τρόφιμος

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόφῐμος Medium diacritics: τρόφιμος Low diacritics: τρόφιμος Capitals: ΤΡΟΦΙΜΟΣ
Transliteration A: tróphimos Transliteration B: trophimos Transliteration C: trofimos Beta Code: tro/fimos

English (LSJ)

τρόφιμον, also ος, η, ον, v. infr.:—
A nourishing, nutritious, γάλα τροφιμώτατον Arist.HA523a11, cf. Pr.927a22 (Comp.), Phld.Sign.27, Sor.1.94, al., Gal. 6.382; opp. ἄτροφος, Thphr.CP6.4.5: c. gen., γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων E.Tr.1302 (lyr.), cf. Ion235 (lyr.); also ὕδωρ τὸ περὶ κηπείας τρόφιμον Pl.Lg.845d; τρόφιμοι κλυστῆρες nutritive enemata, Lycusap. Orib.8.34tit.
II Subst. τρόφιμος, ὁ, a slave's young master, ὁ τ. σου Men.Epit.Fr.1, cf. Epit.160, Pk.74, al., Com.Adesp.24.20, 25.41 D.; rendered erilis filius by Ter.Andr.602, Eun.289, Phorm.39, v. Donat. ad locc.: metaph., ἡ βουλὴ τὸν ἑαυτῆς τ. καὶ εὐεργέτην SIG879.10 (Erythrae, iii A. D.): ἡ τροφίμη the mistress, Poll.3.73.
2 neut. τρόφιμον, τό, maintenance, sustenance, BGU297.21 (i A. D.); τ. δουλικόν PMich.Teb.121vi18, al. (i A. D.): esp. food-supply of Alexandria, Just.Edict.13.26, PKlein.Form.328.4 (vi A. D., cf. Arch.Pap.5.294): τροφίμη σύνταξις contract for board, AP9.175 (Pall.).
III Pass., nursling, foster-child, παῖς τ. τίνος; E.Ion684 (lyr.), cf. Archipp.23, Pl.Plt.272b; ὁ τ., freq. in Inscrr., IG22.3969,3.3396, etc., and Pap., POxy.1491.10 (iv A. D.), etc.; τ. ἀδελφός PCair.Preis. 42.6 (iii/iv A. D.); fem. τροφίμη POxy.903.6 (iv A. D.): οἱ τρόφιμοι our nurslings, pupils, Pl.R.520d, cf. Lg.804a; τ. τῆς ἀρετῆς Luc.Bis Acc.6, cf. AP10.52 (Pall.):—at Sparta, οἱ τρόφιμοι were young persons too poor to pay their quota to the φιλίτια, and brought up as companions of the richer class, who paid for them, X.HG5.3.9:—also τρόφιμοι κύνες dogs kept in the house, Ael.NA11.13, 16.31.
2 of bodies, healthy, strong, well-nourished, Hp.Aër.20 (Comp.); of plants, flourishing, luxuriant, Thphr.CP1.15.4 (Comp.).
3 τρόφιμον κύημα viable, capable of life, opp. ἀνεμιαῖον, Poll.2.6.

German (Pape)

[Seite 1153] auch 2 Endgn, – 1) Nahrung gebend, nährend, nahrhaft; Plat. Legg. VIII, 845 d; Gegensatz ἄτροφος; τὰ τρόφιμα, das zur Nahrung Dienende; γῆ τρόφιμος τέκνων, fruchtbar an Kindern, Eur. Troad. 1302; τρόφιμα μέλαθρα τῶν τυράννων, Ion 235; – ὁ τρόφιμος, der Brotherr, Hausherr. – 2) Zögling, vgl. Poll. 3, 50; fremdes Kind, das Einer wie das seinige erzieht, παῖς ὅδ' ἀμφὶ ναοὺς σέθεν τρόφιμος, Eur. Ion 684; Plat. Polit. 272 b Legg. VII, 804 a; Xen. Hell. 5, 3, 9 steht ξένοι τῶν τροφίμων καλουμένων, bei den Spartanern, die Schneider im Vergleich mit Ath. VI, 271 = μόθακες oder μόθωνες erkl.; Ἀθηνᾶς Polem. 1, 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 nourricier, nourrissant, fécond;
2 nourri ; οἱ τρόφιμοι les pupilles ; τρόφιμοι κύνες ÉL chiens domestiques litt. nourris à la main.
Étymologie: τρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρόφιμος -ον, f. ook -η [τρέφω] voedend, voedzaam: met gen.:; γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων o aarde, die mijn kinderen voedt Eur. Tr. 1302; ὕδωρ τὸ περὶ κηπείας τρόφιμον water dat voedzaam is voor tuinbouw Plat. Lg. 845d; subst. baas van de slaaf:. ὁ τρόφιμος de meester Men. Asp. 34; ἡ τροφίμη mevrouw Men. Dysc. 883. gevoed:; γίνεται καὶ τροφιμώτερα... τὰ σώματα de lichamen worden meer wel doorvoed Hp. Aër. 20; ὁ παῖς ὅδ’ ἀμφὶ ναοὺς σέθεν τρόφιμος deze jongen die rond uw altaren is grootgebracht Eur. Ion 684; subst. ὁ τρόφιμος voedsterling, pleegkind:; τρόφιμοι τοῦ Κρόνου pleegkinderen van Kronos Plat. Plt. 272b; leerling:. οἱ τρόφιμοι ταῦτ’ ἀκούοντες wanneer de leerlingen dat horen Plat. Resp. 520d.

Russian (Dvoretsky)

τρόφῐμος:
1 питающий, дающий пропитание (γῆ Eur.);
2 питательный (γάλα Arst.).
II
1 кормилец, хозяин Men.;
2 питомец, воспитанник Eur., Xen., Plat., Luc.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρόφιμος, -η, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και τρόφιμος και τροφίμη, Α
1. (κυρίως το αρσ. ως ουσ. και με παθ. σημ.) ο τρόφιμος
αυτός που τρέφεται από κάποιον άλλο, υπότροφος (α. «είναι τρόφιμος του σχολείου μας» — είναι οικότροφος
β. «παῖς ὅδ' ἀμφὶ ναοὺς σέθεν τρόφιμος», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τρόφιμο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. (με επιτιμητική ή ειρωνική σημ.) πρόσωπο που ζει σε ορισμένο, ιδίως κακό, περιβάλλοντρόφιμος τών φυλακών» — άτομο που περνά τη ζωή του στις φυλακές)
αρχ.
1. αυτός που αποτελεί επαρκή και ωφέλιμη τροφή, θρεπτικόςγάλα τροφιμώτατον», Αριστοτ.)
2. αυτός που συντελεί στην αύξηση, στην ανάπτυξη ενός οργανισμού («γᾱ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων», Ευρ.)
3. (για ζώα) κατοικίδιος
4. (για τα ανθρώπινα σώματα) υγιής, ισχυρός ως προς την κράση
5. (για φυτά) θαλερός
6. αυτός που έχει τις προϋποθέσεις να ζήσει, ο βιώσιμος («τρόφιμον κύημα», Πολυδ.)
7. το αρσ. ως ουσ. α) (με παθ. σημ.) θετός γιος, ψυχοπαίδι
β) (με ενεργ. σημ.) αυτός που ανατρέφει κάποιον, δεσπότης, αφέντης
8. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρόφιμοι
α) οι μαθητές
β) (στη Σπάρτη) νέοι τών οποίων τη διατροφή είχαν αναλάβει οι πλούσιοι, επειδή λόγω της φτώχειας τους αδυνατούσαν να καταβάλλουν τη μερίδα τους στα φιλίτια, τα κοινά συσσίτια
9. το ουδ. ως ουσ. τρόφιμον
(κατά τον Ησύχ.) «... καὶ ἀνδρὸς δακτύλιον»
10. το θηλ. ως ουσ. ἡ τροφίμη
κυρία, δέσποινα
11. φρ. «τῆς ἀρετῆς τρόφιμοι» — οι ενάρετοι (λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. -ιμος (πρβλ. σκόπιμος)].

Greek Monotonic

τρόφῐμος: -ον και -η, -ον (τροφή
I. 1. θρεπτικός· με γεν., γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων, σε Ευρ.
2. ως ουσ., τρόφιμος, , δεσπότης του σπιτιού, κύριος, ἡ τροφίμη, κυρία, οικοδέσποινα, σε Ανθ.
II. Παθ., αναθρεμμένος από κάποιον, θετός γιος, σε Ευρ.· οἱ τρόφιμοι, οι μαθητές, σε Πλάτ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

τρόφῐμος: -ον, καὶ ος, η, ον, ἴδε κατωτ. 2· (τροφή)· θρεπτικός, ὠφέλιμος, παρέχων τροφήν, γάλα τροφιμώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 7, πρβλ. Προβλ. 21. 2· ἀντίθετον τῷ ἄτροφος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 4, 5· μετὰ γεν., γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων Εὐρ. Τρῳ. 1302, πρβλ. Ἴωνα 235· ὡσαύτως, ὕδωρ τὸ περὶ κηπείας τρ. Πλάτ. Νόμ. 845D· - ὡς οὐσιασ., τὰ τρόφιμα, ὡς καὶ νῦν, τὰ χρησιμεύοντα πρὸς τροφήν, Ὠριγέν. IV, 453C, Θεοφ. 215. 2) ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ., τρόφιμος, ὁ, ὁ θρέψας, ὁ δεσπότης, ὁ τρόφιμός σου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 312· ὡσαύτως, ὁ νέος κύριός τινος ἢ δεσπότης, herilis filius (ὡς μεταφράζει ὁ Terent. ἐν Andria 2. 2, 58, ἴδε Donat, ἐν τόπῳ)· ἡ τροφίμη, ἡ δέσποινα, ἡ κυρία, Ἀνθ. Π. 9. 175, Πολυδ. Γ΄, 73. ΙΙΙ. Παθ., ὁ τραφεὶς ὑπό τινος, θετὸς υἱός, παῖς τρ. τινος Εὐρ. Ἴων 684, πρβλ. Ἄρχιππον ἐν «Ἰχθύσιν» 6, Πλάτ. Πολιτικ. 272Β· ὁ τρόφιμος, συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 914 (παράρτημα), 995, κ. ἀλλ.· - οἱ τρόφιμοι, οἱ μαθηταί, Πλάτ. Πολ. 520D, πρβλ. Νόμ. 804Α· τῆς ἀρετῆς τρ. Λουκ. Δὶς Κατηγ. 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 52· - ἐν Σπάρτῃ, οἱ τρόφιμοι ἦσαν νέοι μὴ δυνάμενοι διὰ πενίαν νὰ καταβάλλωσι τὸ μέρος αὑτῶν εἰς τὰ φιλίτια καὶ ἀνετρέφοντο ὡς ἑταῖροι τῶν πλουσίων, οἵτινες ἐδαπάνων ὑπὲρ αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 9, πρβλ. Sturz. Λεξικ. καὶ ἴδε ἐν λ. μόθων· - ὡσαύτως, τρ. κύνες, οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ τηρούμενοι καὶ τρεφόμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 11. 13., 16. 31. 2) ἐπὶ σωμάτων, ὑγιής, ἰσχυρός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· ἐπὶ φυτῶν, θαλερός, ὀργῶν, εὐθαλής, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 15, 4. 3) τ. κύημα, ζῶν, δυνάμενον νὰ ζήσῃ, ἀντίθετ. τῷ ἀνεμιαῖον, Πολυδ. Β΄, 6.

Middle Liddell

τρόφῐμος, ον, τροφή
I. nourishing: c. gen., γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων Eur.
2. as substantive, τρόφιμος, the master of the house, ἡ τροφίμη the mistress, Anth.
II. pass. nourished and reared up, a nursling, foster-child, Eur.; οἱ τρόφιμοι our nurslings, pupils, Plat., Xen.

Translations

pupil

Albanian: nxënës, nxënëse; Arabic: تِلْمِيذ‎, تِلْمِيذَة‎; Egyptian Arabic: تلميذ‎, تلميذة‎; Aragonese: nineta; Armenian: աշակերտ; Azerbaijani: şagird; Baluchi: دانش آموز‎; Bashkir: уҡыусы; Belarusian: вучань, вучані́ца; Bulgarian: ученик, ученичка; Burmese: ကျောင်းသား, ကျောင်းသူ; Catalan: alumne, alumna, pupil, pupil·la; Chinese Mandarin: 學生/学生, 弟子, 生徒; Czech: žák, žákyně, žačka; Danish: elev; Dutch: leerling; Esperanto: lernejano, lernejanino, lernanto, lernantino, zorgato, zorgatino; Estonian: õpilane; Faroese: næmingur; Finnish: oppilas; French: élève; Georgian: მოსწავლე; German: Schüler, Schülerin, Schulkind; Greek: μαθητής, μαθήτρια; Ancient Greek: φοιτητής, μαθητής, μαθητρία; Hebrew: תַּלְמִיד‎, תַּלְמִידָה‎; Hindi: छात्र, शागिर्द, शिष्य; Hungarian: tanuló, diák, tanítvány, növendék; Icelandic: nemandi; Irish: dalta, fealmhac, fochlac, scológ; Italian: allievo, allieva; Japanese: 学童, 児童, 生徒, 学生, 弟子; Kabyle: abalmud; Kalmyk: сурһульч; Kazakh: оқушы; Khmer: សេក្ខ, កូនសិស្ស, សិស្ស; Korean: 학생(學生), 생도(生徒), 제자(弟子); Kurdish Northern Kurdish: şagirt, xwendekar; Kyrgyz: окуучу; Lao: ນັກຮຽນ; Latin: studens, discipulus, discipula; Latvian: skolnieks, skolniece; Lithuanian: mokinys, mokinė; Luxembourgish: Schüler; Macedonian: ученик, ученичка; Malayalam: വിദ്യാർഥി, ശിഷ്യൻ; Manx: doltey; Mingrelian: მოგურაფუ; Mongolian Cyrillic: сурагч; Norman: êcolyi; Norwegian Bokmål: elev, skoleelev; Nynorsk: elev, skoleelev, skuleelev; Old Irish: daltae; Pali: sekha; Pashto: شاګرد‎; Persian: شاگرد‎, تلمیذ‎, خواننده‎, طالب‎; Plautdietsch: Scheela; Polish: uczeń, uczennica; Portuguese: aluno, aluna, pupilo, pupila; Quechua: yachakuq, yachachikuq; Romanian: elev, eleva; Russian: ученик, ученица, учащийся, учащаяся; Sanskrit: छात्र; Scottish Gaelic: sgoilear; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏ченӣк, у̏ченица, ђа̑к; Roman: ȕčenīk, ȕčenica, đȃk; Skolt Sami: škooulneʹǩǩ; Slovak: žiak, žiačka; Slovene: učenec, učenka; Spanish: alumno, alumna, pupilo; Swedish: elev; Tajik: шогирд, талаба, хонанда; Tatar: укучы; Telugu: విద్యార్థి; Thai: นักเรียน; Turkish: öğrenci; Turkmen: okuwçy; Ukrainian: учень, учениця; Urdu: شاگرد‎, تلمیذ‎, طالب‎; Uyghur: شاگىرت‎, ئوقۇغۇچى‎; Uzbek: oʻquvchi, shogird; Vietnamese: học sinh, học trò; Volapük: julan, lärnan, tidäb, donajulan; Welsh: disgybl; Yiddish: תּלמיד‎; Zulu: umfundi