3,270,341
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0094.png Seite 94]] ή, όν, aufrichtig, wahrhaft, [[στράτευμα]], ein zuverlässiges Heer, Xen. An. 1, 9, 17; φίλοι Dem. 9, 12; [[μαρτυρία]] 29, 15; [[ἀπόφασις]] Dinarch. 1, 59. – Gewöhnl. witklich, ächt, [[σοφία]] καὶ [[ἀρετή]] Theaet. 176 c; [[βασιλεύς]] Polit. 259 a u. Folgende. – Adv. ἀληθινῶς, Isocr., im Ggstz von οὐ γλίσχρως, im Ggstz von [[πεπλασμένως]], Bato com. Stob. Flor. 6, 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0094.png Seite 94]] ή, όν, aufrichtig, wahrhaft, [[στράτευμα]], ein zuverlässiges Heer, Xen. An. 1, 9, 17; φίλοι Dem. 9, 12; [[μαρτυρία]] 29, 15; [[ἀπόφασις]] Dinarch. 1, 59. – Gewöhnl. witklich, ächt, [[σοφία]] καὶ [[ἀρετή]] Theaet. 176 c; [[βασιλεύς]] Polit. 259 a u. Folgende. – Adv. ἀληθινῶς, Isocr., im Ggstz von οὐ γλίσχρως, im Ggstz von [[πεπλασμένως]], Bato com. Stob. Flor. 6, 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />véridique, sincère.<br />'''Étymologie:''' [[ἀληθής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀληθινός''': -ή, -όν, [[σύμφωνος]] τῇ ἀληθείᾳ. 1) ἐπὶ προσώπων, [[φιλαλήθης]], [[ἀξιόπιστος]], Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17, Δημ. 113, 27. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[πραγματικός]], [[ἀληθής]], [[γνήσιος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ προσποιητὸν ἢ πλαστόν, μὴ γνήσιον, Πλατ. Πολ. 499C, κτλ. ἰχθύς, Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1· [[πέλαγος]], Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ ἢ Αὐληλητρίδι» 1. 5, τὰ ἀλ., τὰ πραγματικά, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ τὰ γεγραμμένα, Ἀριστ. Πολ. 3. 11. 4· [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, ἐς ἀλ. ἄνδρ’ ἀποβῆναι, [[ὅπως]] καταστῇ «σωστὸς» [[ἀνήρ]], Θεόκρ. 13. 15: ― Ἐπίρρ. -νῶς, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Ἰσοκρ. 111Β, Πλάτ., κτλ., ζῆν ἀλ., [[εἶναι]] ἀληθῶς ζῶντα, Πλάτ. Τίμ. 19Β· ἀληθινῶς γεγάμηκεν...; Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοπάτορι» 1. | |lstext='''ἀληθινός''': -ή, -όν, [[σύμφωνος]] τῇ ἀληθείᾳ. 1) ἐπὶ προσώπων, [[φιλαλήθης]], [[ἀξιόπιστος]], Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17, Δημ. 113, 27. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[πραγματικός]], [[ἀληθής]], [[γνήσιος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ προσποιητὸν ἢ πλαστόν, μὴ γνήσιον, Πλατ. Πολ. 499C, κτλ. ἰχθύς, Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1· [[πέλαγος]], Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ ἢ Αὐληλητρίδι» 1. 5, τὰ ἀλ., τὰ πραγματικά, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ τὰ γεγραμμένα, Ἀριστ. Πολ. 3. 11. 4· [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, ἐς ἀλ. ἄνδρ’ ἀποβῆναι, [[ὅπως]] καταστῇ «σωστὸς» [[ἀνήρ]], Θεόκρ. 13. 15: ― Ἐπίρρ. -νῶς, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Ἰσοκρ. 111Β, Πλάτ., κτλ., ζῆν ἀλ., [[εἶναι]] ἀληθῶς ζῶντα, Πλάτ. Τίμ. 19Β· ἀληθινῶς γεγάμηκεν...; Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοπάτορι» 1. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |