Anonymous

τρόφιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nourricier, nourrissant, fécond;<br /><b>2</b> nourri ; [[οἱ]] τρόφιμοι les pupilles ; τρόφιμοι κύνες ÉL chiens domestiques <i>litt.</i> nourris à la main.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nourricier, nourrissant, fécond;<br /><b>2</b> nourri ; [[οἱ]] τρόφιμοι les pupilles ; τρόφιμοι κύνες ÉL chiens domestiques <i>litt.</i> nourris à la main.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρόφῐμος''': -ον, καὶ ος, η, ον, ἴδε κατωτ. 2· ([[τροφή]])· θρεπτικός, [[ὠφέλιμος]], παρέχων τροφήν, [[γάλα]] τροφιμώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 7, πρβλ. Προβλ. 21. 2· ἀντίθετον τῷ ἄτροφος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 4, 5· μετὰ γεν., γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων Εὐρ. Τρῳ. 1302, πρβλ. Ἴωνα 235· [[ὡσαύτως]], [[ὕδωρ]] τὸ περὶ κηπείας τρ. Πλάτ. Νόμ. 845D· - ὡς οὐσιασ., τὰ τρόφιμα, ὡς καὶ νῦν, τὰ χρησιμεύοντα πρὸς τροφήν, Ὠριγέν. IV, 453C, Θεοφ. 215. 2) [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., [[τρόφιμος]], , ὁ θρέψας, ὁ [[δεσπότης]], ὁ τρόφιμός σου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 312· [[ὡσαύτως]], ὁ [[νέος]] κύριός τινος ἢ [[δεσπότης]], herilis filius (ὡς μεταφράζει ὁ Terent. ἐν Andria 2. 2, 58, ἴδε Donat, ἐν τόπῳ)· ἡ τροφίμη, ἡ [[δέσποινα]], ἡ [[κυρία]], Ἀνθ. Π. 9. 175, Πολυδ. Γ΄, 73. ΙΙΙ. Παθ., τραφεὶς ὑπό τινος, θετὸς [[υἱός]], [[παῖς]] τρ. τινος Εὐρ. Ἴων 684, πρβλ. Ἄρχιππον ἐν «Ἰχθύσιν» 6, Πλάτ. Πολιτικ. 272Β· [[τρόφιμος]], συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 914 ([[παράρτημα]]), 995, κ. ἀλλ.· - οἱ τρόφιμοι, οἱ μαθηταί, Πλάτ. Πολ. 520D, πρβλ. Νόμ. 804Α· τῆς ἀρετῆς τρ. Λουκ. Δὶς Κατηγ. 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 52· - ἐν Σπάρτῃ, οἱ τρόφιμοι ἦσαν νέοι μὴ δυνάμενοι διὰ πενίαν νὰ καταβάλλωσι τὸ [[μέρος]] αὑτῶν εἰς τὰ [[φιλίτια]] καὶ ἀνετρέφοντο ὡς ἑταῖροι τῶν πλουσίων, οἵτινες ἐδαπάνων [[ὑπὲρ]] αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 9, πρβλ. Sturz. Λεξικ. καὶ ἴδε ἐν λ. [[μόθων]]· - [[ὡσαύτως]], τρ. κύνες, οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ τηρούμενοι καὶ τρεφόμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 11. 13., 16. 31. 2) ἐπὶ σωμάτων, ὑγιής, [[ἰσχυρός]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· ἐπὶ φυτῶν, [[θαλερός]], ὀργῶν, [[εὐθαλής]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 15, 4. 3) τ. [[κύημα]], ζῶν, δυνάμενον νὰ ζήσῃ, ἀντίθετ. τῷ ἀνεμιαῖον, Πολυδ. Β΄, 6.
|elnltext=τρόφιμος -ον, f. ook -η [τρέφω] voedend, voedzaam: met gen.:; γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων o aarde, die mijn kinderen voedt Eur. Tr. 1302; ὕδωρ τὸ περὶ κηπείας τρόφιμον water dat voedzaam is voor tuinbouw Plat. Lg. 845d; subst. baas van de slaaf:. ὁ τρόφιμος de meester Men. Asp. 34; ἡ τροφίμη mevrouw Men. Dysc. 883. gevoed:; γίνεται καὶ τροφιμώτερα... τὰ σώματα de lichamen worden meer wel doorvoed Hp. Aër. 20; ὁ παῖς ὅδ’ ἀμφὶ ναοὺς σέθεν τρόφιμος deze jongen die rond uw altaren is grootgebracht Eur. Ion 684; subst. ὁ τρόφιμος voedsterling, pleegkind:; τρόφιμοι τοῦ Κρόνου pleegkinderen van Kronos Plat. Plt. 272b; leerling:. οἱ τρόφιμοι ταῦτ’ ἀκούοντες wanneer de leerlingen dat horen Plat. Resp. 520d.
}}
{{elru
|elrutext='''τρόφῐμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[питающий]], [[дающий пропитание]] (γῆ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[питательный]] ([[γάλα]] Arst.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[кормилец]], [[хозяин]] Men.;<br /><b class="num">2)</b> [[питомец]], [[воспитанник]] Eur., Xen., Plat., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τρόφῐμος:''' -ον και -η, -ον ([[τροφή]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θρεπτικός]]· με γεν., γᾶ τρόφιμε [[τῶν]] ἐμῶν τέκνων, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[τρόφιμος]], <i>ὁ</i>, [[δεσπότης]] του σπιτιού, [[κύριος]], <i>ἡ τροφίμη</i>, [[κυρία]], [[οικοδέσποινα]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αναθρεμμένος από κάποιον, [[θετός]] [[γιος]], σε Ευρ.· <i>οἱ τρόφιμοι</i>, οι μαθητές, σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''τρόφῐμος:''' -ον και -η, -ον ([[τροφή]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θρεπτικός]]· με γεν., γᾶ τρόφιμε [[τῶν]] ἐμῶν τέκνων, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[τρόφιμος]], <i>ὁ</i>, [[δεσπότης]] του σπιτιού, [[κύριος]], <i>ἡ τροφίμη</i>, [[κυρία]], [[οικοδέσποινα]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αναθρεμμένος από κάποιον, [[θετός]] [[γιος]], σε Ευρ.· <i>οἱ τρόφιμοι</i>, οι μαθητές, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρόφῐμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[питающий]], [[дающий пропитание]] (γῆ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[питательный]] ([[γάλα]] Arst.).<br /><b class="num">II</b> <br /><b class="num">1)</b> [[кормилец]], [[хозяин]] Men.;<br /><b class="num">2)</b> [[питомец]], [[воспитанник]] Eur., Xen., Plat., Luc.
|lstext='''τρόφῐμος''': -ον, καὶ ος, η, ον, ἴδε κατωτ. 2· ([[τροφή]])· θρεπτικός, [[ὠφέλιμος]], παρέχων τροφήν, [[γάλα]] τροφιμώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 7, πρβλ. Προβλ. 21. 2· ἀντίθετον τῷ ἄτροφος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 4, 5· μετὰ γεν., γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων Εὐρ. Τρῳ. 1302, πρβλ. Ἴωνα 235· [[ὡσαύτως]], [[ὕδωρ]] τὸ περὶ κηπείας τρ. Πλάτ. Νόμ. 845D· - ὡς οὐσιασ., τὰ τρόφιμα, ὡς καὶ νῦν, τὰ χρησιμεύοντα πρὸς τροφήν, Ὠριγέν. IV, 453C, Θεοφ. 215. 2) [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ., [[τρόφιμος]], ὁ, ὁ θρέψας, ὁ [[δεσπότης]], ὁ τρόφιμός σου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 312· [[ὡσαύτως]], ὁ [[νέος]] κύριός τινος ἢ [[δεσπότης]], herilis filius (ὡς μεταφράζει Terent. ἐν Andria 2. 2, 58, ἴδε Donat, ἐν τόπῳ)· ἡ τροφίμη, ἡ [[δέσποινα]], [[κυρία]], Ἀνθ. Π. 9. 175, Πολυδ. Γ΄, 73. ΙΙΙ. Παθ., ὁ τραφεὶς ὑπό τινος, θετὸς [[υἱός]], [[παῖς]] τρ. τινος Εὐρ. Ἴων 684, πρβλ. Ἄρχιππον ἐν «Ἰχθύσιν» 6, Πλάτ. Πολιτικ. 272Β· ὁ [[τρόφιμος]], συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 914 ([[παράρτημα]]), 995, κ. ἀλλ.· - οἱ τρόφιμοι, οἱ μαθηταί, Πλάτ. Πολ. 520D, πρβλ. Νόμ. 804Α· τῆς ἀρετῆς τρ. Λουκ. Δὶς Κατηγ. 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 52· - ἐν Σπάρτῃ, οἱ τρόφιμοι ἦσαν νέοι μὴ δυνάμενοι διὰ πενίαν νὰ καταβάλλωσι τὸ [[μέρος]] αὑτῶν εἰς τὰ [[φιλίτια]] καὶ ἀνετρέφοντο ὡς ἑταῖροι τῶν πλουσίων, οἵτινες ἐδαπάνων [[ὑπὲρ]] αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 9, πρβλ. Sturz. Λεξικ. καὶ ἴδε ἐν λ. [[μόθων]]· - [[ὡσαύτως]], τρ. κύνες, οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ τηρούμενοι καὶ τρεφόμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 11. 13., 16. 31. 2) ἐπὶ σωμάτων, ὑγιής, [[ἰσχυρός]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· ἐπὶ φυτῶν, [[θαλερός]], ὀργῶν, [[εὐθαλής]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 15, 4. 3) τ. [[κύημα]], ζῶν, δυνάμενον νὰ ζήσῃ, ἀντίθετ. τῷ ἀνεμιαῖον, Πολυδ. Β΄, 6.
}}
{{elnl
|elnltext=τρόφιμος -ον, f. ook -η [τρέφω] voedend, voedzaam: met gen.:; γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων o aarde, die mijn kinderen voedt Eur. Tr. 1302; ὕδωρ τὸ περὶ κηπείας τρόφιμον water dat voedzaam is voor tuinbouw Plat. Lg. 845d; subst. baas van de slaaf:. ὁ τρόφιμος de meester Men. Asp. 34; ἡ τροφίμη mevrouw Men. Dysc. 883. gevoed:; γίνεται καὶ τροφιμώτερα... τὰ σώματα de lichamen worden meer wel doorvoed Hp. Aër. 20; ὁ παῖς ὅδ’ ἀμφὶ ναοὺς σέθεν τρόφιμος deze jongen die rond uw altaren is grootgebracht Eur. Ion 684; subst. ὁ τρόφιμος voedsterling, pleegkind:; τρόφιμοι τοῦ Κρόνου pleegkinderen van Kronos Plat. Plt. 272b; leerling:. οἱ τρόφιμοι ταῦτ’ ἀκούοντες wanneer de leerlingen dat horen Plat. Resp. 520d.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρόφῐμος, ον, [[τροφή]]<br /><b class="num">I.</b> [[nourishing]]: c. gen., γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων Eur.<br /><b class="num">2.</b> as [[substantive]], [[τρόφιμος]], the [[master]] of the [[house]], ἡ τροφίμη the [[mistress]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. nourished and reared up, a [[nursling]], [[foster]]-[[child]], Eur.; οἱ τρόφιμοι our nurslings, pupils, Plat., Xen.
|mdlsjtxt=τρόφῐμος, ον, [[τροφή]]<br /><b class="num">I.</b> [[nourishing]]: c. gen., γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων Eur.<br /><b class="num">2.</b> as [[substantive]], [[τρόφιμος]], the [[master]] of the [[house]], ἡ τροφίμη the [[mistress]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. nourished and reared up, a [[nursling]], [[foster]]-[[child]], Eur.; οἱ τρόφιμοι our nurslings, pupils, Plat., Xen.
}}
}}