές του επιθυμίες, [[εγκρατής]], [[μετριοπαθής]], [[αγνός]], [[νηφάλιος]], σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, [[σώφρων]] [[γνώμη]], σε Αισχύλ.· [[σώφρων]] [[ἀριστοκρατία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> τὸ σῶφρον = [[σωφροσύνη]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-όνως</i>, σε Ηρόδ.· συγκρ. <i>σωφρονέστερον</i>, σε Θουκ.· ομοίως, <i>ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον</i>, σε Ηρόδ.· [[αλλά]] <i>-εστέρως</i>, σε Ευρ.· υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''σώφρων:''' Επικ. σᾰό-φρων, <i>-ονος</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>· ουδ. <i>σῶφρον</i> ([[σῶς]], [[φρήν]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[σώες]] τις [[φρένες]], που έχει υγιείς τις διανοητικές και πνευματικές του λειτουργίες, Λατ. sanae mentis· απ' όπου, [[συνετός]], [[λογικός]], [[διακριτικός]], [[φρόνιμος]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, σώφρονα [[εἰπεῖν]], σε Ευρ.· [[ἄλλο]] τι σωφρονέστερον γιγνώσκειν, σε Θουκ.· <i>σῶφρόν ἐστι</i>, με απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει υπό έλεγχο τις σαρκικές του επιθυμίες, [[εγκρατής]], [[μετριοπαθής]], [[αγνός]], [[νηφάλιος]], σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, [[σώφρων]] [[γνώμη]], σε Αισχύλ.· [[σώφρων]] [[ἀριστοκρατία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> τὸ σῶφρον = [[σωφροσύνη]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-όνως</i>, σε Ηρόδ.· συγκρ. <i>σωφρονέστερον</i>, σε Θουκ.· ομοίως, <i>ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον</i>, σε Ηρόδ.· [[αλλά]] <i>-εστέρως</i>, σε Ευρ.· υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ισοκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σώφρων:''' эп. [[σαόφρων]] 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[обладающий здравым смыслом]], [[благоразумный]], [[рассудительный]] Hom., Her., Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> [[почтительный]], [[благочестивый]] (περὶ θεούς Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[сдержанный]], [[воздержный]], [[скромный]] ([[τράπεζα]] Eur.; [[βίος]] Plat.): σ. ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Plat. скромен тот, кто умеряет (свои) страсти;<br /><b class="num">4)</b> [[чистый]], [[непорочный]] (εὐχαί Aesch.; ὑμέναιοι Eur.). - см. тж. [[σῶφρον]].
|lstext='''σώφρων''': Ἐπικ. σᾰόφρων (ὡς παρ’ Ὁμ.), ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. σῶφρον. Κυρίως ὁ ἔχων σώας τὰς φρένας, [[ὑγιὴς]] τὸν νοῦν, Λατ. san?e mentis, (ἐκ τοῦ σῶς, [[φρήν]], πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, Πλάτ. Κρατ. 411Ε)· - [[ὅθεν]], [[φρόνιμος]], [[συνετός]], «[[διακριτικός]]», οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Ἰλ. Φ. 462, πρβλ. Ὀδ. Δ. 158· ἀντίθετον τῷ [[ἄφρων]], Θέογν. 431, 454, 497· τῷ [[νήπιος]], ὁ αὐτ. 483· τῷ [[ἀνόητος]], Ἡρόδ. 1. 4· [[σώφρων]] περὶ θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 2· σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Ἱππ. 84Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. [[μῦθος]] Θέογν. 754, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1025 σ. [[οἶκτος]], [[εὔλογος]], [[πρέπων]], προσήκων, Θουκ. 3. 59· σ. [[κήρυγμα]] Αἰσχίν. 54. 14· σώφρονα εἰπεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1024· [[ἄλλο]] τι σωφρονέστερον γινώσκειν Θουκ. 5. 111· σῶφρόν ἐστι μετ’ ἀπαρ. ὁ αὐτ. 1. 42. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., [[μάλιστα]], ὁ ἀσκῶν ἐγκράτειαν, [[ἐγκρατής]], [[μέτριος]], [[ἁγνός]], [[νηφάλιος]], ([[σώφρων]] ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Πλάτ. Ὅροι 415D. πρβλ. Πλάτ. Πολ. 430Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3 . 10), δός μοι σωφρονεστέραν πολὺ μητρὸς γενέσθαι Αἰσχύλ. Χο. 140· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 132, Ἀποσπ. 608· γυνὴ σ. Ἀνδοκ. 30. 43 σ. καὶ ἐγκρατὴς [[ἑαυτοῦ]] Πλάτ. Γοργ. 491D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. γνώμη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1664· σ. εὐχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 710· σ. ὑμέναιοι, λέχη Εὐρ. Ὀρ. 558, Ἐλ. 1099· [[τράπεζα]], [[δίαιτα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 885. Πλάτ. Ἐπιστ. 336C· [[ἀριστοκρατία]] Θουκ. 3. 82· [[χάρις]] ὁ αὐτ. 58· [[βίος]] Πλάτ. Νόμ. 733Ε· φρονεῖν σώφρονα Σοφ. Ἀποσπ. 62. 3) τὸ σῶφρον = [[σωφροσύνη]], Εὐρ. Ἱππ. 431, Θουκ. 1. 37., 3. 82, κτλ.· τὸ σ. ἥβης Σοφ. Ἀποσπ. 705· σοῦ τὸ σ. Εὐρ. Ἀνδρ. 365, πρβλ. 346, κτλ.· ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον λαμβάνειν τι Ἡρόδ. 3. 71, τὸ σωφρονέστατον Θουκ. 3. 92· οὕτω, τὰ σώφρονα [[λάγδην]] πατεῖται Σοφ. Ἀποσπ. 606. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -όνως, Ἡρόδ. 4. 77, Αἰσχύλ. Θήβ. 645, Εὐμ. 44· τραφῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 334· σ. τε καὶ μετρίως Πλάτ. Πολ. 399Β· δικαίως... καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 134D· σ. ἐφέπεσθαι, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀγησ. 2, 3. - Συγκρ. σωφρονέστερον, Θουκ. 1. 84, Ξεν., κτλ.· ἀλλὰ -εστέρως, Εὐρ. Ι. Α. 379· - ὑπερθετ. -έστατα, Ἱσοκρ. 142C, Πλάτ. Νόμ. 728Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=σώφρων -ον, gen. -ονος, ep. en poët. σαόφρων [σῶς, φρήν] comp. σωφρονέστερος, superl. σωφρονέστατος verstandig, bij zinnen, nuchter, redelijk:. ἁρπασθεισέων... τιμωρέειν ἀνοήτων,... μηδεμίαν ὤρην ἔχειν... σωφρόνων (zij menen) dat wraak nemen voor ontvoerde vrouwen iets voor dwazen (is), (maar) er geen aandacht aan besteden iets voor redelijke mensen Hdt. 1.4.2; ἐπιχείρησιν... μὴ... συντάχυνε ἀβούλως, ἀλλ’ ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον αὐτὴν λάμβανε maak met die onderneming geen haast zonder beleid, maar begin er aan op een verstandiger manier Hdt. 3.71.13. beheerst, fatsoenlijk, gematigd, ingetogen, bescheiden:; σώφρων... καὶ ἐγκρατὴς αὐτὸς ἑαυτοῦ gematigd en zichzelf in de hand hebbend Plat. Grg. 491d; σωφρόνως τε καὶ μετρίως πράττων beheerst en fatsoenlijk handelend Plat. Resp. 399b; seks., m. n. van vrouwen en jongens fatsoenlijk, kuis:; μοι δὸς σωφρονεστέραν... μητρὸς γενέσθαι gun me dat ik mezelf meer in de hand heb dan mijn moeder Aeschl. Ch. 140; ook van mannen. δείξω πρῶτα μὲν σοφὸς γεγώς, ἔπειτα σώφρων ik (Jason) zal aantonen dat ik om te beginnen wijs ben, en verder beheerst (nl. niet ten prooi aan Eros) Eur. Med. 549. politiek gematigd (soms als slogan van oligarchische politiek gebruikt, i.t.t. radicale democratie). ἀριστοκρατία σ. gematigde aristocratie Thuc. 3.82.8; εἰ μὴ πολιτεύσομέν τε σωφρονέστερον καὶ ἐς ὀλίγους μᾶλλον τὰς ἀρχὰς ποιήσομεν als we geen gematigdere politiek gaan bedrijven en de ambten meer gaan toevertrouwen aan beperkt aantal mensen Thuc. 8.53.3. subst. τὸ σῶφρον = σωφροσύνη:. φασὶ δὲ ξυμμαχίαν διὰ τὸ σῶφρον οὐδενός πω δέξασθαι ze zeggen dat ze vanwege hun behoedzaamheid nog nooit een bondgenootschap met iemand hebben geaccepteerd Thuc. 1.37.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj