χρέος: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1371.png Seite 1371]] τό, ep. [[χρεῖος]], att. [[χρέως]] (w. m. s.), nom. u. acc. plur. [[χρέα]], Hes. O. 649, wie τὰ [[χρέα]] ἀπολαμβάνειν Andoc. 3, 15 u. sonst (χρή), – 1) [[Bedürfniß]], Nothdurft, Noth, dah. Verlangen, Wunsch; εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ' ἐκπράξω [[χρέος]] Aesch. Suppl. 467; ἐξανύσεις [[χρέος]] Soph. O. R. 157; überh. Geschäft, Angelegenheit, Handel, Sache, das, was Einem dringend am Herzen liegt, ἐμὸν αὐτοῦ [[χρεῖος]], meine eigne Angelegenheit, Od. 1, 409. 2, 45; κατὰ [[χρέος]] τινὸς [[ἐλθεῖν]], einer Person oder Sache wegen kommen, weil man ihrer bedarf, 11, 479; vgl. κατὰ τί [[χρέος]] ἥκων Luc. salt. 64; ἐπὶ τωὐτὸ [[χρέος]] ἦλθε Pind. Ol. 1, 45, [[ὅπως]] γένοισθε πρὸς [[χρέος]] [[τόδε]] Aesch. Spt. 20; ξὺν ἀνδράσιν φίλοισιν, οἷς τόδ' ἦν [[χρέος]] Pers. 763, u. sonst; σοὶ δ' [[ἤδη]] τὸ σὸν μελέσθω βάντι φρουρῆσαι [[χρέος]] Soph. El. 74; τί μοι [[τόδε]] [[χρέος]] ἀπύεις Eur. Or. 1253, u. öfter; ἐφ' ὅ, τι [[χρέος]], zu welchem Zwecke, weshalb, z. B. ἐμόλετε, ib. 151; [[χρέος]] ἔχειν τινός, Etwas nöthig haben, Ar. Ach. 429. – 2) das, was man nothwendig leisten muß, was man abzutragen schuldig ist, die [[Schuld]]; [[χρεῖος]] ὀφείλειν τινί, Einem eine Schuld zu entrichten haben, Od. 21, 17 Il. 11, 688, [[χρεῖος]] ὀφείλεταί μοι 11, 686 Od. 3, 867, [[χρεῖος]] ἀποστήσασθαι, eine Schuld zurückwägen, zurückzahlen, Il. 13, 746; was man versprochen hat, Her. 1, 138, Pind. Ol. 3, 7, – im, plur., die Schulden, Hes. O. 649; ausstehende Schulden, Is. 8, 37, wie Ar. Nubb. 13. 30; Plat. Legg. III, 684 e Rep. VIII, 555 d u. sonst; [[χρέα]] ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Isae. 11, 42; υὴν οὐσίαν ἅπασαν [[χρέα]] κατέλιπον Dem. 38, 7; Sp. – Auch übertr., eine abzubüßende Schuld, ein Vergehen; Theogn. 205; δημοκράντου δ' ἀρᾶς τίνει [[χρέος]] Aesch. Ag. 445; μή τι [[πέρα]] [[χρέος]] ἐμᾷ πόλει προσάψῃς Soph. O. C. 234; – und Schuldigkeit, Gebühr, Pflicht, κατὰ [[χρέος]], wie sich's gebührt, ziemt, H. h. Merc. 138; Arat. Phaen. 343; κατὰ [[χρέος]], ῃπερ [[ἐῴκει]] Ap. Rh. 3, 189; – die allgemeine Schuld, welche der Mensch der Natur zu entrichten hat, bes. der Tod. – 3) Gebrauch, Nutzen, eine Sache, die zu benutzen ist, wie [[χρῆμα]], μέγα τι [[χρέος]], ein großes Stück, Thier, Callim. Dian. 104.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1371.png Seite 1371]] τό, ep. [[χρεῖος]], att. [[χρέως]] (w. m. s.), nom. u. acc. plur. [[χρέα]], Hes. O. 649, wie τὰ [[χρέα]] ἀπολαμβάνειν Andoc. 3, 15 u. sonst (χρή), – 1) [[Bedürfniß]], Nothdurft, Noth, dah. Verlangen, Wunsch; εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ' ἐκπράξω [[χρέος]] Aesch. Suppl. 467; ἐξανύσεις [[χρέος]] Soph. O. R. 157; überh. Geschäft, Angelegenheit, Handel, Sache, das, was Einem dringend am Herzen liegt, ἐμὸν αὐτοῦ [[χρεῖος]], meine eigne Angelegenheit, Od. 1, 409. 2, 45; κατὰ [[χρέος]] τινὸς [[ἐλθεῖν]], einer Person oder Sache wegen kommen, weil man ihrer bedarf, 11, 479; vgl. κατὰ τί [[χρέος]] ἥκων Luc. salt. 64; ἐπὶ τωὐτὸ [[χρέος]] ἦλθε Pind. Ol. 1, 45, [[ὅπως]] γένοισθε πρὸς [[χρέος]] [[τόδε]] Aesch. Spt. 20; ξὺν ἀνδράσιν φίλοισιν, οἷς τόδ' ἦν [[χρέος]] Pers. 763, u. sonst; σοὶ δ' [[ἤδη]] τὸ σὸν μελέσθω βάντι φρουρῆσαι [[χρέος]] Soph. El. 74; τί μοι [[τόδε]] [[χρέος]] ἀπύεις Eur. Or. 1253, u. öfter; ἐφ' ὅ, τι [[χρέος]], zu welchem Zwecke, weshalb, z. B. ἐμόλετε, ib. 151; [[χρέος]] ἔχειν τινός, Etwas nöthig haben, Ar. Ach. 429. – 2) das, was man nothwendig leisten muß, was man abzutragen schuldig ist, die [[Schuld]]; [[χρεῖος]] ὀφείλειν τινί, Einem eine Schuld zu entrichten haben, Od. 21, 17 Il. 11, 688, [[χρεῖος]] ὀφείλεταί μοι 11, 686 Od. 3, 867, [[χρεῖος]] ἀποστήσασθαι, eine Schuld zurückwägen, zurückzahlen, Il. 13, 746; was man versprochen hat, Her. 1, 138, Pind. Ol. 3, 7, – im, plur., die Schulden, Hes. O. 649; ausstehende Schulden, Is. 8, 37, wie Ar. Nubb. 13. 30; Plat. Legg. III, 684 e Rep. VIII, 555 d u. sonst; [[χρέα]] ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Isae. 11, 42; υὴν οὐσίαν ἅπασαν [[χρέα]] κατέλιπον Dem. 38, 7; Sp. – Auch übertr., eine abzubüßende Schuld, ein Vergehen; Theogn. 205; δημοκράντου δ' ἀρᾶς τίνει [[χρέος]] Aesch. Ag. 445; μή τι [[πέρα]] [[χρέος]] ἐμᾷ πόλει προσάψῃς Soph. O. C. 234; – und Schuldigkeit, Gebühr, Pflicht, κατὰ [[χρέος]], wie sich's gebührt, ziemt, H. h. Merc. 138; Arat. Phaen. 343; κατὰ [[χρέος]], ῃπερ [[ἐῴκει]] Ap. Rh. 3, 189; – die allgemeine Schuld, welche der Mensch der Natur zu entrichten hat, bes. der Tod. – 3) Gebrauch, Nutzen, eine Sache, die zu benutzen ist, wie [[χρῆμα]], μέγα τι [[χρέος]], ein großes Stück, Thier, Callim. Dian. 104.
}}
{{bailly
|btext=(τὸ) ; <i>gén.</i> χρέεος, <i>att.</i> χρέους;<br /><i>dat. inus., acc.</i> [[χρέος]] ; <i>pl.</i> χρέεα, <i>att.</i> [[χρέα]], <i>gén.</i> [[χρεῶν]], <i>dat. inus., acc.</i> [[χρέα]] ; <i>duel inus.</i><br />nécessité, obligation, <i>d'où</i><br /><b>1</b> dédommagement, indemnité, satisfaction;<br /><b>2</b> restitution d'un objet volé;<br /><b>3</b> acquittement d'une promesse;<br /><b>4</b> <i>en gén.</i> [[χρέα]] λαμβάνειν PLUT contracter des dettes ; [[χρεῖος]] <i>épq.</i> ὀφείλειν τινί IL avoir une dette envers qqn ; [[χρέος]] ἀποστήσασθαι IL, ἀποδοῦναι AR, διαλύειν PLUT acquitter une dette ; ἀνιέναι PLUT <i>ou</i> ἀφιέναι LUC remettre une dette ; ἀφαιρεῖσθαι PLUT abolir les dettes ; <i>fig.</i> dette à payer pour une faute;<br /><b>5</b> besoin : [[χρέος]] ἔχειν τινός AR avoir besoin de qch;<br /><b>6</b> l'utilité ; l'intérêt, ce qui intéresse <i>ou</i> concerne qqn : τὸ σὸν φρουρῆσαι [[χρέος]] SOPH c'est ton affaire de veiller ; [[χρέος]] σὸν [[τόδε]] ἀνευρίσκειν EUR c'est ton affaire de trouver cela ; σὸν [[οὐκ]] [[ἔλασσον]] ἢ κείνης [[χρέος]] EUR non moins dans ton intérêt que dans le sien.<br />'''Étymologie:''' R. Χαρ &gt; Χρα, prendre, saisir ; v. [[χράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χρέος''': τό, Ἐπικ. [[χρεῖος]] Ὅμηρ. ([[ὅστις]] ἔχει καὶ τὸν τύπον [[χρέος]], ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.)· Ἀττ. [[χρέως]] Φρύνιχ. 391, Χοιροβοσκ. εἰς Θεοδ. 394 (καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] φαίνεται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, Δημ. 900, 14., 988. 24., 1019. 23., 1040. 19· ἀλλὰ φέρεται [[χρέος]] ἐν Πλάτ. Πολιτικ. 267Α, Νόμ. 958Β)· - γεν. χρέους Εὐρ. Ι. Α. 373· ἡ δοτικ. δὲν ἀπαντᾷ ἐν Ἐπικ. τύπῳ· - πληθ., ὀνομ. καὶ αἰτιατ. χρέᾰ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 645, χρέᾱ Ἀριστοφ. Νεφ. 39, 443, Πλούτ.· γενικ. χρεῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 13, 118, Πλάτ. Πολ. 566Α, κ. ἀλλ., Ἐπικ. χρειῶν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 402· Ἐπικ. δοτ. χρέεσι Μανέθων 4. 135· [[χρήεσσι]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1198· ([[χράομαι]], χρή)· Ι. ὡς καὶ νῦν, [[ὀφειλή]], ἣν πρέπει τις νὰ ἀποτίσῃ, Ἄρης… [[χρέος]] καὶ δεσμόν ἀλύξας Ὀδ. Θ. 353, πρβλ. 355· ἐν χρήσει [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς ὑποχρεώσεως πρὸς ἀπόδοσιν λῃστευθέντων ποιμνίων καὶ ἀγελῶν ἢ πρὸςἀποζημίωσιν δι’ αὐτά, [[χρέος]] [[ἕνεκα]] λῃστευθέντων ἢ ἀπαχθέντων βοσκημάτων· [[οὕτως]] οἱ κήρυκες τῶν Πυλίων ἐκάλουν εἰς τὰ ὅπλα πάντας, οἵου [[χρεῖος]] ὀφέλλετ’ ... πόλεσιν γὰρ Ἐπειοὶ [[χρεῖος]] ὄφελλον ([[ἔνθα]] τὰ Ἐνετ. Σχόλ. παρατηροῦσι: τὰ περιελασθέντα ἐκ τῆς Πύλου ἐκ τῶν Ἐπειῶν θρέμματα [[χρεῖος]] καλεῖ) Ἰλ. Λ. 685-698, πρβλ. Ὀδ. Γ. 367, Φ. 17· [[χρεῖος]] ἀποστήσασθαι, δηλ. νὰ πληρώσῃ ἐντελῶς, Ἰλ. Ν. 746· - συχν. παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] [[ἁπλῶς]], [[χρέος]], [[ὀφειλή]], αὐτὸς ἔτισε.. [[χρέος]] Θέογν. 205 ἀρᾶς τίνει χρ., ἀποτίνει τὸ [[χρέος]] τὸ ἐκ τῆς κατάρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 457· μή τι [[πέρα]] [[χρέος]].. πόλει προσάψῃς, [[χρέος]] δηλ. ἐνοχήν, Σοφ. Ο. Κ. 235· χρ. πράσσειν τινά, εἰσπράττειν [[χρέος]] [[παρά]] τινος, τὰ ὀφειλόμενα, Πινδ. Ο. 3, 12· ἐμὸν καταίσχυνε χρ., δηλ. κατῄσχυνεν ἐμὲ [[διότι]] δὲν ἐπλήρωσα τὸ [[χρέος]] μου, [[διότι]] δὲν ἐτήρησα τὴν ὑπόσχεσίν μου, [[αὐτόθι]] 10 (11). 10· τεὸν χρ., τὸ σοὶ ὀφειλόμενον, ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 45· - ἀκολούθως παρὰ τοῖς κωμ. καὶ πεζογράφοις, [[χρέος]] ἀποδιδόναι, ἀποτῖσαι, Ἡρόδ. 2. 136 ([[ἔνθα]] [[ὡσαύτως]] ἔχομεν χρ. διδόναι, δανείζειν καὶ χρ. λαμβάνειν, δανείζεσθαι) πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 117, Πλάτ. Πολιτικ. 267Α· ἔχω χρ. εἰπεῖν οὐδὲν ἀνδρὸς Ἕλληνος, δὲν ἠξεύρω νὰ χρεωστῶ τι εἰς Ἕλληνά τινα, Ἡρόδ. 3. 140· χρ. ἀπαιτεῖν Πλουτ. Ὄθων 2· ἀνιέναι, ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 15· [[χρέως]] τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν (ἐξυπακ. ὀφειλόμενον) Δημ. 900. 14· ἔχειν τι εἰς [[χρέος]] Πλουτ. Καῖσ. 48· - ἐν τῷ πληθ., χρέη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 645, Ἀριστοφ. Νεφ. 13, κλ.· χρειῶν [[λύσις]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡσ. 402· [[χρέα]] ἀπολαμβάνειν Ἀνδοκ. 25. 20· [[χρέα]] ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Ἰσαῖ. 88. 23· τὴν οὐσίαν ἅπασαν [[χρέα]] κατέλιπε, ἅπασαν τὴν περιουσίαν «χρεωμένην», εἰς χρέη, Δημ. 986. 24· [[χρέα]] εἰσπραχθέντα [[αὐτόθι]] 26· χρ. ἐκπληρῶ, [[διαλύω]], πληρώνω, «[[κλείω]]» τὰ χρέη μου. Πλάτ. Νόμ. 958Β, Πλουτ. Λούκουλλ. 20· πρὸς τὰ χρ. 2) τὸ «κοινὸν [[χρέος]]», τὸ ὁποῖον πάντες ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ ἀποτίσωσιν, ὁ [[θάνατος]], Ἀλκίφρων 1. 25, πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β, Ἑβδ. (Σοφ. Σοφ. ΙΕ΄, 18). ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]], ἀναγκαία [[ἐργασία]], «[[ὑπόθεσις]]», «δουλειά», ἑὸν [[αὐτοῦ]] [[χρεῖος]] ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Β. 45· [[χρέος]] πᾶν ἐπικραίνεις, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 374· [[πρᾶγμα]] [[λίαν]] ἐπιθυμητὸν ἢ τὸ ὁποῖον πολὺ ἐπιθυμεῖ τις, [[σκοπός]], ἀντικείμενον, εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ’ ἐκπράξω [[χρέος]] [[αὐτόθι]] 472, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 156, Ο. Κ. 251· πᾶν ὃ θέλεις... χρ. ἐκτετέλεσται Θεόκρ. 25. 53· μετὰ γεν., ὡς τὸ [[χάρις]], σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χρ. Εὐρ. Ἑκ. 892. 2) σχεδὸν ὡς τὸ [[χρῆμα]], [[πρᾶγμα]], τί [[χρέος]]; = τί [[χρῆμα]]; διὰ τί; Αἰσχύλ. Ἀγ. 85 ἐφ’ ὅ τι χρ. ἐμόλετε; Εὐρ. Ὀρ. 151· τί καινὸν χρ. ἔβα δόμους; ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 95 πρβλ. Ἀποσπ. 1000. 3) ἐλάφους, μέγα τι χρ. (ἴδε [[χρῆμα]] ΙΙ. 3) Καλλ. εἰς Ἄρτ. 100, πρβλ. 24, 65. ΙΙΙ. ἐν Ὀδ. Λ. 479, ἦλθον Τειρεσίαο κατά [[χρέος]], φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] = Τειρεσίᾳ χρησόμενος (Κ. 492) ἵνα συμβουλευθῶ τὸν Τειρ. 2) ἀλλαχοῦ κατὰ [[χρέος]] σημαίνει, καθὼς [[εἶναι]] [[πρέπον]], καθὼς [[εἶναι]] καλόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 138, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 189. IV. [[χρέος]], καθῆκον, [[σκοπός]], [[ἔργον]], ἦλθε τωὔτ’ ἐπὶ [[χρέος]] Πινδ. Ο. 1. 71, πρβλ. 7. 72· οἷς τόδ’ ἦν [[χρέος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 777, πρβλ. Θήβ. 20· τὸν σὸν μελέσθω.. φρουρῆσαι [[χρέος]] Σοφ. Ἠλ. 74, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1253, Ι. Τ. 683, Ἡρ. Μαιν. 530. V. τὸ συνδρῶν χρ., τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναί τις συνεργὸς εἴς τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 337. VI. [[πρᾶγμα]] χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον, χρεῶν χρῄζοντι μετάδοσιν ποιήσασαι Ἱππ. Ὅρκ. VII. παρὰ [[χρέος]] = [[παραχρῆμα]]. Νικ. Ἀλεξιφ. 627. VIII. = [[χρεία]], τί δὲ τοῦδ’ ἔχει πλέκους [[χρέος]]; Ἀριστοφ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 454, πρβλ. Βίωνα 13. 2. - Ἴδε Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 329.
|lstext='''χρέος''': τό, Ἐπικ. [[χρεῖος]] Ὅμηρ. ([[ὅστις]] ἔχει καὶ τὸν τύπον [[χρέος]], ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.)· Ἀττ. [[χρέως]] Φρύνιχ. 391, Χοιροβοσκ. εἰς Θεοδ. 394 (καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] φαίνεται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, Δημ. 900, 14., 988. 24., 1019. 23., 1040. 19· ἀλλὰ φέρεται [[χρέος]] ἐν Πλάτ. Πολιτικ. 267Α, Νόμ. 958Β)· - γεν. χρέους Εὐρ. Ι. Α. 373· ἡ δοτικ. δὲν ἀπαντᾷ ἐν Ἐπικ. τύπῳ· - πληθ., ὀνομ. καὶ αἰτιατ. χρέᾰ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 645, χρέᾱ Ἀριστοφ. Νεφ. 39, 443, Πλούτ.· γενικ. χρεῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 13, 118, Πλάτ. Πολ. 566Α, κ. ἀλλ., Ἐπικ. χρειῶν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 402· Ἐπικ. δοτ. χρέεσι Μανέθων 4. 135· [[χρήεσσι]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1198· ([[χράομαι]], χρή)· Ι. ὡς καὶ νῦν, [[ὀφειλή]], ἣν πρέπει τις νὰ ἀποτίσῃ, Ἄρης… [[χρέος]] καὶ δεσμόν ἀλύξας Ὀδ. Θ. 353, πρβλ. 355· ἐν χρήσει [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς ὑποχρεώσεως πρὸς ἀπόδοσιν λῃστευθέντων ποιμνίων καὶ ἀγελῶν ἢ πρὸςἀποζημίωσιν δι’ αὐτά, [[χρέος]] [[ἕνεκα]] λῃστευθέντων ἢ ἀπαχθέντων βοσκημάτων· [[οὕτως]] οἱ κήρυκες τῶν Πυλίων ἐκάλουν εἰς τὰ ὅπλα πάντας, οἵου [[χρεῖος]] ὀφέλλετ’ ... πόλεσιν γὰρ Ἐπειοὶ [[χρεῖος]] ὄφελλον ([[ἔνθα]] τὰ Ἐνετ. Σχόλ. παρατηροῦσι: τὰ περιελασθέντα ἐκ τῆς Πύλου ἐκ τῶν Ἐπειῶν θρέμματα [[χρεῖος]] καλεῖ) Ἰλ. Λ. 685-698, πρβλ. Ὀδ. Γ. 367, Φ. 17· [[χρεῖος]] ἀποστήσασθαι, δηλ. νὰ πληρώσῃ ἐντελῶς, Ἰλ. Ν. 746· - συχν. παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] [[ἁπλῶς]], [[χρέος]], [[ὀφειλή]], αὐτὸς ἔτισε.. [[χρέος]] Θέογν. 205 ἀρᾶς τίνει χρ., ἀποτίνει τὸ [[χρέος]] τὸ ἐκ τῆς κατάρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 457· μή τι [[πέρα]] [[χρέος]].. πόλει προσάψῃς, [[χρέος]] δηλ. ἐνοχήν, Σοφ. Ο. Κ. 235· χρ. πράσσειν τινά, εἰσπράττειν [[χρέος]] [[παρά]] τινος, τὰ ὀφειλόμενα, Πινδ. Ο. 3, 12· ἐμὸν καταίσχυνε χρ., δηλ. κατῄσχυνεν ἐμὲ [[διότι]] δὲν ἐπλήρωσα τὸ [[χρέος]] μου, [[διότι]] δὲν ἐτήρησα τὴν ὑπόσχεσίν μου, [[αὐτόθι]] 10 (11). 10· τεὸν χρ., τὸ σοὶ ὀφειλόμενον, ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 45· - ἀκολούθως παρὰ τοῖς κωμ. καὶ πεζογράφοις, [[χρέος]] ἀποδιδόναι, ἀποτῖσαι, Ἡρόδ. 2. 136 ([[ἔνθα]] [[ὡσαύτως]] ἔχομεν χρ. διδόναι, δανείζειν καὶ χρ. λαμβάνειν, δανείζεσθαι) πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 117, Πλάτ. Πολιτικ. 267Α· ἔχω χρ. εἰπεῖν οὐδὲν ἀνδρὸς Ἕλληνος, δὲν ἠξεύρω νὰ χρεωστῶ τι εἰς Ἕλληνά τινα, Ἡρόδ. 3. 140· χρ. ἀπαιτεῖν Πλουτ. Ὄθων 2· ἀνιέναι, ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 15· [[χρέως]] τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν (ἐξυπακ. ὀφειλόμενον) Δημ. 900. 14· ἔχειν τι εἰς [[χρέος]] Πλουτ. Καῖσ. 48· - ἐν τῷ πληθ., χρέη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 645, Ἀριστοφ. Νεφ. 13, κλ.· χρειῶν [[λύσις]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡσ. 402· [[χρέα]] ἀπολαμβάνειν Ἀνδοκ. 25. 20· [[χρέα]] ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Ἰσαῖ. 88. 23· τὴν οὐσίαν ἅπασαν [[χρέα]] κατέλιπε, ἅπασαν τὴν περιουσίαν «χρεωμένην», εἰς χρέη, Δημ. 986. 24· [[χρέα]] εἰσπραχθέντα [[αὐτόθι]] 26· χρ. ἐκπληρῶ, [[διαλύω]], πληρώνω, «[[κλείω]]» τὰ χρέη μου. Πλάτ. Νόμ. 958Β, Πλουτ. Λούκουλλ. 20· πρὸς τὰ χρ. 2) τὸ «κοινὸν [[χρέος]]», τὸ ὁποῖον πάντες ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ ἀποτίσωσιν, ὁ [[θάνατος]], Ἀλκίφρων 1. 25, πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β, Ἑβδ. (Σοφ. Σοφ. ΙΕ΄, 18). ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς [[ὡσαύτως]], ἀναγκαία [[ἐργασία]], «[[ὑπόθεσις]]», «δουλειά», ἑὸν [[αὐτοῦ]] [[χρεῖος]] ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Β. 45· [[χρέος]] πᾶν ἐπικραίνεις, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 374· [[πρᾶγμα]] [[λίαν]] ἐπιθυμητὸν ἢ τὸ ὁποῖον πολὺ ἐπιθυμεῖ τις, [[σκοπός]], ἀντικείμενον, εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ’ ἐκπράξω [[χρέος]] [[αὐτόθι]] 472, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 156, Ο. Κ. 251· πᾶν ὃ θέλεις... χρ. ἐκτετέλεσται Θεόκρ. 25. 53· μετὰ γεν., ὡς τὸ [[χάρις]], σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χρ. Εὐρ. Ἑκ. 892. 2) σχεδὸν ὡς τὸ [[χρῆμα]], [[πρᾶγμα]], τί [[χρέος]]; = τί [[χρῆμα]]; διὰ τί; Αἰσχύλ. Ἀγ. 85 ἐφ’ ὅ τι χρ. ἐμόλετε; Εὐρ. Ὀρ. 151· τί καινὸν χρ. ἔβα δόμους; ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 95 πρβλ. Ἀποσπ. 1000. 3) ἐλάφους, μέγα τι χρ. (ἴδε [[χρῆμα]] ΙΙ. 3) Καλλ. εἰς Ἄρτ. 100, πρβλ. 24, 65. ΙΙΙ. ἐν Ὀδ. Λ. 479, ἦλθον Τειρεσίαο κατά [[χρέος]], φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] = Τειρεσίᾳ χρησόμενος (Κ. 492) ἵνα συμβουλευθῶ τὸν Τειρ. 2) ἀλλαχοῦ κατὰ [[χρέος]] σημαίνει, καθὼς [[εἶναι]] [[πρέπον]], καθὼς [[εἶναι]] καλόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 138, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 189. IV. [[χρέος]], καθῆκον, [[σκοπός]], [[ἔργον]], ἦλθε τωὔτ’ ἐπὶ [[χρέος]] Πινδ. Ο. 1. 71, πρβλ. 7. 72· οἷς τόδ’ ἦν [[χρέος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 777, πρβλ. Θήβ. 20· τὸν σὸν μελέσθω.. φρουρῆσαι [[χρέος]] Σοφ. Ἠλ. 74, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1253, Ι. Τ. 683, Ἡρ. Μαιν. 530. V. τὸ συνδρῶν χρ., τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναί τις συνεργὸς εἴς τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 337. VI. [[πρᾶγμα]] χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον, χρεῶν χρῄζοντι μετάδοσιν ποιήσασαι Ἱππ. Ὅρκ. VII. παρὰ [[χρέος]] = [[παραχρῆμα]]. Νικ. Ἀλεξιφ. 627. VIII. = [[χρεία]], τί δὲ τοῦδ’ ἔχει πλέκους [[χρέος]]; Ἀριστοφ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 454, πρβλ. Βίωνα 13. 2. - Ἴδε Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 329.
}}
{{bailly
|btext=(τὸ) ; <i>gén.</i> χρέεος, <i>att.</i> χρέους;<br /><i>dat. inus., acc.</i> [[χρέος]] ; <i>pl.</i> χρέεα, <i>att.</i> [[χρέα]], <i>gén.</i> [[χρεῶν]], <i>dat. inus., acc.</i> [[χρέα]] ; <i>duel inus.</i><br />nécessité, obligation, <i>d'où</i><br /><b>1</b> dédommagement, indemnité, satisfaction;<br /><b>2</b> restitution d'un objet volé;<br /><b>3</b> acquittement d'une promesse;<br /><b>4</b> <i>en gén.</i> [[χρέα]] λαμβάνειν PLUT contracter des dettes ; [[χρεῖος]] <i>épq.</i> ὀφείλειν τινί IL avoir une dette envers qqn ; [[χρέος]] ἀποστήσασθαι IL, ἀποδοῦναι AR, διαλύειν PLUT acquitter une dette ; ἀνιέναι PLUT <i>ou</i> ἀφιέναι LUC remettre une dette ; ἀφαιρεῖσθαι PLUT abolir les dettes ; <i>fig.</i> dette à payer pour une faute;<br /><b>5</b> besoin : [[χρέος]] ἔχειν τινός AR avoir besoin de qch;<br /><b>6</b> l'utilité ; l'intérêt, ce qui intéresse <i>ou</i> concerne qqn : τὸ σὸν φρουρῆσαι [[χρέος]] SOPH c'est ton affaire de veiller ; [[χρέος]] σὸν [[τόδε]] ἀνευρίσκειν EUR c'est ton affaire de trouver cela ; σὸν [[οὐκ]] [[ἔλασσον]] ἢ κείνης [[χρέος]] EUR non moins dans ton intérêt que dans le sien.<br />'''Étymologie:''' R. Χαρ &gt; Χρα, prendre, saisir ; v. [[χράω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth