ἀνάστασις

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάστᾰσις Medium diacritics: ἀνάστασις Low diacritics: ανάστασις Capitals: ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: anástasis Transliteration B: anastasis Transliteration C: anastasis Beta Code: a)na/stasis

English (LSJ)

ἀναστάσεως, Ion. ἀναστάσιος, ἡ,
I Act., (ἀνίστημι) making to stand or making to rise up, raising up the dead, ἀνδρὸς δ' ἐπειδὰν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις . . οὔτις ἔστ' ἀ. A.Eu.648; ἔλαβον . . ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν Ep.Heb.11.35.
2 removal, emigration, evacuation, making to rise and leave their place, removal, as of suppliants, ἀνάστασις ἐκ τοῦ ἱεροῦ Th.1.133; ἀνάστασις τῆς Ἰωνίας = removal of the Greeks from Ionia [for safety], Hdt.9.106: mostly in bad sense, desolation, ἅλωσιν Ἰλίου τ' ἀνάστασιν A.Ages.589; πόλεων ἀνάστασις Id.Pers. 107, cf. E.Tr.364; τῆς πατρίδος D.1.5; disturbance, Hp.Decent..3 (pl.).
3 setting up, erection, τειχῶν D.20.72; τροπαίου Plu. 2.873a; εἰκόνος GDI3505.20 (Cnidus), cf. IPE12.34.8 (Olbia), Arr. An.4.11.2; οἰκοδομημάτων Luc.Phal.1.3 (pl.).
II (ἀνίσταμαι) standing up or rising up, πόδες ἀναστάσεως χάριν Arist.Spir.485a18, cf. Id.Fr.156.
2 rising and moving off, removal, στρατεύματος Th. 7.75, cf. 2.14.
3 rising up, ἐξ ὕπνου S.Ph.276.
b defecation, esp. for the stool, dub. in Hp.Epid.6.7.1: hence, motions, Id.Coac.605, Dieuch. ap.Orib.4.6.2.
c rising again after a fall, Ev.Luc.2.34.
d rising from the dead, revival, resurrection Τυνδάρεω Luc.Salt.45; εἰς ἀνάστασιν [fort. βλέποντες] IGRom.4.743 (Eumeneia, iii A.D.): freq. in N.T., Ev.Matt. 22.23, al.; ἀνάστασις νεκρῶν = resurrection of the dead Act.Ap.23.6; ἀ. ζωῆς, κρίσεως Ev.Jo.5.29; ἀπὸ σώματος ἀνάστασις Plot.3.6.6.

Spanish (DGE)

(ἀνάστᾰσις) -εως, ἡ
• Alolema(s): ἄνστασις TAM 2.846.6 (Idebeso, Licia)
I 1de ἀνάhacia arriba’ de pers. y animados:
a) acción de levantarse, puesta en pie ἐξ ὕπνου S.Ph.276, cf. Hp.Epid.3.1.3, para ofrecerse a luchar, Arist.Fr.156, καθέδραν αὐτῶν καὶ ἀνάστασις αὐτῶν (cada vez que) se sientan y se levantan LXX La.3.63, πτῶσις καὶ ἀ. Eu.Luc.234
ἀνάστασις στρατεύματος = puesta en marcha del ejército Th.7.75, cf. 2.14
insurrección, alzamiento τῆς πατρίδος D.2.1, πρὸς τὴν τοῦ Πνεύματος βούλησιν Cyr.Al.M.75.600D;
b) posición erecta, en pie de los bípedos, Arist.Spir.485a19.
2 resurrección:
a) ἀνδρὸς δ' ἐπειδὰν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις ... οὔτις ἔστ' ἀ. A.Eu.648, cf. Heraclit.B 63, θανόντος Luc.Salt.45, ἀπὸ σώματος Plot.3.6.6, cf. GVI 1905.24 (Eumenea III d.C.);
b) entre los judíos reservada a los justos σοι ... ἀνάστασις εἰς ζωὴν οὐκ ἔσται LXX 2Ma.7.14, cf. 12.43, Eu.Luc.14.14, 20.36, Beth She'arim 194, tb. entre los gnósticos, Hippol.Haer.5.8 (p.93.18);
c) para todos en lit. crist. ἀνάστασις νεκρῶν Eu.Matt.22.31, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ ἀ. Eu.Io.11.24
ἀνάστασις κρίσεως = resurrección de la condenación para los malos, ἀνάστασις ζωῆς = resurrección de la vida para los buenos Eu.Io.5.29, cf. Ath.Al.M.26.100C;
d) de Cristo Act.Ap.1.22, 2.31, Ep.Rom.6.5, ἀνάστασις ἐκ νεκρῶν = resurrección de entre los muertos, 1Ep.Petr.1.3, tb. νεκρῶν Ep.Rom.1.4, τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐαγγελίζεσθαι Act.Ap.17.18, cf. 1Ep.Clem.42.3, Origenes Cels.1.70, Nil.M.79.440A, negada por los maniqueos, Cyr.H.Catech.14.21;
e) Resurrección como fiesta ᾠδὴ ψαλμοῦ ἀναστάσεως LXX Ps.65 tít. (añadido crist.), ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως Ath.Al.M.25.533B
como dedicación de templos ἐκκλησία ... τῆς τοῦ σωτῆρος θεοῦ ἀναστάσεως Iglesia de la Resurrección del Salvador Cyr.H.Catech.14.14.
3 de edificios y monumentos levantamiento, erección τειχῶν D.20.72, τροπαίου Plu.2.873a, εἰκόνος GDI 3505.20 (Cnido), cf. IPE 12.34.8 (Olbia), IG 12(7).23.8 (Amorgos), TAM 3.1.56, τοῦ ἀνδρίαντος Didyma 166.10, I.AI 18.301, Arr.An.4.11.2, οἰκοδομημάτων Luc.Phal.1.3, τοῦ περιβόλου Procop.Aed.2.1.9;
b) estructura προβέβληται δέ τις ἀμφὶ τὴν γωνίαν αὐτῶν ἑκάστου λίθων εὖ μάλα εἰργασμένων ἀνάστασις sale de cada uno de los ángulos de estos (muros) una estructura de piedras muy bien trabajadas (de la Puerta de Bronce, delante del palacio de Justiniano) Procop.Aed.1.10.13.
4 fig. estímulo Phld.Mus.p.39K.
II de ἀνάhacia atrásacción de quitar o retirar
1 a)evacuación, deportación ἀ. τῆς Ἰωνίης Hdt.9.106, ἐκ τοῦ ἱεροῦ de suplicantes, Th.1.133, cf. D.C.41.7.1, τοῦ ἔθνους I.BI 6.339, ἀνδραποδισμὸς καὶ ἀνάστασις I.AI 2.248, cf. 11.112;
b) evacuación del vientre, Hp.Coac.605, Dieuch.14.11.
2 destrucción, desastre, ruina ἅλωσιν Ἰλίου τ' ἀνάστασιν la conquista y destrucción de Ilion A.A.589, πόλεων A.Pers.105, οἴκων τ' Ἀτρέως ἀνάστασις E.Tr.364, δόμων E.Fr.340.3, ἀ. καὶ ἀνδραποδισμὸς τῆς πατρίδος (luchar contra) la aniquilación y esclavitud de la patria D.1.5, cf. D.C.38.31.2, App.Pun.106, πρὸς τὰς ἀναστάσιας σιγητικοί (se mantienen) tranquilos en los momentos de excitación Hp.Decent.3.

German (Pape)

[Seite 208] ἡ, 1) das Aufstehen, ἐκ τοῦ ἱεροῦ, und Weggehen daraus, Thuc. 1, 133; Abzug des Heeres, 7, 75; ἐξ ὕπνου, das Erwachen aus dem Schlafe, Soph. Phil. 276; θανόντος οὔτις ἔστ', Auferweckung, Aesch. Eum. 618. Dah. Auferstehung von den Todten, N.T. u. K. S. – Auch das Genesen von einer Kran Kheit? – Aufstand, τῶν ἀντιπολιτευομένων, Pol. 30, 7 (Bekk. ἀνατάσεις); vgl. 40, 2. – 2) transit., a) das Aufstehenlassen, Aufrichten, τειχῶν, Wiederaufbau der Mauern, Dem. Lept. 72. – b) bes. aber das Vertreiben aus den Wohnungen (s. ἀνάστατος), ἀν. καὶ ἀνδραποδισμὸς τῆς πατρίδος, für τῶν πολιτῶν, Dem. 1, 5; Plut. Flam. 15; seltener im guten Sinne, Versetzung, τῆς Ἰωνίης, für τῶν Ἰώνων, Her. 9, 106; – Zerstörung, πόλεων, Ἰλίου, Aesch. Pers. 107 Ag. 575; δόμων Eur. Tr. 364.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. (ἀνίστημι);
1 action d'élever (des murs, un trophée);
2 destruction, ruine;
II. (ἀνίσταμαι);
1 action de se lever;
2 résurrection;
3 action de s'éloigner, action de sortir ; émigration, départ.
Étymologie: ἀνίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάστᾰσις: εως ἡ
1 подъем, вставание: ἀνάστασις ἐξ ὕπνου Soph. пробуждение;
2 возвращение к жизни, воскресение Aesch., Luc., NT;
3 подъем, возрождение (πτῶσις καὶ ἀ. NT);
4 выход, уход (ἐκ τοῦ ἱεροῦ Thuc.);
5 перемещение, переселение (τῆς Ἰωνίης Her.);
6 восстание (sc. τῆς Ἑλλάδος Plut.);
7 воздвигание, сооружение (τειχῶν Dem.; τροπαίου Plut.);
8 разрушение, уничтожение, разорение (πόλεων Aesch., Plut.; δόμων Eur.; τῆς πατρίδος Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάστᾰσις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ. Ι. ἐνεργ. (ἀνίστημι) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ, τὸ ἐκ νέου ἐγείρειν νεκρόν, ἀνδρὸς δ’ ἐπειδὰν αἷμ’ ἀνασπάσῃ κόνις ἅπαξ θανόντος, οὔτις ἔστ’ ἀνάστασις Αἰσχύλ. Εὐμ. 648, πρβλ. Πόρσωνος Φοιν. 581. 2) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ καὶ ἀφήσῃ τὸ μέρος ἔνθα ἵστατο, μετατόπισις, ὡς ἐπὶ ἱκετῶν, ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ Θουκ. 1. 133· περὶ ἀναστάσιος τῆς Ἰωνίης, περὶ μετοικισμοῦ τῶν κατοίκων τῆς Ἰωνίας [χάριν ἀσφαλείας], Ἡρόδ. 9. 106, πρβλ. Θουκ. 2. 14: ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀναστάτωσις, ἀνατροπή, καταστροφή, ὄλεθρος, ἅλωσιν Ἰλίου τ’ ἀνάστασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 589· πόλεων ἀν. ὁ αὐτ. Πέρσ. 107, Εὐρ., τῆς πατρίδος Δημ. 10. 17. 3) ἀνέγερσις, τειχῶν Δημ. 478. 24· τροπαίου Πλούτ. 2. 873Α· εἰκόνος Ἐπιγρ. Κνιδ. ἐν Newton σ. 760. ΙΙ. (ἀνίσταμαι) τὸ ἀνεγείρεσθαι, ἰδίως εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ, Ast. Πλάτ. Πολ. 4. 4· ὅταν τις προκαλούμενος εἰς μονομαχίαν δέχηται καὶ ἀνίσταται, ὡς π.χ. ὁ Μενέλαος παρ’ Ὁμήρῳ, ― ὅτι τὸ πρότερον ἐκ φιλονεικίας ἡ ἀνάστασις Ἀριστ. Ἀποσπ. 151. 2) ἡ ἐγκατάλειψις τοῦ στρατοπέδου καὶ ἀναχώρησις, ἡ ἀνάστασις ἤδη τοῦ στρατεύματος.. ἐγίγνετο Θουκ. 7, 75· ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὁ αὐτ. 1. 133. 3) ἐξέγερσις ἐκ τοῦ ὕπνου, ποίαν μ’ ἀνάστασιν δοκεῖς.. ἐξ ὕπνου στῆναι τότε; Σοφ. Φ. 276. β) ἀνέγερσις μετὰ προηγηθεῖσαν πτῶσιν, ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 34. γ) ἡ ἐκ νεκρῶν ἔγερσις, καὶ τὴν Τυνδάρεω ἀνάστασιν Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 45: ― ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ τοῖς Ἐκκλ. ἡ Ἀνάστασις (τοῦ Κυρίου καὶ ἡ παγκόσμιος ἀνάστασις τῶν νεκρῶν).

English (Strong)

from ἀνίστημι; a standing up again, i.e. (literally) a resurrection from death (individual, genitive case or by implication, (its author)), or (figuratively) a (moral) recovery (of spiritual truth): raised to life again, resurrection, rise from the dead, that should rise, rising again.

English (Thayer)

ἀναστάσεως, ἡ (ἀνίστημι) (from Aeschylus down);
1. a raising up, rising (e. g. from a seat): πτῶσις; the meaning is 'It lies (or 'is set' A. V.) like a stone, which some will lay hold of in order to climb; but others will strike against it and fall').
2. a rising from the dead (ecclesiastical Latin resurrectio) (Aeschylus Eum. 648);
a. that of Christ: νεκρῶν, Winer's Grammar, § 30,2a. at the end); ἐκ νεκρῶν, ἀνάστασις or ἡ ἀνάστασις, ἡ ἐκ νεκρῶν, τῶν νεκρῶν (on the distinction which some (e. g. Van Hengel on Lightfoot on Cremer, under the word) would make between these phrases, see Winer's Grammar, 123 (117); Buttmann, 89 (78)), Rec.), ἀνάστασις ζωῆς resurrection to life (ἀνάστασις εἰς ζωήν, ἀνάστασις τῆς κρίσεως resurrection to judgment, Winer's Grammar, 188 (177)); the former is ἀνάστασις τῶν δικαίων, κρείττων ἀνάστασις, ἀνάστασις by a kind of license; (cf. Winer's Grammar, 460 (429))). ἡ ἀνάστασις ἡ πρώτη in Hebrews 11:35.

Greek Monotonic

ἀνάστᾰσις: γεν. -εως, Ιων. -ιος, ·
I. Ενεργ. (ἀνίστημι),
1. έγερση από τους νεκρούς, σε Αισχύλ.
2. παρώθηση των ανθρώπων να σηκωθούν και να αφήσουν τον τόπο στον οποίο βρίσκονται, μετακίνηση όπως στους ικέτες, σε Θουκ.· ἀν. τῆς Ἰωνίας, η μετακίνηση όλων των Ελλήνων από την Ιωνία, σε Ηρόδ.· λεηλασία, καταστροφή, όλεθρος, σε Αισχύλ., σε Ευρ.
3. παλινόρθωση, αποκατάσταση, τειχῶν, σε Δημ.
II. 1. (ἀνίστᾰμαι), ανέγερση ή σήκωμα ως ένδειξη σεβασμού, σε Πλάτ.
2. σήκωμα και μετακίνηση, αναχώρηση, σε Θουκ.
3. έγερση, ἐξ ὕπνου, σε Σοφ.
4. η ανάσταση από τους νεκρούς, η Ανάσταση του Χριστού, σε Καινή Διαθήκη

Greek Monolingual

η (Α ἀνάστασις)
έγερση του νεκρού, επάνοδος στη ζωή
νεοελλ.
(ως κύριο όνομα) η εορτή του Πάσχα
αρχ.
1. μετατόπιση, απομάκρυνση
2. ίδρυση, ανέγερση
3. αναστάτωση, καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανίστημι.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναστάσιμος].

Middle Liddell

ἀνίστημι
I. act. a raising up of the dead, Aesch.
2. a making men rise and leave their place, removal, as of suppliants, Thuc.; ἀν. τῆς Ἰωνίας the removal of all the Greeks from Ionia, Hdt.:— an overthrow, destruction, ruin, Aesch., Eur.
3. a setting up, restoration, τειχῶν Dem.
II. (ἀνίσταμαι) a standing or rising up, in token of respect, Plat.
2. a rising and moving off, removal, Thuc.
3. a rising up, ἐξ ὕπνου Soph.
4. a rising again, the Resurrection, NTest.

Chinese

原文音譯:¢n£stasij 安那-士他西士
詞類次數:名詞(42)
原文字根:向上-站(著) 相當於: (חָיָה‎) (קוּם‎ / קָמָי‎ / תְּקֹומֵם‎)
字義溯源:復起,升起,上升,復活,興起;源自(ἀναπηδάω / ἀνίστημι)=站起);由(ἀνά)*=上,回復)與(ἵστημι)*=站)組成。有兩組編號說到復活:(1) (ἀνάστασις)名詞,復起,復活 (ἀναπηδάω / ἀνίστημι)動詞,站起,復活(2) (ἐγείρω)動詞,醒起,復活 (ἔγερσις)名詞,復起者,復活關於主耶穌的復活,舊約已經先有預言( 詩16:10;五句節時彼得曾引用這話: 徒2:25-31;在安提阿教會,保羅也引用這話: 徒13:35)。舊約也有約拿在魚腹中三日三夜的預表( 拿1:17);主耶穌也親口說明,這件事是指著他( 太12:40)。主耶穌有復活的能力,他曾使睚魯的女兒復活( 可5:21-43);又曾叫拿因城一個寡婦死了的兒子,在送殯途中活過來( 路7:11-17);並曾吩咐那已放在墳墓裏四天的拿撒路,從墳墓中走出來( 約11:1-44)。主耶穌曾多次預先告訴門徒,人子要受許多苦,並且被殺,過三天復活( 可8:31; 9:9,31)。主耶穌的復活,乃是身體的復活,所以他的墳墓是空的( 太28:1-7; 可16:1-6; 路24:1-12; 約20:1-10);他復活後曾將他被釘過的手,腳和肋旁指給門徒與多馬看( 路24:39,40; 約20:27);並在門徒面前喫喝( 路24:43; 約21:12);且又進入關了門的房間,向門徒問安( 約20:26);以後又四十天之久向門徒顯現,講說神國的事( 徒1:3)。門徒們對主耶穌的復活懷疑不信,主在以馬忤斯的路上指出他們的病症說,他們對神藉著先知所說的話信得太遲鈍了( 路24:25);所以我們都需要主開我們的心竅,使我們能明白聖經( 路24:45)。
同義字:1) (ἀνάστασις)復起 2) (ἀναπηδάω / ἀνίστημι)站起,起來 3) (διεγείρω)完全醒著 4) (ἐγείρω)醒,復活 5) (ἐξανίστημι)產生,起來 6) (ἐξεγείρω)完全喚醒,復起
出現次數:總共(42);太(4);可(2);路(6);約(4);徒(11);羅(2);林前(4);腓(1);提後(1);來(3);彼前(2);啓(2)
譯字彙編
1) 復活(39) 太22:23; 太22:28; 太22:30; 太22:31; 可12:23; 路14:14; 路20:27; 路20:33; 路20:35; 約5:29; 約5:29; 約11:24; 約11:25; 徒1:22; 徒2:31; 徒4:2; 徒4:33; 徒17:18; 徒17:32; 徒23:6; 徒23:8; 徒24:15; 徒24:21; 徒26:23; 羅1:4; 羅6:5; 林前15:12; 林前15:13; 林前15:21; 林前15:42; 腓3:10; 提後2:18; 來6:2; 來11:35; 來11:35; 彼前1:3; 彼前3:21; 啓20:5; 啓20:6;
2) 復活之(1) 路20:36;
3) 復活的(1) 可12:18;
4) 興起(1) 路2:34

English (Woodhouse)

depopulation, migration, overthrow, resurrection, ruin, upset, arising from sleep

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

actio exsurgendi, act of rising up, 1.133.1,
profectio, setting forth, 2.14.1. 2.2.1,
ex agris in urbem, from the fields into the city. 7.75.1.

Translations

resurrection

Armenian: հարություն; Belarusian: уваскрашэнне; Bulgarian: възкресение; Catalan: resurrecció; Chinese Cantonese: 復活, 复活; Hakka: 復活, 复活; Mandarin: 復活, 复活; Min Nan: 閣活, 阁活; Crimean Tatar: tirilüv, tirilme; Czech: vzkříšení; Dutch: herrijzenis, wederopstanding, opstanding, verrijzenis; Esperanto: reviviĝo; Estonian: ülestõusmine; Finnish: ylösnousemus; French: résurrection; Galician: resurrección; Georgian: გაცოცხლება; German: Wiederauferstehung, Auferstehung; Gothic: 𐌿𐍃𐍃𐍄𐌰𐍃𐍃; Greek: ανάσταση; Ancient Greek: ἀναβίωσις, ἀνάστασις, ἀνέγερσις, ἔγερσις, ἐξανάστασις, ἐπαναστασίη, ἐπανάστασις, νεκρεγερσία, νεκρέγερσις, παλιγγενεσία; Hebrew: תחיית המתים‎; Hindi: पुनरुज्जीवन, मृतोत्थान, नुशूर; Hungarian: feltámadás; Icelandic: upprisa; Irish: aiséirí; Old Irish: esséirge; Italian: resurrezione; Japanese: 復活; Korean: 부활(復活); Latin: resurrectio; Latvian: augšāmcelšanās; Lithuanian: prisikėlimas; Low German: Uperstahung; Macedonian: воскресение; Ngazidja Comorian: mbâthwi; Norman: rêsurrection; Old Church Slavonic Cyrillic: въскрьсеньѥ, въскрѣшеньѥ; Old English: ǣrist; Persian: رستاخیز‎; Polish: zmartwychwstanie, wskrzeszenie; Portuguese: ressurreição; Romanian: reînviere, înviere; Russian: воскресение, воскрешение; Rusyn: воскресї́ня; Sanskrit: मृतोत्थान, पुनरुज्जीवन; Serbo-Croatian Cyrillic: ускрсење, ускрснуће; Roman: uskrsenje, uskrsnúće; Slovak: vzkriesenie; Slovene: vstajenje; Spanish: resurrección; Swahili: ufufuo; Swedish: uppståndelse; Tagalog: muling-pagkabuhay; Turkish: diriliş; Ukrainian: воскрешення; Urdu: نُشُور‎, اِحْیا‎; Volapük: dönulifükam; Walloon: ravicaedje, rezureccion; Welsh: atgyfodiad

departure

Arabic: رَحِيل‎, مُغَادَرَة‎; Armenian: մեկնում; Azerbaijani: gediş; Belarusian: адпраўленне, выезд, ад'езд, вылет; Bulgarian: заминаване, тръгване; Chinese Mandarin: 出發/出发, 離開/离开; Czech: odchod, odjezd, odlet; Danish: afgang, afrejse, udsejling; Dutch: vertrek; Esperanto: disiĝo foriro; Finnish: lähtö; French: départ; Galician: ida, saída, partida; Georgian: გამგზავრება; German: Abfahrt, Abreise, Abflug; Gothic: 𐌿𐍂𐍂𐌿𐌽𐍃, 𐌳𐌹𐍃𐍅𐌹𐍃𐍃; Greek: αναχώρηση; Ancient Greek: ἀνάλυσις, ἀνάστασις, ἀπαλλαγή, ἀπανάστασις, ἄπαρσις, ἄπιξις, ἀπόβασις, ἄποδος, ἀποπορεία, ἀποστασία, ἀπόστασις, ἀποχώρησις, ἄφιξις, ἄφοδος, ἔκβασις, ἔξοδος, μεταχώρησις, παροίχησις, χωρισμός; Hebrew: הַפְלָגָה‎; Hindi: प्रस्थान; Hungarian: távozás, indulás; Icelandic: brottför; Indonesian: keberangkatan; Italian: partenza; Japanese: 出発, 発車; Korean: 출발(出發); Latin: abitus, itus, abitio, egressus; Macedonian: заминување; Malay: perlepasan; Maori: wehenga, haerenga; Norwegian Bokmål: avgang, avreise; Nynorsk: avgang, avreise; Persian: عزیمت‎; Portuguese: partida; Quechua: lluqsi; Romanian: plecare; Russian: отправление, выезд, отъезд, вылет; Slovene: odhod; Spanish: salida, partida; Swedish: avgång, avfart, avfärd; Telugu: పోకడ; Tocharian B: lalñe; Ukrainian: відправлення, виїзд, від'ї́зд, виліт; Vietnamese: sự rời khỏi, sự ra đi; Yiddish: אַוועקפֿאָר‎