Anonymous

ἀληθινός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ή, όν :<br />véridique, sincère.<br />'''Étymologie:''' [[ἀληθής]].
|btext=ή, όν :<br />véridique, sincère.<br />'''Étymologie:''' [[ἀληθής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἀληθινός''': , -όν, [[σύμφωνος]] τῇ ἀληθείᾳ. 1) ἐπὶ προσώπων, [[φιλαλήθης]], [[ἀξιόπιστος]], Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17, Δημ. 113, 27. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[πραγματικός]], [[ἀληθής]], [[γνήσιος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ προσποιητὸν ἢ πλαστόν, μὴ γνήσιον, Πλατ. Πολ. 499C, κτλ. ἰχθύς, Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1· [[πέλαγος]], Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ ἢ Αὐληλητρίδι» 1. 5, τὰ ἀλ., τὰ πραγματικά, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ τὰ γεγραμμένα, Ἀριστ. Πολ. 3. 11. 4· [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, ἐς ἀλ. ἄνδρ’ ἀποβῆναι, [[ὅπως]] καταστῇ «σωστὸς» [[ἀνήρ]], Θεόκρ. 13. 15: ― Ἐπίρρ. -νῶς, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Ἰσοκρ. 111Β, Πλάτ., κτλ., ζῆν ἀλ., [[εἶναι]] ἀληθῶς ζῶντα, Πλάτ. Τίμ. 19Β· ἀληθινῶς γεγάμηκεν...; Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοπάτορι» 1.
|elnltext=[[ἀληθινός]] -ή -όν, Dor. ἀλᾱθινός [[ἀληθής]]<br /><b class="num">1.</b> waarachtig, eerlijk, oprecht, betrouwbaar.<br /><b class="num">2.</b> werkelijk, echt; christ. waar:. τὸ [[φῶς]] τὸ [[ἀληθινόν]] het ware licht NT Io. 1.9.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀληθῐνός:''' дор. [[ἀλαθινός|ἀλᾱθῐνός]] 3<br /><b class="num">1)</b> [[истинный]], [[подлинный]], [[настоящий]] ([[στράτευμα]] Xen.; [[σοφία]] Plat.; [[φίλος]] Dem.; [[ἀνήρ]] Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> несомненный, (досто)верный ([[μαρτυρία]] Dem.; [[νίκη]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[правдивый]], [[искренний]] ([[εὔνοια]], [[δάκρυον]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀληθής]]<br /><b class="num">1.</b> [[agreeable]] to [[truth]]:<br /><b class="num">1.</b> of persons, [[truthful]], [[trusty]], Xen., Dem.<br /><b class="num">2.</b> of things, true, [[real]], Plat.; ἐς ἀλ. ἄνδρ' ἀποβῆναι to [[turn]] out a true man, Theocr.:—adv. -νῶς, [[truly]], [[really]], Plat., etc.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 35: Line 41:
|lsmtext='''ἀληθῐνός:''' -ή, -όν ([[ἀληθής]]), [[σύμφωνος]] προς την [[αλήθεια]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φιλαλήθης]], [[αξιόπιστος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αληθής]], [[πραγματικός]], σε Πλάτ.· <i>ἐς ἀλ. ἄνδρ' ἀποβῆναι</i>, για να γίνει [[σωστός]] [[άνδρας]], σε Θεόκρ.· επιρρ. <i>-νῶς</i>, όντως, πραγματικά, σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀληθῐνός:''' -ή, -όν ([[ἀληθής]]), [[σύμφωνος]] προς την [[αλήθεια]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φιλαλήθης]], [[αξιόπιστος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αληθής]], [[πραγματικός]], σε Πλάτ.· <i>ἐς ἀλ. ἄνδρ' ἀποβῆναι</i>, για να γίνει [[σωστός]] [[άνδρας]], σε Θεόκρ.· επιρρ. <i>-νῶς</i>, όντως, πραγματικά, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ἀληθῐνός:''' дор. [[ἀλαθινός|ἀλᾱθῐνός]] 3<br /><b class="num">1)</b> [[истинный]], [[подлинный]], [[настоящий]] ([[στράτευμα]] Xen.; [[σοφία]] Plat.; [[φίλος]] Dem.; [[ἀνήρ]] Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> несомненный, (досто)верный ([[μαρτυρία]] Dem.; [[νίκη]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[правдивый]], [[искренний]] ([[εὔνοια]], [[δάκρυον]] Plut.).
|lstext='''ἀληθινός''': -ή, -όν, [[σύμφωνος]] τῇ ἀληθείᾳ. 1) ἐπὶ προσώπων, [[φιλαλήθης]], [[ἀξιόπιστος]], Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17, Δημ. 113, 27. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[πραγματικός]], [[ἀληθής]], [[γνήσιος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ προσποιητὸν ἢ πλαστόν, μὴ γνήσιον, Πλατ. Πολ. 499C, κτλ. ἰχθύς, Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1· [[πέλαγος]], Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ ἢ Αὐληλητρίδι» 1. 5, τὰ ἀλ., τὰ πραγματικά, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ τὰ γεγραμμένα, Ἀριστ. Πολ. 3. 11. [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, ἐς ἀλ. ἄνδρ’ ἀποβῆναι, [[ὅπως]] καταστῇ «σωστὸς» [[ἀνήρ]], Θεόκρ. 13. 15: ― Ἐπίρρ. -νῶς, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Ἰσοκρ. 111Β, Πλάτ., κτλ., ζῆν ἀλ., [[εἶναι]] ἀληθῶς ζῶντα, Πλάτ. Τίμ. 19Β· ἀληθινῶς γεγάμηκεν...; Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοπάτορι» 1.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀληθής]]<br /><b class="num">1.</b> [[agreeable]] to [[truth]]:<br /><b class="num">1.</b> of persons, [[truthful]], [[trusty]], Xen., Dem.<br /><b class="num">2.</b> of things, true, [[real]], Plat.; ἐς ἀλ. ἄνδρ' ἀποβῆναι to [[turn]] out a true man, Theocr.:—adv. -νῶς, [[truly]], [[really]], Plat., etc.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀληθινός]] -ή -όν, Dor. ἀλᾱθινός [[ἀληθής]]<br /><b class="num">1.</b> waarachtig, eerlijk, oprecht, betrouwbaar.<br /><b class="num">2.</b> werkelijk, echt; christ. waar:. τὸ [[φῶς]] τὸ [[ἀληθινόν]] het ware licht NT Io. 1.9.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese