Anonymous

ἀληθινός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0094.png Seite 94]] ή, όν, aufrichtig, wahrhaft, [[στράτευμα]], ein zuverlässiges Heer, Xen. An. 1, 9, 17; φίλοι Dem. 9, 12; [[μαρτυρία]] 29, 15; [[ἀπόφασις]] Dinarch. 1, 59. – Gewöhnl. witklich, ächt, [[σοφία]] καὶ [[ἀρετή]] Theaet. 176 c; [[βασιλεύς]] Polit. 259 a u. Folgende. – Adv. ἀληθινῶς, Isocr., im Ggstz von οὐ γλίσχρως, im Ggstz von [[πεπλασμένως]], Bato com. Stob. Flor. 6, 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0094.png Seite 94]] ή, όν, aufrichtig, wahrhaft, [[στράτευμα]], ein zuverlässiges Heer, Xen. An. 1, 9, 17; φίλοι Dem. 9, 12; [[μαρτυρία]] 29, 15; [[ἀπόφασις]] Dinarch. 1, 59. – Gewöhnl. witklich, ächt, [[σοφία]] καὶ [[ἀρετή]] Theaet. 176 c; [[βασιλεύς]] Polit. 259 a u. Folgende. – Adv. ἀληθινῶς, Isocr., im Ggstz von οὐ γλίσχρως, im Ggstz von [[πεπλασμένως]], Bato com. Stob. Flor. 6, 29.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />véridique, sincère.<br />'''Étymologie:''' [[ἀληθής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀληθινός''': -ή, -όν, [[σύμφωνος]] τῇ ἀληθείᾳ. 1) ἐπὶ προσώπων, [[φιλαλήθης]], [[ἀξιόπιστος]], Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17, Δημ. 113, 27. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[πραγματικός]], [[ἀληθής]], [[γνήσιος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ προσποιητὸν ἢ πλαστόν, μὴ γνήσιον, Πλατ. Πολ. 499C, κτλ. ἰχθύς, Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1· [[πέλαγος]], Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ ἢ Αὐληλητρίδι» 1. 5, τὰ ἀλ., τὰ πραγματικά, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ τὰ γεγραμμένα, Ἀριστ. Πολ. 3. 11. 4· [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, ἐς ἀλ. ἄνδρ’ ἀποβῆναι, [[ὅπως]] καταστῇ «σωστὸς» [[ἀνήρ]], Θεόκρ. 13. 15: ― Ἐπίρρ. -νῶς, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Ἰσοκρ. 111Β, Πλάτ., κτλ., ζῆν ἀλ., [[εἶναι]] ἀληθῶς ζῶντα, Πλάτ. Τίμ. 19Β· ἀληθινῶς γεγάμηκεν...; Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοπάτορι» 1.
|lstext='''ἀληθινός''': -ή, -όν, [[σύμφωνος]] τῇ ἀληθείᾳ. 1) ἐπὶ προσώπων, [[φιλαλήθης]], [[ἀξιόπιστος]], Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17, Δημ. 113, 27. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[πραγματικός]], [[ἀληθής]], [[γνήσιος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ προσποιητὸν ἢ πλαστόν, μὴ γνήσιον, Πλατ. Πολ. 499C, κτλ. ἰχθύς, Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1· [[πέλαγος]], Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ ἢ Αὐληλητρίδι» 1. 5, τὰ ἀλ., τὰ πραγματικά, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ τὰ γεγραμμένα, Ἀριστ. Πολ. 3. 11. 4· [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, ἐς ἀλ. ἄνδρ’ ἀποβῆναι, [[ὅπως]] καταστῇ «σωστὸς» [[ἀνήρ]], Θεόκρ. 13. 15: ― Ἐπίρρ. -νῶς, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Ἰσοκρ. 111Β, Πλάτ., κτλ., ζῆν ἀλ., [[εἶναι]] ἀληθῶς ζῶντα, Πλάτ. Τίμ. 19Β· ἀληθινῶς γεγάμηκεν...; Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοπάτορι» 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />véridique, sincère.<br />'''Étymologie:''' [[ἀληθής]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR