τέρπω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1094.png Seite 1094]] aor. ἔτερψα, pass. τέρπομαι, aor. ἐτάρφθην, Od. 6, 99. 19, 213, u. ἐτέρφθην, 8, 131, wie ἐτάρπ ην, [[ταρπῆναι]] u. ταρπήμεναι, Hom. oft, davon conj. τραπείω statt ταρπῶ, im plur. [[τραπείομεν]], Il. 3, 441. 14, 314 Od. 8, 292, u. med. mit Reduplikation τεταρπόμην, τεταρπώμεσθα u. s. w., häufig bei Hom., u. ἐτερψάμην, τερψάμενος Od. 12, 188, τέρψαιτο h. Apoll. 153, gew. aor. II. med. ἐταρπόμην, alle in derselben Bdtg; – [[sättigen]], befriedigen, laben, erquicken, auch vergnügen, [[ergötzen]]; vom Sänger, ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων, Od. 17, 385; πεσσοῖσι θυμὸν ἔτερπον, 1, 107; τῇ (φόρμιγγι) ὅγε θυμὸν ἔτερπεν, Il. 9, 189; καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις, 15, 393, erheitern, trösten; τὰ τέρποντα, Soph. O. C. 1219; ῥήματα τέρψαντα, 1283; τοὐμὸν εἰ τέρψεις [[κέαρ]], Trach. 1236; αἱ 'ρεταὶ τέρπουσι τοὺς ξυνευνέτας, Eur. Andr. 207; τέρψαι φρένα, Heracl. 663, u. öfter; ἥτις [[μοῦσα]] τοὺς βελτίστους τέρπει, Plat. Legg. II, 658 e; ἥλικα τέρπειν τὸν ἥλικα, sprichwörtlich, gleich u. gleich gesellt sich gern, Phaedr. 240 c. – Häufiger im pass. od. med. sich sättigen, reichlich, bis zur Befriedigung genießen, τινός, ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Il. 11, 780; τεταρπόμενος φίλον [[ἦτορ]] σίτου καὶ οἴνοιο, 9, 705, vgl. Od. 6, 99; ἐδωδῆς, 3, 70. 201; ὕπνου ταρπήμεναι, Il. 24, 3; εὐνῆς, Od. 23, 346; φιλότητος, 23, 300; ἥβης [[ταρπῆναι]], der Jugend genießen, 23, 212; auch γόοιο, sich der Wehklage ersättigen, sich satt klagen, Il. 23, 10. 98. 24, 513 Od. 11, 212 u. öfter; übh. sich erfreuen, vergnügen, sich erquicken, τινί, woran, wie φόρμιγγι, μύθοισιν, αὐδῇ, δαιτί, δίσκοισιν, γόῳ u. dgl.; auch ἐν θαλίῃς, 11, 603; Hes. O. 119; selten c. acc., οἴην μοῖραν τέρπεσθαι, [[einen]] Theil genießen, frg. 56, 6; τέρπεσθαι ὄνησιν, Eur. Med. 1041; Hom. setzt als bes. Bestimmungen hinzu: τέρπεσθαι θυμῷ, Il. 19, 313 Od. 16, 26. 21, 105; θυμόν, Il. 21, 45, wie φρένα, 1, 474 Od. 4, 102. 8, 131 u. öfter; φρεσὶν ᾗσιν, Il. 19, 19 Od. 5, 74; ἐνὶ φρεσίν, 8, 368; τεταρπόμενος φίλον κῆρ, 1, 310; κατὰ θυμόν, Hes. O. 58. 360; ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται, Pind. P. 2, 74; Tragg. λαμπάδι τερπόμεναι, Aesch. Eum. 994; τέρπεσθαι δόμῳ, Soph. Phil. 458; τέκνοις τερφθεὶς τοῖσδε, Soph. O. C. 1142; τιμαῖς, Eur. Alc. 54; oft auch mit partic., τέρπεται τιμώμενος, Bacch. 321 Phoen. 917 Andr. 1181; in Prosa: πῖνε καὶ τέρπου, Her. 2, 78; ταύταις ταῖς ἡδοναῖς τερπόμενος, Plat. Phil. 47 b; σκοπῶν, τί ἂν ἰδὼν ἢ τί ἀκούσας τερφθείης, Xen. Mem. 2, 1, 24; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1094.png Seite 1094]] aor. ἔτερψα, pass. τέρπομαι, aor. ἐτάρφθην, Od. 6, 99. 19, 213, u. ἐτέρφθην, 8, 131, wie ἐτάρπ ην, [[ταρπῆναι]] u. ταρπήμεναι, Hom. oft, davon conj. τραπείω statt ταρπῶ, im plur. [[τραπείομεν]], Il. 3, 441. 14, 314 Od. 8, 292, u. med. mit Reduplikation τεταρπόμην, τεταρπώμεσθα u. s. w., häufig bei Hom., u. ἐτερψάμην, τερψάμενος Od. 12, 188, τέρψαιτο h. Apoll. 153, gew. aor. II. med. ἐταρπόμην, alle in derselben Bdtg; – [[sättigen]], befriedigen, laben, erquicken, auch vergnügen, [[ergötzen]]; vom Sänger, ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων, Od. 17, 385; πεσσοῖσι θυμὸν ἔτερπον, 1, 107; τῇ (φόρμιγγι) ὅγε θυμὸν ἔτερπεν, Il. 9, 189; καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις, 15, 393, erheitern, trösten; τὰ τέρποντα, Soph. O. C. 1219; ῥήματα τέρψαντα, 1283; τοὐμὸν εἰ τέρψεις [[κέαρ]], Trach. 1236; αἱ 'ρεταὶ τέρπουσι τοὺς ξυνευνέτας, Eur. Andr. 207; τέρψαι φρένα, Heracl. 663, u. öfter; ἥτις [[μοῦσα]] τοὺς βελτίστους τέρπει, Plat. Legg. II, 658 e; ἥλικα τέρπειν τὸν ἥλικα, sprichwörtlich, gleich u. gleich gesellt sich gern, Phaedr. 240 c. – Häufiger im pass. od. med. sich sättigen, reichlich, bis zur Befriedigung genießen, τινός, ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Il. 11, 780; τεταρπόμενος φίλον [[ἦτορ]] σίτου καὶ οἴνοιο, 9, 705, vgl. Od. 6, 99; ἐδωδῆς, 3, 70. 201; ὕπνου ταρπήμεναι, Il. 24, 3; εὐνῆς, Od. 23, 346; φιλότητος, 23, 300; ἥβης [[ταρπῆναι]], der Jugend genießen, 23, 212; auch γόοιο, sich der Wehklage ersättigen, sich satt klagen, Il. 23, 10. 98. 24, 513 Od. 11, 212 u. öfter; übh. sich erfreuen, vergnügen, sich erquicken, τινί, woran, wie φόρμιγγι, μύθοισιν, αὐδῇ, δαιτί, δίσκοισιν, γόῳ u. dgl.; auch ἐν θαλίῃς, 11, 603; Hes. O. 119; selten c. acc., οἴην μοῖραν τέρπεσθαι, [[einen]] Theil genießen, frg. 56, 6; τέρπεσθαι ὄνησιν, Eur. Med. 1041; Hom. setzt als bes. Bestimmungen hinzu: τέρπεσθαι θυμῷ, Il. 19, 313 Od. 16, 26. 21, 105; θυμόν, Il. 21, 45, wie φρένα, 1, 474 Od. 4, 102. 8, 131 u. öfter; φρεσὶν ᾗσιν, Il. 19, 19 Od. 5, 74; ἐνὶ φρεσίν, 8, 368; τεταρπόμενος φίλον κῆρ, 1, 310; κατὰ θυμόν, Hes. O. 58. 360; ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται, Pind. P. 2, 74; Tragg. λαμπάδι τερπόμεναι, Aesch. Eum. 994; τέρπεσθαι δόμῳ, Soph. Phil. 458; τέκνοις τερφθεὶς τοῖσδε, Soph. O. C. 1142; τιμαῖς, Eur. Alc. 54; oft auch mit partic., τέρπεται τιμώμενος, Bacch. 321 Phoen. 917 Andr. 1181; in Prosa: πῖνε καὶ τέρπου, Her. 2, 78; ταύταις ταῖς ἡδοναῖς τερπόμενος, Plat. Phil. 47 b; σκοπῶν, τί ἂν ἰδὼν ἢ τί ἀκούσας τερφθείης, Xen. Mem. 2, 1, 24; Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> τέρψω, <i>ao.</i> ἔτερψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f. rare</i> τερφθήσομαι, <i>ao.</i> ἐτέρφθην <i>ou</i> ἐτάρφθην, <i>ao.2</i> ἐτάρπην, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>primit.</i> rassasier <i>seul. au Pass.</i> : [[ταρπῆναι]] ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος IL être rassasié de nourriture et de boisson ; ἐδωδῆς OD, σίτου OD se rassasier de nourriture ; ὕπνου IL, εὐνῆς OD jouir du sommeil, du lit ; <i>fig.</i> γόοιο IL, OD se rassasier de gémissements ; ἥβης OD jouir de la jeunesse;<br /><b>II.</b> réjouir, charmer : τινα qqn ; τινα λόγοις IL qqn par ses discours ; τινι θυμόν IL, OD le cœur de qqn au moyen de qch ; <i>Pass.</i> être charmé, être réjoui, se réjouir : τινι, ἔν τινι de qch ; θυμῷ IL, OD, θυμόν IL, φρένα IL, OD, φρεσὶν ᾗσιν IL, OD, ἐνὶ φρεσίν OD se réjouir dans son cœur;<br /><i><b>Moy.</b></i> τέρπομαι (<i>f.</i> [[τέρψομαι]], <i>ao.</i> ἐτερψάμην, <i>ao.2</i> ἐταρπόμην) être charmé, être réjoui, se réjouir ; [[οὐ]] μὴ τέρψει κλύων SOPH il n’y a pas à penser que tu seras charmé d'entendre.<br />'''Étymologie:''' R. Ταρπ <i>ou</i> Τερπ, satisfaire.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τέρπω''': Ἐπικ. ὑποτ. τέρπῃσι Ὀδ.· Ἰων. παρατ. τέρπεσκον Ἀνθ. Π. 9. 136, κτλ.· μέλλ. τέρψω Ἀττ.· ἀόρ. ἔτερψα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 47, Εὐρ. Ἡρακλ. 433, Πλάτ. - Τὸ παθητ. καὶ τὸ [[μέσον]] ἔχουσι τετραπλοῦν ἀόρ., 1) ἐτέρφθην Σοφ. Ο. Κ. 1140, Εὐριπ., σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· Ἐπικ. ἐτάφθην, τάρφθην Ὀδ. Ζ. 99, Τ. 213, κλπ. (ἂν καὶ ὁ εἰς ε [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ, Θ. 131, κ. ἀλλ.), γ΄ πληθ. τάρφθεν Ζ. 99. 2) Ἐπικ. ἐτάρπην, τάρπην Ψ. 300. Ἰλ. Λ. 780· συχν. ἐν τῷ ἀπαρεμφ. [[ταρπῆναι]] καὶ ταρπήμεναι· καὶ ὑποτ. τρᾰπείω (κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ταρπῶ), Ἐπικ. α΄ πληθ. τρᾰπείομεν (ἀντὶ ταρπῶμεν) κατωτ. ΙΙ. 2. 3) Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ἐταρπόμην Ὅμηρ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐν πάσαις ταῖς ἐγκλίσεσι, τεταρπόμην, [[τετάρπετο]], τεταρπώμεσθα, τεταρπόμενος. 4) ἀόρ. α΄ ἐτερψάμην, ἐν τῇ Ἐπικ. ὑποτ. τέρψομαι Ὀδ. Π. 26· εὐκτ. τέρψαιτο Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 153· μετοχ. τερψάμενος Ὀδ. Μ. 188. (Ἐκ τῆς √ΤΕΡΠ ἢ ΤΑΡΠ· πρβλ. Σανσκρ. t.rip, t.ripa-yâmi (satior), tar-pi-yâmi, (exhilaro)· Γοτθ. thrafst-ja ([[παραμυθέομαι]], [[παρακαλέω]])· Ἀρχ. Γερ. trost· Λιθ. tarp-a· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[τρέφω]]. Παρέχω τέρψιν, εὐφραίνω, προξενῶ χαράν, χαροποιῶ, εὐαρεστῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ὃ κεν τέρπῃσιν ἀείδων Ὀδ. Ρ. 285· τῇ [φόρμιγγι] ὅγε θυμὸν ἔτερπεν Ἰλ. Ι. 189, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παιγνιδίων, πεσσοῖσι... θυμὸν ἔτερπον Ὀδ. Α. 107, κλπ.· ἐπὶ διαλόγου ἢ συνομιλίας, καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις Ἰλ. Ο. 393· οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 1246, Ἀποσπ. 605· ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε [αὐτοὺς] Ἡρόδ. 8. 99· καὶ [[ἐνίοτε]] ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, ἔπεσι... τὸ [[αὐτίκα]] τέρψει, θὰ παράσχῃ πρόσκαιρον ἢ στιγμιαίαν τέρψιν, Θουκ. 2. 41, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 658Α, Ε, κλπ.· [[ἧλιξ]] τέρπει τὸ ἥλικα, παροιμ., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 240C, κλπ.· - ἀπολ., [[παρέχω]] τέρψιν, Ὀδ. Α. 347, Θ. 45, Σοφ. Αἴ. 475· τὰ τέρποντα, αἱ τέρψεις, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1218· ῥήματα τέρψαντα [[αὐτόθι]] 1281· οἱ τέρποντες λόγῳ ῥήτορες Θουκ. 3. 40· τὰ τέρψαντα Ξεν. Ἀγησ. 9, 4. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ. καὶ μέσ., 1) παρ’ Ἐπικ. ὁ παθ. ἀόρ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει μετὰ γεν. πράγματ., [[ἀπολαύω]] πλήρους τέρψεως ἔκ τινος, [[ἀπολαύω]] τινὸς ἐν πλήρει τέρψει ἢ κόρῳ, «χορταίνω» τι, [[ἐπεὶ]] τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Ἰλ. Λ. 780· [[ἐπεὶ]] τάρπησαν ἐδωδῆς Ὀδ. Γ. 70 σίτου τάρφθεν Ζ. 99· τεταρπόμενος σίτου καὶ οἴνοιο Ἰλ. Ι. 705· ὕπνου, εὐνῆς ταρπήμεναι Ἰλ. Ω. 3, Ὀδ. Ψ. 346· φιλότητος ἐταρπήτην [[αὐτόθι]] 300· ἥβης [[ταρπῆναι]] [[αὐτόθι]] 212· μεταφορ., τεταρπώμεσθα γόοιο, ἂς χορτάσωμεν θρηνοῦντες, Ἰλ. Ψ. 10, 98, Ὀδ. Λ. 212, πρβλ. Τ. 213, Φ. 57. 2) [[τέρπω]] ἐμαυτόν, εὐφραίνομαι, «διασκεδάζω», μετὰ δοτ. τρόπου, φόρμιγγι, μύθοισι, δαιτί, δίσκοισι Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· οὕτω, τ. ἐν θαλίῃς Ὀδ. Λ. 603, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 115· φιλότητι (ἢ ἐν φ.) [[τραπείομεν]] εὐνηθέντε Ἰλ. Γ. 441., Ξ. 314· (ἐν ᾧ ἐν τῇ φράσει λέκτρονδε [[τραπείομεν]] εὐνηθέντε, Ὀδ. Θ. 292, ὁ [[τύπος]] [[τραπείομεν]] φαίνεται ἀνήκων εἰς τὸ [[ῥῆμα]] [[τρέπω]], ἕτεροι [[ὅμως]] ἑρμηνεύουσι μὲ τὴν συνήθη σημασίαν ἀποδιδόντες τὸ λέκτρονδε εἰς τὸ εὐνηθέντε)· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, λαμπάδι τερπόμεναι Αἰσχύλ. Εὐμ. 1042, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1140, κλπ.· ἐπί τινι Εὐρ. Ρῆσ. 194· - [[ὡσαύτως]] μετὰ μετοχ., σὺ μὴ τέρψει κλύων Σοφ. Ἀντ. 691· τέρπεται τιμώμενος Εὐριπ. Βάκχ. 321· τί ἄν... ἀκούσας τερφθείης; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· - ἀπολ., πῖνε καὶ τέρπου, καὶ «διασκέδαζε», Ἡρόδ. 2. 78. 3) σπανίως μετὰ αἰτ., οἴην μοῖραν τέρπεσθαι, ἀπολαύειν μέρους μόνον, Ἡσ. Ἀποσπ. 56. 6· - ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτ., κενὴν ἐτερπόμην... τέρψιν Σοφ. Ἀποσπ. 508· τέρπου κενὴν ὄνησιν Εὐρ. Ὀρ. 1043. 4) συχν. μετὰ λέξεων περιοριζουσῶν καὶ προσδιοριζουσῶν στενώτερον τὴν ἔννοιαν [[αὐτοῦ]], τέρπεσθαι θυμῷ Ἰλ. Τ. 313, Ὀδ. Π. 26· θυμὸν Ἰλ. Φ. 45· κατὰ θυμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 58, 355· φρένα Ἰλ. Α. 474, Ὀδ. Δ. 102, κλπ.· φρεσὶν ᾗσιν Ἰλ. Τ. 19, Ὀδ. Ε. 74· ἐνὶ φρεσὶν Θ. 368· τεταρπόμενος φίλον κῆρ Α. 310· ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται Πινδ. Π. 2. 135. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475.
|lstext='''τέρπω''': Ἐπικ. ὑποτ. τέρπῃσι Ὀδ.· Ἰων. παρατ. τέρπεσκον Ἀνθ. Π. 9. 136, κτλ.· μέλλ. τέρψω Ἀττ.· ἀόρ. ἔτερψα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 47, Εὐρ. Ἡρακλ. 433, Πλάτ. - Τὸ παθητ. καὶ τὸ [[μέσον]] ἔχουσι τετραπλοῦν ἀόρ., 1) ἐτέρφθην Σοφ. Ο. Κ. 1140, Εὐριπ., σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· Ἐπικ. ἐτάφθην, τάρφθην Ὀδ. Ζ. 99, Τ. 213, κλπ. (ἂν καὶ ὁ εἰς ε [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ, Θ. 131, κ. ἀλλ.), γ΄ πληθ. τάρφθεν Ζ. 99. 2) Ἐπικ. ἐτάρπην, τάρπην Ψ. 300. Ἰλ. Λ. 780· συχν. ἐν τῷ ἀπαρεμφ. [[ταρπῆναι]] καὶ ταρπήμεναι· καὶ ὑποτ. τρᾰπείω (κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ ταρπῶ), Ἐπικ. α΄ πληθ. τρᾰπείομεν (ἀντὶ ταρπῶμεν) κατωτ. ΙΙ. 2. 3) Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ἐταρπόμην Ὅμηρ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐν πάσαις ταῖς ἐγκλίσεσι, τεταρπόμην, [[τετάρπετο]], τεταρπώμεσθα, τεταρπόμενος. 4) ἀόρ. α΄ ἐτερψάμην, ἐν τῇ Ἐπικ. ὑποτ. τέρψομαι Ὀδ. Π. 26· εὐκτ. τέρψαιτο Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 153· μετοχ. τερψάμενος Ὀδ. Μ. 188. (Ἐκ τῆς √ΤΕΡΠ ἢ ΤΑΡΠ· πρβλ. Σανσκρ. t.rip, t.ripa-yâmi (satior), tar-pi-yâmi, (exhilaro)· Γοτθ. thrafst-ja ([[παραμυθέομαι]], [[παρακαλέω]])· Ἀρχ. Γερ. trost· Λιθ. tarp-a· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[τρέφω]]. Παρέχω τέρψιν, εὐφραίνω, προξενῶ χαράν, χαροποιῶ, εὐαρεστῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ὃ κεν τέρπῃσιν ἀείδων Ὀδ. Ρ. 285· τῇ [φόρμιγγι] ὅγε θυμὸν ἔτερπεν Ἰλ. Ι. 189, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παιγνιδίων, πεσσοῖσι... θυμὸν ἔτερπον Ὀδ. Α. 107, κλπ.· ἐπὶ διαλόγου ἢ συνομιλίας, καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις Ἰλ. Ο. 393· οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 1246, Ἀποσπ. 605· ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε [αὐτοὺς] Ἡρόδ. 8. 99· καὶ [[ἐνίοτε]] ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, ἔπεσι... τὸ [[αὐτίκα]] τέρψει, θὰ παράσχῃ πρόσκαιρον ἢ στιγμιαίαν τέρψιν, Θουκ. 2. 41, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 658Α, Ε, κλπ.· [[ἧλιξ]] τέρπει τὸ ἥλικα, παροιμ., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 240C, κλπ.· - ἀπολ., [[παρέχω]] τέρψιν, Ὀδ. Α. 347, Θ. 45, Σοφ. Αἴ. 475· τὰ τέρποντα, αἱ τέρψεις, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1218· ῥήματα τέρψαντα [[αὐτόθι]] 1281· οἱ τέρποντες λόγῳ ῥήτορες Θουκ. 3. 40· τὰ τέρψαντα Ξεν. Ἀγησ. 9, 4. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ. καὶ μέσ., 1) παρ’ Ἐπικ. ὁ παθ. ἀόρ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει μετὰ γεν. πράγματ., [[ἀπολαύω]] πλήρους τέρψεως ἔκ τινος, [[ἀπολαύω]] τινὸς ἐν πλήρει τέρψει ἢ κόρῳ, «χορταίνω» τι, [[ἐπεὶ]] τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Ἰλ. Λ. 780· [[ἐπεὶ]] τάρπησαν ἐδωδῆς Ὀδ. Γ. 70 σίτου τάρφθεν Ζ. 99· τεταρπόμενος σίτου καὶ οἴνοιο Ἰλ. Ι. 705· ὕπνου, εὐνῆς ταρπήμεναι Ἰλ. Ω. 3, Ὀδ. Ψ. 346· φιλότητος ἐταρπήτην [[αὐτόθι]] 300· ἥβης [[ταρπῆναι]] [[αὐτόθι]] 212· μεταφορ., τεταρπώμεσθα γόοιο, ἂς χορτάσωμεν θρηνοῦντες, Ἰλ. Ψ. 10, 98, Ὀδ. Λ. 212, πρβλ. Τ. 213, Φ. 57. 2) [[τέρπω]] ἐμαυτόν, εὐφραίνομαι, «διασκεδάζω», μετὰ δοτ. τρόπου, φόρμιγγι, μύθοισι, δαιτί, δίσκοισι Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· οὕτω, τ. ἐν θαλίῃς Ὀδ. Λ. 603, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 115· φιλότητι (ἢ ἐν φ.) [[τραπείομεν]] εὐνηθέντε Ἰλ. Γ. 441., Ξ. 314· (ἐν ᾧ ἐν τῇ φράσει λέκτρονδε [[τραπείομεν]] εὐνηθέντε, Ὀδ. Θ. 292, ὁ [[τύπος]] [[τραπείομεν]] φαίνεται ἀνήκων εἰς τὸ [[ῥῆμα]] [[τρέπω]], ἕτεροι [[ὅμως]] ἑρμηνεύουσι μὲ τὴν συνήθη σημασίαν ἀποδιδόντες τὸ λέκτρονδε εἰς τὸ εὐνηθέντε)· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, λαμπάδι τερπόμεναι Αἰσχύλ. Εὐμ. 1042, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1140, κλπ.· ἐπί τινι Εὐρ. Ρῆσ. 194· - [[ὡσαύτως]] μετὰ μετοχ., σὺ μὴ τέρψει κλύων Σοφ. Ἀντ. 691· τέρπεται τιμώμενος Εὐριπ. Βάκχ. 321· τί ἄν... ἀκούσας τερφθείης; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· - ἀπολ., πῖνε καὶ τέρπου, καὶ «διασκέδαζε», Ἡρόδ. 2. 78. 3) σπανίως μετὰ αἰτ., οἴην μοῖραν τέρπεσθαι, ἀπολαύειν μέρους μόνον, Ἡσ. Ἀποσπ. 56. 6· - ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτ., κενὴν ἐτερπόμην... τέρψιν Σοφ. Ἀποσπ. 508· τέρπου κενὴν ὄνησιν Εὐρ. Ὀρ. 1043. 4) συχν. μετὰ λέξεων περιοριζουσῶν καὶ προσδιοριζουσῶν στενώτερον τὴν ἔννοιαν [[αὐτοῦ]], τέρπεσθαι θυμῷ Ἰλ. Τ. 313, Ὀδ. Π. 26· θυμὸν Ἰλ. Φ. 45· κατὰ θυμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 58, 355· φρένα Ἰλ. Α. 474, Ὀδ. Δ. 102, κλπ.· φρεσὶν ᾗσιν Ἰλ. Τ. 19, Ὀδ. Ε. 74· ἐνὶ φρεσὶν Θ. 368· τεταρπόμενος φίλον κῆρ Α. 310· ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται Πινδ. Π. 2. 135. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> τέρψω, <i>ao.</i> ἔτερψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f. rare</i> τερφθήσομαι, <i>ao.</i> ἐτέρφθην <i>ou</i> ἐτάρφθην, <i>ao.2</i> ἐτάρπην, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>primit.</i> rassasier <i>seul. au Pass.</i> : [[ταρπῆναι]] ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος IL être rassasié de nourriture et de boisson ; ἐδωδῆς OD, σίτου OD se rassasier de nourriture ; ὕπνου IL, εὐνῆς OD jouir du sommeil, du lit ; <i>fig.</i> γόοιο IL, OD se rassasier de gémissements ; ἥβης OD jouir de la jeunesse;<br /><b>II.</b> réjouir, charmer : τινα qqn ; τινα λόγοις IL qqn par ses discours ; τινι θυμόν IL, OD le cœur de qqn au moyen de qch ; <i>Pass.</i> être charmé, être réjoui, se réjouir : τινι, ἔν τινι de qch ; θυμῷ IL, OD, θυμόν IL, φρένα IL, OD, φρεσὶν ᾗσιν IL, OD, ἐνὶ φρεσίν OD se réjouir dans son cœur;<br /><i><b>Moy.</b></i> τέρπομαι (<i>f.</i> [[τέρψομαι]], <i>ao.</i> ἐτερψάμην, <i>ao.2</i> ἐταρπόμην) être charmé, être réjoui, se réjouir ; [[οὐ]] μὴ τέρψει κλύων SOPH il n’y a pas à penser que tu seras charmé d'entendre.<br />'''Étymologie:''' R. Ταρπ <i>ou</i> Τερπ, satisfaire.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth