ἀποδοκιμάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[rechazar]] a alguien para un cargo o dignidad después de que ha pasado una prueba o ha sido elegido, c. ac. de pers. στρατηγὸν χειροτονηθέντα Lys.13.10, αἱρουμένους Archipp.14, ἡ πόλις ... ἀποδοκιμάζουσα οὐκ ἐᾷ ἄρχειν τοῦτον X.<i>Mem</i>.2.2.13, ἀλλ' ὃν ἔφηβον ὄντα ἄρχειν εἵλεσθε, τοῦτον ἄνδρα γεγονότα ἀποδοκιμάσετε; D.C.36.28.2<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἐὰν δὲ τις ἀποδοκιμασθῇ καθ' ἡντιναοῦν ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν Pl.<i>Lg</i>.765d, cf. 767d, λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ὑπὸ τῶν ... τότε δικαζόντων Din.2.10, τοῖς ἀποδεδοκιμασμένοις ἄρχειν λαχοῦσιν a los que, tras haber obtenido un cargo por sorteo, no obtuvieron la aprobación</i> D.25.30<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. ἀποδοκιμάσας πάντα rechazando todas las pruebas</i> Hp.<i>VM</i> 2<br /><b class="num">•</b>c. ac. de abstr. ὅτι τὴν ἀρχὴν ἣν ἔλαχεν <ἄρχειν> ἀπεδοκιμάσατε; D.25.67.<br /><b class="num">2</b> en gener. [[rechazar]], [[desechar]] c. ac. de pers. τοὺς λοιπούς Hdt.6.130, πασσόφους ἄνδρας Pl.<i>Tht</i>.181b, τοὺς ἐραστάς D.61.4, τοὺς ψευδομένους Isoc.1.49, τοὺς ... κοσμίους τοῖς ἤθεσι καὶ τῶν ἰδίων βίων ἐπιμελουμένους Theopomp.Hist.225, cf. Hsch., en v. pas. [[δεῖ]] τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ... ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων <i>Eu.Luc</i>.9.22, cf. <i>Eu.Marc</i>.8.31, θέλων κληρονομῆσαι τὴν εὐλογίαν ἀπεδοκιμάσθη <i>Ep.Hebr</i>.12.17, ἐὰν ἀποδοκιμασθῶ, ἐμισήσατε Ign.<i>Rom</i>.8.3<br /><b class="num">•</b>de animales ἵππον X.<i>Eq.Mag</i>.1.13, <i>PCair.Isidor</i>.72.38 (IV d.C.), χοιρίδια <i>PCair.Isidor</i>.44.9 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>de abstr. νόμους X.<i>Mem</i>.4.4.14, τὰς διαθήκας Is.1.35, τὰς τέχνας καὶ τὰς ἐπιστήμας καὶ τὰς δυνάμεις Isoc.12.30, τοὺς λόγους Isoc.8.40, τὸν λόγον A.D.<i>Coni</i>.239.23, τὴν (τοῦ αὐλοῦ) χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Arist.<i>Pol</i>.1341<sup>a</sup>26, cf. 37 (en v. pas.), τὴν τοιαύτην διατριβήν Timocl.8, τὴν ἐπιβολήν Plb.5.35.12, τὸν καθοπλισμόν Plb.18.28.9, τὴν πρᾶξιν Plu.2.91a, τὸ πρᾶγμα Plu.2.707c, τὰ πρὸς ἡδονὴν τῶν μελῶν Aristid.Quint.60.12, τὸ [[γράμμα]] Eus.<i>Marcell</i>.2.4<br /><b class="num">•</b>en v. pas. <i>PGiss</i>.47.16 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[rechazar por falso]] ἀργύρων Thphr.<i>Char</i>.4.13, fig. en v. pas. [[ἀργύριον]] ἀποδεδοκιμασμένον καλέσατε αὐτούς, ὅτι ἀπεδοκίμασεν αὐτοὺς κύριος [[LXX]] <i>Ie</i>.6.30<br /><b class="num">•</b>[[despreciar]] τὰ αὑτῆς Arist.<i>HA</i> 618<sup>a</sup>17.<br /><b class="num">II</b> c. inf.<br /><b class="num">1</b> [[juzgar indigno]], [[rechazar la idea de]] τὸ δοκεῖν ἐπιβουλεύειν σε τοῖς Ἕλλησιν Isoc.5.75, τὸ μὲν περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα καὶ ἀπολέμους ποιῆσαι X.<i>Cyr</i>.8.1.47, τὸ μὲν ἀπ' ἐξουσίας χρώμενον διατελεῖν ἅπαν I.<i>AI</i> 15.321<br /><b class="num">•</b>[[impedir]] εἰ δὲ ἀμετάβλητον βούλεται εἶναι τὸν τόπον, οὐκ ἂν τὸ [[διάστημα]] διὰ τὸ ἀμετάβλητον εἶναι ἀπεδοκίμαζε τόπον εἶναι τῶν φυσικῶν σωμάτων Phlp.<i>in Ph</i>.584.26.<br /><b class="num">2</b> [[juzgar]], [[concluir]] καὶ ὡς ἐκεῖνα, οὕτω καὶ ταῦτα ... ἀποδοκιμάζομεν ἁρμόττειν ἐκείνοις τοῖς πράγμασιν Dam.<i>Pr</i>.117.
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[rechazar]] a alguien para un cargo o dignidad después de que ha pasado una prueba o ha sido elegido, c. ac. de pers. στρατηγὸν χειροτονηθέντα Lys.13.10, αἱρουμένους Archipp.14, ἡ πόλις ... ἀποδοκιμάζουσα οὐκ ἐᾷ ἄρχειν τοῦτον X.<i>Mem</i>.2.2.13, ἀλλ' ὃν ἔφηβον ὄντα ἄρχειν εἵλεσθε, τοῦτον ἄνδρα γεγονότα ἀποδοκιμάσετε; D.C.36.28.2<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἐὰν δὲ τις ἀποδοκιμασθῇ καθ' ἡντιναοῦν ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν Pl.<i>Lg</i>.765d, cf. 767d, λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ὑπὸ τῶν ... τότε δικαζόντων Din.2.10, τοῖς ἀποδεδοκιμασμένοις ἄρχειν λαχοῦσιν a los que, tras haber obtenido un cargo por sorteo, no obtuvieron la aprobación</i> D.25.30<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. ἀποδοκιμάσας πάντα rechazando todas las pruebas</i> Hp.<i>VM</i> 2<br /><b class="num">•</b>c. ac. de abstr. ὅτι τὴν ἀρχὴν ἣν ἔλαχεν <ἄρχειν> ἀπεδοκιμάσατε; D.25.67.<br /><b class="num">2</b> en gener. [[rechazar]], [[desechar]] c. ac. de pers. τοὺς λοιπούς Hdt.6.130, πασσόφους ἄνδρας Pl.<i>Tht</i>.181b, τοὺς ἐραστάς D.61.4, τοὺς ψευδομένους Isoc.1.49, τοὺς ... κοσμίους τοῖς ἤθεσι καὶ τῶν ἰδίων βίων ἐπιμελουμένους Theopomp.Hist.225, cf. Hsch., en v. pas. [[δεῖ]] τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ... ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων <i>Eu.Luc</i>.9.22, cf. <i>Eu.Marc</i>.8.31, θέλων κληρονομῆσαι τὴν εὐλογίαν ἀπεδοκιμάσθη <i>Ep.Hebr</i>.12.17, ἐὰν ἀποδοκιμασθῶ, ἐμισήσατε Ign.<i>Rom</i>.8.3<br /><b class="num">•</b>de animales ἵππον X.<i>Eq.Mag</i>.1.13, <i>PCair.Isidor</i>.72.38 (IV d.C.), χοιρίδια <i>PCair.Isidor</i>.44.9 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>de abstr. νόμους X.<i>Mem</i>.4.4.14, τὰς διαθήκας Is.1.35, τὰς τέχνας καὶ τὰς ἐπιστήμας καὶ τὰς δυνάμεις Isoc.12.30, τοὺς λόγους Isoc.8.40, τὸν λόγον A.D.<i>Coni</i>.239.23, τὴν (τοῦ αὐλοῦ) χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Arist.<i>Pol</i>.1341<sup>a</sup>26, cf. 37 (en v. pas.), τὴν τοιαύτην διατριβήν Timocl.8, τὴν ἐπιβολήν Plb.5.35.12, τὸν καθοπλισμόν Plb.18.28.9, τὴν πρᾶξιν Plu.2.91a, τὸ πρᾶγμα Plu.2.707c, τὰ πρὸς ἡδονὴν τῶν μελῶν Aristid.Quint.60.12, τὸ [[γράμμα]] Eus.<i>Marcell</i>.2.4<br /><b class="num">•</b>en v. pas. <i>PGiss</i>.47.16 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[rechazar por falso]] ἀργύρων Thphr.<i>Char</i>.4.13, fig. en v. pas. [[ἀργύριον]] ἀποδεδοκιμασμένον καλέσατε αὐτούς, ὅτι ἀπεδοκίμασεν αὐτοὺς κύριος [[LXX]] <i>Ie</i>.6.30<br /><b class="num">•</b>[[despreciar]] τὰ αὑτῆς Arist.<i>HA</i> 618<sup>a</sup>17.<br /><b class="num">II</b> c. inf.<br /><b class="num">1</b> [[juzgar indigno]], [[rechazar la idea de]] τὸ δοκεῖν ἐπιβουλεύειν σε τοῖς Ἕλλησιν Isoc.5.75, τὸ μὲν περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα καὶ ἀπολέμους ποιῆσαι X.<i>Cyr</i>.8.1.47, τὸ μὲν ἀπ' ἐξουσίας χρώμενον διατελεῖν ἅπαν I.<i>AI</i> 15.321<br /><b class="num">•</b>[[impedir]] εἰ δὲ ἀμετάβλητον βούλεται εἶναι τὸν τόπον, οὐκ ἂν τὸ [[διάστημα]] διὰ τὸ ἀμετάβλητον εἶναι ἀπεδοκίμαζε τόπον εἶναι τῶν φυσικῶν σωμάτων Phlp.<i>in Ph</i>.584.26.<br /><b class="num">2</b> [[juzgar]], [[concluir]] καὶ ὡς ἐκεῖνα, οὕτω καὶ ταῦτα ... ἀποδοκιμάζομεν ἁρμόττειν ἐκείνοις τοῖς πράγμασιν Dam.<i>Pr</i>.117.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποδοκιμάσω, <i>ao.</i> ἀπεδοκίμασα, <i>pf.</i> ἀποδεδοκίμακα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀπεδοκιμάσθην, <i>pf.</i> ἀποδεδοκίμασμαι;<br />rejeter à l'essai, repousser après une épreuve ; <i>p. anal.</i> rejeter comme indigne, insuffisant <i>ou</i> peu convenable, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δοκιμάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδοκῐμάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀπορρίπτω]] μετὰ γενομένην δοκιμασίαν, δηλ. ἐξέτασιν, [[ἀπορρίπτω]] ὑποψήφιον δι’ ἔλλειψιν τῶν ἀπαιτουμένων προσόντων, Ἡρόδ. 6. 130, Λυσ. 130. 33, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 3: - Παθ., λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν Δείναρχ. 106. 20, πρβλ. Δημ. 779. 4. 2) ἐν γένει, δὲν [[ἐγκρίνω]], [[ἀπορρίπτω]] ὡς ἀνάξιον ἢ ἀκατάλληλον, πασσόφους ἄνδρας Πλάτ. Θεαίτ. 181Β· ἵππον Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 13· νόμον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 4, 14· τὴν [τοῦ αὐλοῦ] χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 10, πρβλ. 15, κ. ἀλλ.· [ἡ [[ὄρνις]]] ἀπ. τὰ αὑτῆς ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 29, 2· ἀποδοκιμάζει τὴν τοιαύτην διατριβὴν Τιμοκλ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 12· τὸ ποιεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 1, 47· πρβλ. [[ἀποδοκιμάω]].
|lstext='''ἀποδοκῐμάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀπορρίπτω]] μετὰ γενομένην δοκιμασίαν, δηλ. ἐξέτασιν, [[ἀπορρίπτω]] ὑποψήφιον δι’ ἔλλειψιν τῶν ἀπαιτουμένων προσόντων, Ἡρόδ. 6. 130, Λυσ. 130. 33, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 3: - Παθ., λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν Δείναρχ. 106. 20, πρβλ. Δημ. 779. 4. 2) ἐν γένει, δὲν [[ἐγκρίνω]], [[ἀπορρίπτω]] ὡς ἀνάξιον ἢ ἀκατάλληλον, πασσόφους ἄνδρας Πλάτ. Θεαίτ. 181Β· ἵππον Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 13· νόμον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 4, 14· τὴν [τοῦ αὐλοῦ] χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 10, πρβλ. 15, κ. ἀλλ.· [ἡ [[ὄρνις]]] ἀπ. τὰ αὑτῆς ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 29, 2· ἀποδοκιμάζει τὴν τοιαύτην διατριβὴν Τιμοκλ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 12· τὸ ποιεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 1, 47· πρβλ. [[ἀποδοκιμάω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποδοκιμάσω, <i>ao.</i> ἀπεδοκίμασα, <i>pf.</i> ἀποδεδοκίμακα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀπεδοκιμάσθην, <i>pf.</i> ἀποδεδοκίμασμαι;<br />rejeter à l'essai, repousser après une épreuve ; <i>p. anal.</i> rejeter comme indigne, insuffisant <i>ou</i> peu convenable, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δοκιμάζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR