3,277,020
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0112.png Seite 112]] οῦ, ὁ, Bdtg nicht sicher, verw. mit [[ἀλφάνω]], wahrscheinl. = betriebsam; Hom. dreimal, Od. 6, 8 εἷσεν δὲ Σχερίῃ, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων; 13, 261 ὃς ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ ἀνέρας ἀλφηστὰς νίκα ταχέεσσι πόδεσσιν; 1, 349 [[Ζεύς]], ὅς τε δίδωσιν ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν, [[ὅπως]] ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ; – H. Apoll. 458; Hes. Sc. 29 Th. 512 O. 82; Aesch. Sept. 770 ch.; Soph. Phil. 707 ch. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0112.png Seite 112]] οῦ, ὁ, Bdtg nicht sicher, verw. mit [[ἀλφάνω]], wahrscheinl. = betriebsam; Hom. dreimal, Od. 6, 8 εἷσεν δὲ Σχερίῃ, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων; 13, 261 ὃς ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ ἀνέρας ἀλφηστὰς νίκα ταχέεσσι πόδεσσιν; 1, 349 [[Ζεύς]], ὅς τε δίδωσιν ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν, [[ὅπως]] ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ; – H. Apoll. 458; Hes. Sc. 29 Th. 512 O. 82; Aesch. Sept. 770 ch.; Soph. Phil. 707 ch. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />industrieux, laborieux, entreprenant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλφάνω]] ; sel. d'autres « qui se nourrit de pain », de [[ἄλφι]], [[ἔδω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλφηστής''': -οῦ, ὁ, [[λέξις]] παλαιά, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μὸνον ἐν Ὀδ., ἐν τῇ φράσει ἀνέρες ἀλφησταί, ἐργαζόμενοι διὰ τὸν καθημερινὸν αὐτῶν ἄρτον, ἐργατικοί, δραστήριοι, εὔτολμοι· ἡ δὲ [[σημασία]] αὕτη ἐπήγασεν ἐκ τῆς σημασίας τοῦ ῥήματος [[ἀλφάνω]] (ὃ ἴδε)· τίθεται δὲ ὡς ἐπίθετον τῶν ἀνδρῶν, οὐχὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν γένει, Nitzsch, Ὀδ. Α. 349, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 82· χρησιμεύει ὡς ἐπίθετον τῶν ἐμπορευομένων καὶ ναυτιλλομένων ἀνδρῶν, Ὀδ. Ν. 261, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 458· [[ὅθεν]] οἱ Φαίακες λέγονται ὅτι εὑρίσκονται ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων, Ὀδ. Ζ. 8. - Ἐπικὴ [[λέξις]] ἀπαντῶσα δὶς παρὰ Τραγ. (ἐν λυρ. χωρίοις) μ. τῆς Ὁμηρικῆς σημασίας, Αἰσχύλ. Θ. 770, Σοφ. Φ. 709. (Ἡ παραγωγὴ ἐκ τοῦ [[ἄλφι]] καὶ ἐδεστὴς = ὁ ἐσθίων [[ἄλευρον]], ἣν παρεδέχθη ὁ Δοιδερλῖνος καὶ ἄλλοι, δὲν συμφωνεῖ πολὺ καλὰ πρὸς τὰ μηνμονευθέντα χωρία). ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύων κατὰ ζεύγη νηχομένων, labrus cinaedus, Ἐπίχ. 28 Ahr: Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 92, 93. - μεταφ. ἐπὶ κακοήθων καὶ φαύλων ἀνθρώπων, πρβλ. Σωφρ. παρ’ Ἀθην. 281F. | |lstext='''ἀλφηστής''': -οῦ, ὁ, [[λέξις]] παλαιά, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μὸνον ἐν Ὀδ., ἐν τῇ φράσει ἀνέρες ἀλφησταί, ἐργαζόμενοι διὰ τὸν καθημερινὸν αὐτῶν ἄρτον, ἐργατικοί, δραστήριοι, εὔτολμοι· ἡ δὲ [[σημασία]] αὕτη ἐπήγασεν ἐκ τῆς σημασίας τοῦ ῥήματος [[ἀλφάνω]] (ὃ ἴδε)· τίθεται δὲ ὡς ἐπίθετον τῶν ἀνδρῶν, οὐχὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν γένει, Nitzsch, Ὀδ. Α. 349, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 82· χρησιμεύει ὡς ἐπίθετον τῶν ἐμπορευομένων καὶ ναυτιλλομένων ἀνδρῶν, Ὀδ. Ν. 261, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 458· [[ὅθεν]] οἱ Φαίακες λέγονται ὅτι εὑρίσκονται ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων, Ὀδ. Ζ. 8. - Ἐπικὴ [[λέξις]] ἀπαντῶσα δὶς παρὰ Τραγ. (ἐν λυρ. χωρίοις) μ. τῆς Ὁμηρικῆς σημασίας, Αἰσχύλ. Θ. 770, Σοφ. Φ. 709. (Ἡ παραγωγὴ ἐκ τοῦ [[ἄλφι]] καὶ ἐδεστὴς = ὁ ἐσθίων [[ἄλευρον]], ἣν παρεδέχθη ὁ Δοιδερλῖνος καὶ ἄλλοι, δὲν συμφωνεῖ πολὺ καλὰ πρὸς τὰ μηνμονευθέντα χωρία). ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύων κατὰ ζεύγη νηχομένων, labrus cinaedus, Ἐπίχ. 28 Ahr: Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 92, 93. - μεταφ. ἐπὶ κακοήθων καὶ φαύλων ἀνθρώπων, πρβλ. Σωφρ. παρ’ Ἀθην. 281F. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |