3,270,470
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0208.png Seite 208]] ἡ, 1) das Aufstehen, ἐκ τοῦ ἱεροῦ, und Weggehen daraus, Thuc. 1, 133; Abzug des Heeres, 7, 75; ἐξ ὕπνου, das Erwachen aus dem Schlafe, Soph. Phil. 276; θανόντος [[οὔτις]] ἔστ', Auferweckung, Aesch. Eum. 618. Dah. Auferstehung von den Todten, N. T. u. K. S. – Auch das Genesen von einer Kran Kheit? – Aufstand, τῶν ἀντιπολιτευομένων, Pol. 30, 7 (Bekk. ἀνατάσεις); vgl. 40, 2. – 2) transit., a) das Aufstehenlassen, Aufrichten, τειχῶν, Wiederaufbau der Mauern, Dem. Lept. 72. – b) bes. aber das Vertreiben aus den Wohnungen (s. [[ἀνάστατος]]), ἀν. καὶ ἀνδραποδισμὸς τῆς πατρίδος, für τῶν πολιτῶν, Dem. 1, 5; Plut. Flam. 15; seltener im guten Sinne, Versetzung, τῆς Ἰωνίης, für τῶν Ἰώνων, Her. 9, 106; – Zerstörung, [[πόλεων]], Ἰλίου, Aesch. Pers. 107 Ag. 575; δόμων Eur. Tr. 364. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0208.png Seite 208]] ἡ, 1) das Aufstehen, ἐκ τοῦ ἱεροῦ, und Weggehen daraus, Thuc. 1, 133; Abzug des Heeres, 7, 75; ἐξ ὕπνου, das Erwachen aus dem Schlafe, Soph. Phil. 276; θανόντος [[οὔτις]] ἔστ', Auferweckung, Aesch. Eum. 618. Dah. Auferstehung von den Todten, N. T. u. K. S. – Auch das Genesen von einer Kran Kheit? – Aufstand, τῶν ἀντιπολιτευομένων, Pol. 30, 7 (Bekk. ἀνατάσεις); vgl. 40, 2. – 2) transit., a) das Aufstehenlassen, Aufrichten, τειχῶν, Wiederaufbau der Mauern, Dem. Lept. 72. – b) bes. aber das Vertreiben aus den Wohnungen (s. [[ἀνάστατος]]), ἀν. καὶ ἀνδραποδισμὸς τῆς πατρίδος, für τῶν πολιτῶν, Dem. 1, 5; Plut. Flam. 15; seltener im guten Sinne, Versetzung, τῆς Ἰωνίης, für τῶν Ἰώνων, Her. 9, 106; – Zerstörung, [[πόλεων]], Ἰλίου, Aesch. Pers. 107 Ag. 575; δόμων Eur. Tr. 364. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> ([[ἀνίστημι]]);<br /><b>1</b> action d'élever (<i>des murs, un trophée</i>);<br /><b>2</b> destruction, ruine;<br /><b>II.</b> (ἀνίσταμαι);<br /><b>1</b> action de se lever;<br /><b>2</b> résurrection;<br /><b>3</b> action de s'éloigner, de sortir ; émigration, départ.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίστημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάστᾰσις''': -εως, Ἰων. ιος, ἡ. Ι. ἐνεργ. ([[ἀνίστημι]]) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ, τὸ ἐκ νέου ἐγείρειν νεκρόν, ἀνδρὸς δ’ [[ἐπειδὰν]] αἷμ’ ἀνασπάσῃ [[κόνις]] [[ἅπαξ]] θανόντος, [[οὔτις]] ἔστ’ [[ἀνάστασις]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 648, πρβλ. Πόρσωνος Φοιν. 581. 2) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ καὶ ἀφήσῃ τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἵστατο, μετατόπισις, ὡς ἐπὶ ἱκετῶν, ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ Θουκ. 1. 133· περὶ ἀναστάσιος τῆς Ἰωνίης, περὶ μετοικισμοῦ τῶν κατοίκων τῆς Ἰωνίας [χάριν ἀσφαλείας], Ἡρόδ. 9. 106, πρβλ. Θουκ. 2. 14: ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀναστάτωσις]], [[ἀνατροπή]], [[καταστροφή]], [[ὄλεθρος]], ἅλωσιν Ἰλίου τ’ ἀνάστασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 589· [[πόλεων]] ἀν. ὁ αὐτ. Πέρσ. 107, Εὐρ., τῆς πατρίδος Δημ. 10. 17. 3) [[ἀνέγερσις]], τειχῶν Δημ. 478. 24· τροπαίου Πλούτ. 2. 873Α· εἰκόνος Ἐπιγρ. Κνιδ. ἐν Newton σ. 760. ΙΙ. (ἀνίσταμαι) τὸ ἀνεγείρεσθαι, ἰδίως εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ, Ast. Πλάτ. Πολ. 4. 4· [[ὅταν]] τις προκαλούμενος εἰς μονομαχίαν δέχηται καὶ ἀνίσταται, ὡς π.χ. ὁ [[Μενέλαος]] παρ’ Ὁμήρῳ, ― ὅτι τὸ πρότερον ἐκ φιλονεικίας ἡ [[ἀνάστασις]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 151. 2) ἡ [[ἐγκατάλειψις]] τοῦ στρατοπέδου καὶ [[ἀναχώρησις]], ἡ [[ἀνάστασις]] ἤδη τοῦ στρατεύματος.. ἐγίγνετο Θουκ. 7, 75· ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὁ αὐτ. 1. 133. 3) [[ἐξέγερσις]] ἐκ τοῦ ὕπνου, ποίαν μ’ ἀνάστασιν δοκεῖς.. ἐξ ὕπνου στῆναι [[τότε]]; Σοφ. Φ. 276. β) [[ἀνέγερσις]] μετὰ προηγηθεῖσαν πτῶσιν, ἰδοὺ [[οὗτος]] κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 34. γ) ἡ ἐκ νεκρῶν [[ἔγερσις]], καὶ τὴν Τυνδάρεω ἀνάστασιν Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 45: ― ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ τοῖς Ἐκκλ. ἡ Ἀνάστασις (τοῦ Κυρίου καὶ ἡ [[παγκόσμιος]] [[ἀνάστασις]] τῶν νεκρῶν). | |lstext='''ἀνάστᾰσις''': -εως, Ἰων. ιος, ἡ. Ι. ἐνεργ. ([[ἀνίστημι]]) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ, τὸ ἐκ νέου ἐγείρειν νεκρόν, ἀνδρὸς δ’ [[ἐπειδὰν]] αἷμ’ ἀνασπάσῃ [[κόνις]] [[ἅπαξ]] θανόντος, [[οὔτις]] ἔστ’ [[ἀνάστασις]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 648, πρβλ. Πόρσωνος Φοιν. 581. 2) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ καὶ ἀφήσῃ τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἵστατο, μετατόπισις, ὡς ἐπὶ ἱκετῶν, ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ Θουκ. 1. 133· περὶ ἀναστάσιος τῆς Ἰωνίης, περὶ μετοικισμοῦ τῶν κατοίκων τῆς Ἰωνίας [χάριν ἀσφαλείας], Ἡρόδ. 9. 106, πρβλ. Θουκ. 2. 14: ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀναστάτωσις]], [[ἀνατροπή]], [[καταστροφή]], [[ὄλεθρος]], ἅλωσιν Ἰλίου τ’ ἀνάστασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 589· [[πόλεων]] ἀν. ὁ αὐτ. Πέρσ. 107, Εὐρ., τῆς πατρίδος Δημ. 10. 17. 3) [[ἀνέγερσις]], τειχῶν Δημ. 478. 24· τροπαίου Πλούτ. 2. 873Α· εἰκόνος Ἐπιγρ. Κνιδ. ἐν Newton σ. 760. ΙΙ. (ἀνίσταμαι) τὸ ἀνεγείρεσθαι, ἰδίως εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ, Ast. Πλάτ. Πολ. 4. 4· [[ὅταν]] τις προκαλούμενος εἰς μονομαχίαν δέχηται καὶ ἀνίσταται, ὡς π.χ. ὁ [[Μενέλαος]] παρ’ Ὁμήρῳ, ― ὅτι τὸ πρότερον ἐκ φιλονεικίας ἡ [[ἀνάστασις]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 151. 2) ἡ [[ἐγκατάλειψις]] τοῦ στρατοπέδου καὶ [[ἀναχώρησις]], ἡ [[ἀνάστασις]] ἤδη τοῦ στρατεύματος.. ἐγίγνετο Θουκ. 7, 75· ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὁ αὐτ. 1. 133. 3) [[ἐξέγερσις]] ἐκ τοῦ ὕπνου, ποίαν μ’ ἀνάστασιν δοκεῖς.. ἐξ ὕπνου στῆναι [[τότε]]; Σοφ. Φ. 276. β) [[ἀνέγερσις]] μετὰ προηγηθεῖσαν πτῶσιν, ἰδοὺ [[οὗτος]] κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 34. γ) ἡ ἐκ νεκρῶν [[ἔγερσις]], καὶ τὴν Τυνδάρεω ἀνάστασιν Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 45: ― ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ τοῖς Ἐκκλ. ἡ Ἀνάστασις (τοῦ Κυρίου καὶ ἡ [[παγκόσμιος]] [[ἀνάστασις]] τῶν νεκρῶν). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |