τρόφιμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1153.png Seite 1153]] auch 2 Endgn, – 1) Nahrung gebend, nährend, nahrhaft; Plat. Legg. VIII, 845 d; Ggstz [[ἄτροφος]]; τὰ τρόφιμα, das zur Nahrung Dienende; γῆ [[τρόφιμος]] τέκνων, fruchtbar an Kindern, Eur. Troad. 1302; τρόφιμα μέλαθρα τῶν τυράννων, Ion 235; – ὁ [[τρόφιμος]], der Brotherr, Hausherr. – 2) Zögling, vgl. Poll. 3, 50; fremdes Kind, das Einer wie das seinige erzieht, [[παῖς]] ὅδ' ἀμφὶ ναοὺς [[σέθεν]] [[τρόφιμος]], Eur. Ion 684; Plat. Polit. 272 b Legg. VII, 804 a; Xen. Hell. 5, 3, 9 steht ξένοι τῶν τροφίμων καλουμένων, bei den Spartanern, die Schneider im Vergleich mit Ath. VI, 271 = μόθακες oder μόθωνες erkl.; Ἀθηνᾶς Polem. 1, 35.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1153.png Seite 1153]] auch 2 Endgn, – 1) Nahrung gebend, nährend, nahrhaft; Plat. Legg. VIII, 845 d; Ggstz [[ἄτροφος]]; τὰ τρόφιμα, das zur Nahrung Dienende; γῆ [[τρόφιμος]] τέκνων, fruchtbar an Kindern, Eur. Troad. 1302; τρόφιμα μέλαθρα τῶν τυράννων, Ion 235; – ὁ [[τρόφιμος]], der Brotherr, Hausherr. – 2) Zögling, vgl. Poll. 3, 50; fremdes Kind, das Einer wie das seinige erzieht, [[παῖς]] ὅδ' ἀμφὶ ναοὺς [[σέθεν]] [[τρόφιμος]], Eur. Ion 684; Plat. Polit. 272 b Legg. VII, 804 a; Xen. Hell. 5, 3, 9 steht ξένοι τῶν τροφίμων καλουμένων, bei den Spartanern, die Schneider im Vergleich mit Ath. VI, 271 = μόθακες oder μόθωνες erkl.; Ἀθηνᾶς Polem. 1, 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nourricier, nourrissant, fécond;<br /><b>2</b> nourri ; [[οἱ]] τρόφιμοι les pupilles ; τρόφιμοι κύνες ÉL chiens domestiques <i>litt.</i> nourris à la main.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρόφῐμος''': -ον, καὶ ος, η, ον, ἴδε κατωτ. 2· ([[τροφή]])· θρεπτικός, [[ὠφέλιμος]], παρέχων τροφήν, [[γάλα]] τροφιμώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 7, πρβλ. Προβλ. 21. 2· ἀντίθετον τῷ ἄτροφος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 4, 5· μετὰ γεν., γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων Εὐρ. Τρῳ. 1302, πρβλ. Ἴωνα 235· [[ὡσαύτως]], [[ὕδωρ]] τὸ περὶ κηπείας τρ. Πλάτ. Νόμ. 845D· - ὡς οὐσιασ., τὰ τρόφιμα, ὡς καὶ νῦν, τὰ χρησιμεύοντα πρὸς τροφήν, Ὠριγέν. IV, 453C, Θεοφ. 215. 2) [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., [[τρόφιμος]], ὁ, ὁ θρέψας, ὁ [[δεσπότης]], ὁ τρόφιμός σου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 312· [[ὡσαύτως]], ὁ [[νέος]] κύριός τινος ἢ [[δεσπότης]], herilis filius (ὡς μεταφράζει ὁ Terent. ἐν Andria 2. 2, 58, ἴδε Donat, ἐν τόπῳ)· ἡ τροφίμη, ἡ [[δέσποινα]], ἡ [[κυρία]], Ἀνθ. Π. 9. 175, Πολυδ. Γ΄, 73. ΙΙΙ. Παθ., ὁ τραφεὶς ὑπό τινος, θετὸς [[υἱός]], [[παῖς]] τρ. τινος Εὐρ. Ἴων 684, πρβλ. Ἄρχιππον ἐν «Ἰχθύσιν» 6, Πλάτ. Πολιτικ. 272Β· ὁ [[τρόφιμος]], συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 914 ([[παράρτημα]]), 995, κ. ἀλλ.· - οἱ τρόφιμοι, οἱ μαθηταί, Πλάτ. Πολ. 520D, πρβλ. Νόμ. 804Α· τῆς ἀρετῆς τρ. Λουκ. Δὶς Κατηγ. 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 52· - ἐν Σπάρτῃ, οἱ τρόφιμοι ἦσαν νέοι μὴ δυνάμενοι διὰ πενίαν νὰ καταβάλλωσι τὸ [[μέρος]] αὑτῶν εἰς τὰ [[φιλίτια]] καὶ ἀνετρέφοντο ὡς ἑταῖροι τῶν πλουσίων, οἵτινες ἐδαπάνων [[ὑπὲρ]] αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 9, πρβλ. Sturz. Λεξικ. καὶ ἴδε ἐν λ. [[μόθων]]· - [[ὡσαύτως]], τρ. κύνες, οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ τηρούμενοι καὶ τρεφόμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 11. 13., 16. 31. 2) ἐπὶ σωμάτων, ὑγιής, [[ἰσχυρός]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· ἐπὶ φυτῶν, [[θαλερός]], ὀργῶν, [[εὐθαλής]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 15, 4. 3) τ. [[κύημα]], ζῶν, δυνάμενον νὰ ζήσῃ, ἀντίθετ. τῷ ἀνεμιαῖον, Πολυδ. Β΄, 6.
|lstext='''τρόφῐμος''': -ον, καὶ ος, η, ον, ἴδε κατωτ. 2· ([[τροφή]])· θρεπτικός, [[ὠφέλιμος]], παρέχων τροφήν, [[γάλα]] τροφιμώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 7, πρβλ. Προβλ. 21. 2· ἀντίθετον τῷ ἄτροφος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 4, 5· μετὰ γεν., γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων Εὐρ. Τρῳ. 1302, πρβλ. Ἴωνα 235· [[ὡσαύτως]], [[ὕδωρ]] τὸ περὶ κηπείας τρ. Πλάτ. Νόμ. 845D· - ὡς οὐσιασ., τὰ τρόφιμα, ὡς καὶ νῦν, τὰ χρησιμεύοντα πρὸς τροφήν, Ὠριγέν. IV, 453C, Θεοφ. 215. 2) [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., [[τρόφιμος]], ὁ, ὁ θρέψας, ὁ [[δεσπότης]], ὁ τρόφιμός σου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 312· [[ὡσαύτως]], ὁ [[νέος]] κύριός τινος ἢ [[δεσπότης]], herilis filius (ὡς μεταφράζει ὁ Terent. ἐν Andria 2. 2, 58, ἴδε Donat, ἐν τόπῳ)· ἡ τροφίμη, ἡ [[δέσποινα]], ἡ [[κυρία]], Ἀνθ. Π. 9. 175, Πολυδ. Γ΄, 73. ΙΙΙ. Παθ., ὁ τραφεὶς ὑπό τινος, θετὸς [[υἱός]], [[παῖς]] τρ. τινος Εὐρ. Ἴων 684, πρβλ. Ἄρχιππον ἐν «Ἰχθύσιν» 6, Πλάτ. Πολιτικ. 272Β· ὁ [[τρόφιμος]], συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 914 ([[παράρτημα]]), 995, κ. ἀλλ.· - οἱ τρόφιμοι, οἱ μαθηταί, Πλάτ. Πολ. 520D, πρβλ. Νόμ. 804Α· τῆς ἀρετῆς τρ. Λουκ. Δὶς Κατηγ. 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 52· - ἐν Σπάρτῃ, οἱ τρόφιμοι ἦσαν νέοι μὴ δυνάμενοι διὰ πενίαν νὰ καταβάλλωσι τὸ [[μέρος]] αὑτῶν εἰς τὰ [[φιλίτια]] καὶ ἀνετρέφοντο ὡς ἑταῖροι τῶν πλουσίων, οἵτινες ἐδαπάνων [[ὑπὲρ]] αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 9, πρβλ. Sturz. Λεξικ. καὶ ἴδε ἐν λ. [[μόθων]]· - [[ὡσαύτως]], τρ. κύνες, οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ τηρούμενοι καὶ τρεφόμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 11. 13., 16. 31. 2) ἐπὶ σωμάτων, ὑγιής, [[ἰσχυρός]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· ἐπὶ φυτῶν, [[θαλερός]], ὀργῶν, [[εὐθαλής]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 15, 4. 3) τ. [[κύημα]], ζῶν, δυνάμενον νὰ ζήσῃ, ἀντίθετ. τῷ ἀνεμιαῖον, Πολυδ. Β΄, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nourricier, nourrissant, fécond;<br /><b>2</b> nourri ; [[οἱ]] τρόφιμοι les pupilles ; τρόφιμοι κύνες ÉL chiens domestiques <i>litt.</i> nourris à la main.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml